Για το δοκίμιο του Jan Kott «Θεοφαγία» (μτφρ. Αγγέλα Βερυκοκάκη-Αρτέμη, πρόλογος - αναθεώρηση μτφρ.: Γιάννης Λειβαδάς, εκδ. Εξάντας).
Του Νίκου Ξένιου
Κυκλοφορεί και πάλι από τις εκδόσεις Εξάντας το μνημειώδες δοκίμιο θεατρικής θεωρίας Θεοφαγία του Γιαν Κοτ, στη μετάφραση της Αγγέλας Βερυκοκάκη-Αρτέμη αναθεωρημένη από τον Γιάννη Λειβαδά, ο οποίος είχε και την ευρύτερη επιμέλεια της έκδοσης. Κεντρική τοποθέτηση του δοκιμίου είναι πως οι αρχαίοι τραγικοί ποιητές επεξεργάζονταν τον μύθο καθοδηγούμενοι από την πολιτικοκοινωνική πραγματικότητα της εποχής τους: ομοίως και ο ερευνητής αντικρίζει τον εικοστό αιώνα υπό το πρίσμα μιας δημιουργικής προσέγγισης της τραγικής ποίησης.
Είναι ένα βιβλίο που το διαβάσαμε ως φοιτητές, το ξαναδιαβάσαμε ως καθηγητές και τώρα το ξαναδιαβάζουμε ως θεατές της Τραγωδίας, μένοντας κάθε φορά με το στόμα ανοιχτό από θαυμασμό.
Προβληματιζόμενος πάνω στην «ιερή θυσία»
Είναι ο τραγικός ήρωας ένα εξιλαστήριο θύμα ή μια μορφή διαμεσολάβησης; Τι ακριβώς υπηρετούν η θεοδικία και η κανιβαλική διάσταση του χρόνου στα πλαίσια του δράματος; Και ποιοι είναι οι συμβολισμοί όπου οδηγείται ο αναγνώστης αυτής της σκληρής σύγκρουσης Ιερού και Ανόσιου που λαμβάνει χώρα στο θέατρο;
Είναι ο τραγικός ήρωας ένα εξιλαστήριο θύμα ή μια μορφή διαμεσολάβησης; Τι ακριβώς υπηρετούν η θεοδικία και η κανιβαλική διάσταση του χρόνου στα πλαίσια του δράματος; Και ποιοι είναι οι συμβολισμοί όπου οδηγείται ο αναγνώστης αυτής της σκληρής σύγκρουσης Ιερού και Ανόσιου που λαμβάνει χώρα στο θέατρο; Μπορεί να διαβαστεί η ανθρωπολογική προσέγγιση του Lévi-Strauss με νέο πρίσμα; Το κλασικό βιβλίο του Γιαν Κοτ Για ένα θέατρο ουσίας (1984) πάντρευε τη θεωρία του Γκροτόβσκι με το ιαπωνικό θέατρο Καμπούκι, τον Κάφκα, τον Αντρέ Μαλρώ, τον Θαδδαίο Κάντορ και το Θέατρο του Παραλόγου. Οι ρηξικέλευθες απόψεις του επηρέασαν, το 1962, τον Πήτερ Μπρουκ στην παράσταση του σαιξπηρικού Βασιλιά Ληρ (Royal Shakespeare Company), ακόμη και τη σύλληψη σημαντικών παραστάσεων του Τζόρτζιο Στρέλερ και της Αριάν Μνουσκίν.
