Για την ποιητική συλλογή του Ντίνου Σιώτη «/» (εκδ. Κοινωνία των δε_κάτων).
Του Κωνσταντίνου Μπούρα
«Ποιήματα αποχωρισμού» τα χαρακτηρίζει ο ίδιος ο ποιητής σε ιδιόχειρη αφιέρωσή του. Αποχωρισμού όμως από τι; Από τη ζωή; Όχι. Από την ψευδαίσθηση; Ίσως. Η «Κοινωνία της Αφθονίας», κατά τον Χέρμπερτ Μαρκούζε, έδειξε και σε αυτή την οικονομική-πολιτισμική κρίση τα πιο μισάνθρωπα, αιμοβόρα κι αιμοσταγή δόντια της. Η αγία κατανάλωση πάνω σε αίμα ανθρώπων και ζώων είναι θεμελιωμένη. Κι ο ποιητής, ο αυθεντικός ποιητής, εκείνος που δεν ναρκισσεύεται και δεν μωρολογεί, δεν περιαυτολογεί ακόμα κι όταν είναι αυτοαναφορικός, είναι ex officio «πολιτικός» είτε ευθύς και άμεσος, όπως είναι εδώ ο Ντίνος Σιώτης, είτε έμμεσος και υπαινικτικός, όπως άλλοι σύγχρονοί του, της γενιάς του ’70 και μεταγενέστεροι. Ο Ντίνος Σιώτης γράφει συχνά και πολύ, όχι γιατί είναι εκ φύσεως πληθωρικός, όχι γιατί θέλει να αποδείξει κάτι, αλλά για να καταδείξει, όσο πιο ανάγλυφα μπορεί και δύναται, το έρεβος μέσα στο οποίο περπατούμε μισότυφλοι, σε μια σκοτεινιά που κάθε φως απλώς και μόνον ως αντίστιξις, ως υπόσχεση ελευθερίας μπορεί να το διασχίσει, αν όχι και να το διαπεράσει.
Ποιήματα οξύτατης κοινωνικής παρατήρησης, ποιήματα φλεγματικά, σατιρικά, αυτοσαρκαστικά, ειρωνικά, ποιήματα μεταιχμιακά, κινούνται ανάμεσα σε μια ποίηση που φθίνει και σε μια ποίηση που αναγεννάται από τις στάχτες της, ως φοίνιξ.
Ποιήματα οξύτατης κοινωνικής παρατήρησης, ποιήματα φλεγματικά, σατιρικά, αυτοσαρκαστικά, ειρωνικά, ποιήματα μεταιχμιακά, κινούνται ανάμεσα σε μια ποίηση που φθίνει και σε μια ποίηση που αναγεννάται από τις στάχτες της, ως φοίνιξ. Ήδη από το πρώτο ποίημα, «Η Άνοιξη», παραπέμπει στην πικρή διαπίστωση του Σεφέρη από το Μυθιστόρημα, ΙΗ΄: «Λυπούμαι γιατί άφησα να περάσει ένα πλατύ ποτάμι / μέσα από τα δάχτυλά μου / χωρίς να πιω ούτε μια στάλα. / Τώρα βυθίζομαι στην πέτρα». Γράφει ο σύγχρονος ποιητής Ντίνος Σιώτης: «πέρασε από δίπλα μου η / ρομφαία του καντηλανάφτη Άγγελου / πέρασε / πράγματι ένας ολόκληρος χειμώνας μέσα απ’ τις παλάμες μου κι ούτε που το κατάλαβα» (σελ. 9). Τα ποιήματα αυτά είναι «γραμμένα το 2016 και, κυρίως, το 2017», όπως σημειώνει στο οπισθόφυλλο. Ο Ντίνος Σιώτης είναι ποιητής «του τώρα», της διαλαθούσης στιγμής. Μιλάει για το μετείκασμα της ποιητικής του ενσυναίσθησης αποφεύγοντας τις προβολές στο αύριο και χωρίς να ξοδεύει φαιά ουσία για το παρελθόν. Ό,τι πέρασε πέρασε σωστά, μοιάζει σαν να σκέφτεται. Όμως το «τώρα», η τρέχουσα στιγμή, είναι πάντα λανθασμένη, στον βαθμό που δεν εμπεριέχει τη χαρά, την ευτυχία, την αλήθεια, το κάλλος, την αγνότητα και την αθωότητα… Αυτή η παιδική-εφηβική απαίτηση του επίγειου παράδεισου είναι και ο βασικός θεματικός άξονας γύρω από τον οποίον περιστρέφεται ολόκληρη η ποιητική ύπαρξη του Σιώτη, που δεν ασχολείται μόνον με τη συγγραφή, μοιάζει σαν να αγνοεί το δικό του πρωτότυπο ποιητικό έργο κι αναλίσκει χρόνο, χρήμα και ουσία, ενέργεια και ζωή προκειμένου να εκδώσει περιοδικά (στον πληθυντικό, διότι δεν εκδίδει μόνον ένα), να διοργανώσει πολυάριθμα και πολυποίκιλα φεστιβάλ, να συναιρέσει την ποίηση με τα εικαστικά, τη λογοτεχνία με τη μουσική και τα θεατρικά δρώμενα. Ο Ντίνος Σιώτης είναι εντέλει ένας «αναγεννησιακός άνθρωπος» με πλήρην επίγνωσιν της μοναξιάς που αυτή του η επιμονή συνεπάγεται. Έχει όμως γερά τα πόδια του στη γη και κατέχει τη ματαιότητα των πάντων με έναν «κυτταρικό», θα έλεγα, βιωμένο τρόπο.
Ας διατρέξουμε όμως με κριτικό μεγεθυντικό φακό ολάκερη τη συλλογή των 66 αυτών ποιημάτων που εκτείνονται σε 73 σελίδες, διαθέτουν έντονη δραματικότητα κι απευθύνονται στον εν δυνάμει αναγνώστη με μια σφοδρότητα και μια απελπισία που δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητη. Το δεύτερο ποίημα, «Οι αγάπες», είναι τόσο πικρό κι αυτοσαρκαστικό, τόσο ειρωνικό που μοιάζει σχεδόν καρυωτακικό, αν και είναι απόλυτα πρωτότυπο. Πρόκειται για ένα προσεκτικά τεχνουργημένο κρεσέντο εύθυμης διάθεσης και σάτιρας των ερωτικών πραγμάτων στον δυτικό πολιτισμό. Ο Γούντι Άλεν θα το έβρισκε ίσως χαριτωμένο και θα το κινηματογραφούσε. Στο τρίτο ποίημα, «Ακάθιστος θρίαμβος», οι διασκελισμοί υπερβαίνουν τα όρια των στίχων και φτάνουν ίσαμε την επομένη στροφή, όπου και ολοκληρώνεται το κοινωνούμενο νόημα. Αυτή του τη δομή την έχουν μιμηθεί κι άλλοι ομότεχνοί του με ισχνά ομολογουμένως αποτελέσματα, αφού αυτός είναι ο ρυθμός που σκέφτεται κι εκφράζεται ο Σιώτης. Λόγος κατεξοχήν προφορικός, χάνει σε «κουλτουριάρικο διανοουμενισμό» αλλά κερδίζει μιαν αμεσότητα σχεδόν «λαϊκή», αν και «λογία».
Δεν πρόκειται όμως για έναν σύγχρονο «καρυωτακισμό» των αρχών του εικοστού πρώτου αιώνα, αφού εδώ το ποιητικό δαιμόνιο είναι διονυσιακό και ανακαλύπτει ή επινοεί τη χαρά της ζωής ακόμα κι εκεί που δεν υπάρχει ή δεν ανευρίσκεται πλήρως.
Πρωτότυπες ποιητικές εικόνες, απρόβλεπτες, πρωτάκουστες, σουρεαλιστικές όπως «ετήσιες γενικές συνελεύσεις των αναμνήσεων» (σελ. 12), «σαν να συρράπτει ο Θεός τα σύννεφα με το χαμηλό τοπίο» (σελ. 13), «οι κάβοι των πλοίων είχαν μιαν ροπή προς την σύσφιξη των σχέσεων με τις δέστρες» (σελ. 16), «οι πικροδάφνες κάνουν κουτρουβάλες στις χαράδρες» (σελ. 38). Αντιστροφές της λογικής αλληλουχίας των πραγμάτων όπως: «πέρυσι τέτοιο μήνα είχαμε μπόλικο σκοτάδι ακόμη και για να δανείσουμε τους γείτονες» (σελ. 18). Η αρχετυπική αντίθεση φωτός-σκότους πανταχού παρούσα αν και πόρρω απέχει από τον μανιχαϊσμό: «λες και οι σκοτεινοί διάδρομοι βγάζουν σε σκονισμένο φως» (σελ. 20). Καταπληκτικές διπλές, τριπλές, πολλαπλές παρηχήσεις, όπως: «δεκαεννιά δανεικά δεκανίκια» (σελ. 21). Βαθιά υπερρεαλιστής ο Ντίνος Σιώτης, επηρεασμένος από τον ακαδημαϊκό του δάσκαλο και ομότεχνο Νάνο Βαλαωρίτη στα ποιήματα «Παράλληλο Σύμπαν» (σελ. 22) και «Νεροποντή ηρώων» (σελ. 23) δημιουργεί εφιαλτικές παροντικές μηχανές με τους ανθρώπινους εγκεφάλους παραζαλισμένους και χαοτικούς, μπερδεμένους ανάμεσα σε παραισθήσεις και ψευδαισθήσεις. Δεν πρόκειται όμως για έναν σύγχρονο «καρυωτακισμό» των αρχών του εικοστού πρώτου αιώνα, αφού εδώ το ποιητικό δαιμόνιο είναι διονυσιακό και ανακαλύπτει ή επινοεί τη χαρά της ζωής ακόμα κι εκεί που δεν υπάρχει ή δεν ανευρίσκεται πλήρως. Το ποίημα «Ουράνιο τόξο» (σελ. 26) είναι σαφώς αισιόδοξο κι απογειωτικό.