Όντας ο ίδιος ένα είδος «αυλικού φιλοσόφου» της εποχής όπου δεν υπάρχουν Αυλές, ο Γιαν Κοτ διαμόρφωσε ένα θεωρητικό κλίμα στο πλαίσιο του οποίου ένα ταλέντο σαν αυτό του Πήτερ Χωλ μπορούσε να ανθήσει. Ο κινηματογραφικός Μάκβεθ του Ρομάν Πολάνσκι τού οφείλει, επίσης, πολλά. Το βιβλίο του Sketches on Shakespeare (1961) υπήρξε το πιο πολυδιαβασμένο πολωνικό δοκίμιο της εποχής του. Η επαναδημοσίευσή του, το 1964, με τον τίτλο Σαίξπηρ ο σύγχρονός μας κατάφερε να συνδέσει το ακαδημαϊκό τραγικό θέατρο της ελισαβετιανής εποχής με το καθημερινό βίωμα του δυτικού ανθρώπου, επίτευγμα που προσδίδει στα κείμενά του την ποιότητα των δοκιμίων του Μονταίν. Εϊναι ένα κλασικό πλέον έργο, που ερμηνεύει τον απολυταρχισμό με γνώμονα το θέατρο. Η γνωστή φράση «Denmark's a prison» που άντλησε από τον Άμλετ καθιερώθηκε ως σύμβολο των αυταρχικών καθεστώτων του εικοστού αιώνα. Η ερμηνεία του σαιξπηρικού έργου υπό το φως της σκέψης και των περιστάσεων του περασμένου αιώνα συμπληρώνεται, στο επόμενο βιβλίο του, τη Θεοφαγία, με τη συμπερίληψη, στο πρίσμα αυτό, και της ελληνικής Τραγωδίας.
Κατασπαράσσοντας τους θεούς
Αντλώντας την έννοια της ιερής θυσίας από τις «Βάκχες» του Ευριπίδη, ο συγγραφέας τις συνδέει άρρηκτα, ως ηθική αλληγορία, με τις τελετές γονιμότητας της Κοινωνικής Ανθρωπολογίας.
Αντλώντας την έννοια της ιερής θυσίας από τις «Βάκχες» του Ευριπίδη, ο συγγραφέας τις συνδέει άρρηκτα, ως ηθική αλληγορία, με τις τελετές γονιμότητας της Κοινωνικής Ανθρωπολογίας. Στη Θεοφαγία γεφυρώνει τις πιο πρωτοποριακές θεωρίες περί τέχνης της εποχής μας με την αμιγώς ακαδημαϊκή ανάγνωση της Τραγωδίας από τον Νίτσε («Η γένεση της Τραγωδίας») και από τον Γκεόργκ Φρίντριχ Γκάνταμερ («Αλήθεια και μέθοδος»). «Ο Πενθέας γίνεται άθελά του αποδιοπομπαίος τράγος. Ο αποδιοπομπαίος τράγος είναι το υποκατάστατο που αναγκάζεται να πάρει τη μορφή Εκείνου που αντικαθιστά· σύμφωνα με πανάρχαια ιεροτελεστία, ο τράγος που οδηγείται στη θυσία έχει επιχρυσωμένα κέρατα και φοράει στεφάνι. Ο αποδιοπομπαίος τράγος είναι η εικόνα Εκείνου στον οποίον θυσιάζεται. Η ιεροτελεστία είναι επανάληψη της θεϊκής θυσίας». Αλλά και ο Ηρακλής στις «Τραχίνιες» του Σοφοκλή και στον «Ηρακλή Μαινόμενο» του Ευριπίδη εμφανίζεται ως κατακερματισμένος, γυμνός, συντεθλιμμένος, αποτεφρωμένος, και η Δηιάνειρα κείται δίπλα του γυμνή.
Ο «ύψιστος δραματικός κύκλος όλων των εποχών», η αρχαία ελληνική Τραγωδία, πέραν των κλασικιστικών της προσεγγίσεων, μπορεί να διδάξει σε ένα πολύ ευρύτερο (και όχι απαραίτητα ελληνόφωνο) κοινό τις συμβολικές διαστάσεις του μύθου του Προμηθέα. Το βιβλίο επικαιροποιεί την Τραγωδία με τρόπο τόσο αποτελεσματικό, ώστε να επιχειρείται, σήμερα, η ανανοηματοδότηση των αρχαίων μηνυμάτων, «χωρίς να αλλοιώνεται το νόημα και η ευταξία τους». Γιατί δεν είναι μόνο ένα βιβλίο για την τραγωδία, είναι εξίσου ένα βιβλίο για τον Μοντερνισμό.
Ο Jan Kott |
Αντικρίζοντας το θέατρο ως «Το Γεγονός»
Ο αρχετυπικός μύθος ανατροφοδοτείται και παραλλάσσει, σε κάθε εποχή, σύμφωνα με τις νέες κοινωνικές συνθήκες. Κατά συνέπειαν ο μελετητής ενός τραγικού έργου πρέπει να εθιστεί στο να διακρίνει, πίσω από τη συμβατική persona (προσωπείο) ενός δρώντος προσώπου την πραγματική μυθολογική παράσταση που το προσωπείο αυτό καλείται να «αναπαραγάγει» η απλά να «αναπαραστήσει».
Από την ανάγνωση του έργου του Κοτ μπορεί κανείς να συναγάγει συμπεράσματα όχι μόνο για τον τρόπο με τον οποίο ένας «χωνεμένος» από την ελληνική κουλτούρα μύθος οδήγησε στην ποιητική σύνθεση του Αισχύλου, μπορεί να κατανοήσει, επίσης, πώς το έργο του Αισχύλου αντανακλούσε την προσωπική του εμπειρία του αυταρχισμού, ήδη από την εποχή της παραμονής του ποιητή στην αυλή του τυράννου των Συρακουσών. Για τον Κοτ, η αντίληψη του Γκαίτε και του Σέλλεϋ για τον Προμηθέα είναι διαφορετική από την αντίληψη του Καμύ, του Ζιντ, του Κάφκα και του Μπέκετ. Ο αρχετυπικός μύθος ανατροφοδοτείται και παραλλάσσει, σε κάθε εποχή, σύμφωνα με τις νέες κοινωνικές συνθήκες. Κατά συνέπειαν ο μελετητής ενός τραγικού έργου πρέπει να εθιστεί στο να διακρίνει, πίσω από τη συμβατική persona (προσωπείο) ενός δρώντος προσώπου (π.χ. σε μια τραγωδία) την πραγματική (γνήσια) μυθολογική παράσταση που το προσωπείο αυτό καλείται να «αναπαραγάγει» η απλά να «αναπαραστήσει»1. Η «πεπλοφόρος» Άλκηστη αναδύεται από το σκοτεινό μυθολογικό παρελθόν και προλογίζει τον Μπέρναρντ Σω και το Χειμωνιάτικο Παραμύθι του Σαίξπηρ.
Ωστόσο, για τον Γιαν Κοτ ο «σκληρός πυρήνας» του διαχρονικού μύθου παραμένει απαράλλακτος. Οι παρατηρήσεις του για τον Αίαντα παραπέμπουν στον Κορνέιγ, ενώ τα σχόλιά του για τον Φιλοκτήτη οδηγούν στον Πόλεμο και Ειρήνη του Τολστόι και στην Ευρώπη του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου. Ο Φιλοκτήτης αντιπαραθέτει την ποίηση των λόγων του στην ωμότητα των λόγων του Νεοπτόλεμου και του Οδυσσέα. Η Ανάγκη ενθρονίζεται ως η ύψιστη δύναμη στο τραγικό σύμπαν. Η Κλυταιμνήστρα, η Ηλέκτρα και ο Ορέστης του Κύκλου των Ατρειδών ρίχνουν τους προβολείς τους στον Άμλετ του Σαίξπηρ και τ’ ανάπαλιν, ενώ εγκαινιάζεται ο «μεταϊστορικός» χρόνος θεώρησης του δράματος. Είναι χαρακτηριστικό πως στο δοκίμιό του The Bottom Translation: Marlowe and Shakespeare and the Carnival Tradition (1987, Northwestern), ο Γιαν Κοτ σχολιάζει τον Μπαχτίν και εισάγει ένα νεολογισμό, τον «χρονότοπο», για να περιγράψει την εξάλειψη των ορίων μεταξύ χρόνου και χώρου στο θέατρο. Δραματουργός και ο ίδιος, δήλωνε ανεπιφύλακτα πως η συνεργασία του με το Πίκολο Τεάτρο και με τον Μπρουκ ήταν οι πιο αποκαλυπτικές στιγμές της καριέρας του. Γιατί, βεβαίως, για τον Γιαν Κοτ το ύψιστο γεγονός είναι το θέατρο.
Αναζωογονώντας τις αίθουσες των πανεπιστημίων
Συνιδρυτής του κρατικού Ινστιτούτου Λογοτεχνικής Έρευνας, δίδαξε στο Πανεπιστήμιο της Βαρσοβίας, αλλά με την αποσταλινοποίηση του 1956 αποσύρθηκε, για να διαγραφεί από μέλος του Κόμματος το 1957.
Εβραιοπολωνικής καταγωγής, ο μεγάλος θεωρητικός του θεάτρου γεννήθηκε στη Βαρσοβία στις 27 Οκτωβρίου του 1914, στο ξέσπασμα του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Μεγάλωσε σε αστική οικογένεια με υψηλό μορφωτικό επίπεδο, που του έδωσε μια πολύγλωσση ανθρωπιστική παιδεία. Σπούδασε Νομικά μέσα στην αντισημιτική δίνη του Μεσοπολέμου και το 1938 πήγε ως υπότροφος στο Παρίσι. Υπήρξε, εκτός από θεατρικός κριτικός και ακαδημαϊκός, και ένας πραγματικός φιλόσοφος του θεάτρου. Από τον Σεπτέμβριο του 1939 πολέμησε με τον πολωνικό στρατό κατά της ναζιστικής εισβολής και, μετά από μια περίοδο στο Lvov, επέστρεψε στη Βαρσοβία. Ο τρόμος της ναζιστικής κατάληψης ήταν το θέμα του αυτοβιογραφικού δοκιμίου του με τίτλο «Είσαι ακόμη ζωντανός;» που δημοσιεύτηκε το 1994. Οι σοβιετικές αρχές τον αναγνώρισαν ως εκδότη του περιοδικού «Kuźnica» και ως θεωρητικό της σοσιαλιστικής λογοτεχνίας, παρά το γεγονός ότι δεν ασπάστηκε τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό. Μαζί με τον Γκεοργκ Λούκατς υπήρξε προασπιστής του «μεγάλου ρεαλισμού» της γραμμής του Ντίκενς, του Μπαλζάκ, του Σταντάλ και του Τολστόι.
Με το «σφίξιμο των λουριών» του κομμουνιστικού καθεστώτος, ο Γιαν Κοτ βρέθηκε αίφνης στο περιθώριο της πολιτικής ζωής. Συνιδρυτής του κρατικού Ινστιτούτου Λογοτεχνικής Έρευνας, δίδαξε στο Πανεπιστήμιο της Βαρσοβίας, αλλά με την αποσταλινοποίηση του 1956 αποσύρθηκε, για να διαγραφεί από μέλος του Κόμματος το 1957. Το Πανεπιστήμιο Yale τον προσέλαβε ως Επισκέπτη Καθηγητή, αλλά συνέχισε να διδάσκει και στην Πολωνία. Αναζήτησε πολιτικό άσυλο στις Η.Π.Α. το 1969, αφού ήδη είχε γίνει γνωστός για τα γραπτά του στην Ευρώπη. Δίδαξε στο Πανεπιστήμιο Stony Brook της Νέας Υόρκης από το 1969 ως το 1983, οπότε και αποσύρθηκε. Συμμετείχε, σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του ’60, σε έρευνες στο Κέιμπριτζ, στο Γιέιλ και στο Μπέρκλεϊ, επηρεάζοντας τέσσερεις γενιές σπουδαστών θεάτρου και νέων σκηνοθετών και κομίζοντας τη ζωντάνια της επιτέλεσης στα αποστειρωμένα αμφιθέατρα των πανεπιστημίων. Πέθανε από καρδιακή προσβολή στη Σάντα Μόνικα της Καλιφόρνια το 2001.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.
Τελευταίο βιβλίο του, η νουβέλα «Το κυνήγι του βασιλιά Ματθία» (εκδ. Κριτική).
1. «Η έλευση του προσώπου», Νίκος Ξένιος, περ. Ουτοπία (τ.19, Ιανουάριος-Φεβρουάριος 1996).
Θεοφαγία
Σκαριφήματα επί της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας
Jan Kott
Μτφρ. Αγγέλα Βερυκοκάκη-Αρτέμη
Πρόλογος - αναθεώρηση μτφρ.: Γιάννης Λειβαδάς
Εξάντας 2019
Σελ. 380, τιμή εκδότη €19,00