Η δομή όμως που είναι απόλυτα χαρακτηριστική κι ανιχνεύσιμη στα ώριμα πλέον ποιήματα του Ντίνου Σιώτη είναι αυστηρά «τριγωνική», όπως σαφώς φαίνεται στο ποίημα «Ακολουθούν σκληρές εικόνες» (σελ. 27). Εκεί οι τριπλές παρηχήσεις (διπλή εντός του αυτού στίχου και τριπλή στο δίστιχο) συνταιριάζουν με ζευγαρωτές ή πλεκτές σποραδικές εσωτερικές ομοιοκαταληξίες, έτσι για να δείξουν πως ακόμα κι αν τα περιγράμματα είναι υδαρή, τα «υποστυλώματα» είναι σαφή κι ανθεκτικά. Μακριά από τη μεταμοντέρνα αποδόμηση, ο Ντίνος Σιώτης είναι απλώς μοντερνιστής. Σε αυτό το υπέροχο ποίημα συναιρεί και ταυτοποιεί φως και σκότος, ως όψεις του ιδίου νομίσματος, πραγματοποιώντας ένα βαρύ φιλοσοφικό άλμα.
Εκεί, στα βαθιά ορυχεία του πανανθρώπινου υποσυνειδήτου επικρατεί σκοτάδι, ζόφος, μοναξιά, αποτυχία, πίκρα, αδιέξοδο, αλλοφροσύνη.
Στο συλλογικό ασυνείδητο παραπέμπει το ποίημα «Ξαναδιαβάζοντας τον Μίλος». Εκεί, στα βαθιά ορυχεία του πανανθρώπινου υποσυνειδήτου επικρατεί σκοτάδι, ζόφος, μοναξιά, αποτυχία, πίκρα, αδιέξοδο, αλλοφροσύνη. Αυτά όμως μόνον στη σελ. 30. Κι ένα «ποίημα ποιητικής» με τίτλο «Ας γράψω» (σελ. 35): «ας γράψω για το φως / που πάει να βοσκήσει στο ανελέητο σκοτάδι των / βιομηχανικών αγρών / αντέξαμε μια ανυπόφορη // ζωή και το νιώθουμε / τα συντρίμμια ξέθαψαν τα / καλντερίμια». Η νοσταλγία του «φυσικού ανθρώπου» κατά Ρουσσώ ξεχειλίζει από το προγενέστερο ποίημα με τίτλο «Πεταμένο σε χαντάκι» (σελ. 15): «Πού να κρύψεις τόση υποβρύχια αγωνία / πού να την βάλεις την αναφυλαξία της εποχής / πώς να σκεπάσεις το υγρό αμπέχονο της λύπης…»
Οι παρηχήσεις είναι το αγαπημένο εκφραστικό μέσο-τρικ του Ντίνου Σιώτη. Ας απολαύσουμε το τέλος του ποιήματος «Όλα»: «όλοι κανονικά θα έπρεπε να ήταν / σε φόρμα αλλά δεν είχαν ακούσει λεωφορείο / πλοίο αεροπλάνο ή τρένο στην πλατφόρμα» (σελ. 36). Αυτή η παρήχηση φόρμα-πλατφόρμα λειτουργεί ειρωνικά ως προς την ομοιοκατάληκτη παραδοσιακή νεοελληνική ποίηση. Είναι όμως κι ένας αποτελεσματικός τρόπος προκειμένου να διατηρηθεί ο ρυθμός και να μη χαθεί ο αναγνώστης αποκλειστικώς και μόνον στο νόημα.
Στο ποίημα «Γράφω» (σελ. 39) η έγνοια για την τονικότητα απομυθοποιεί εντέχνως και τη γραφή και τον γράφοντα: «γράφω τραγούδια μερικής απασχόλησης // με νότες ζαλισμένες και παιδιά ξέμπαρκα / με μασχάλες ιδρωμένες / γράφω λησμονιές / με εισιτήριο ακυρωμένο / γράφω λεμονιές // με λίπασμα χαλασμένο…» Για τους δήθεν ποιητές, τους δοκησίσοφους κι οιηματίες αφιερώνει το «Δεν θα ασχοληθώ» (σελ. 47). Αμιγώς «σιωτικόν» είναι το επόμενο ποίημα «Εδώ» (σελ. 48), ενώ η δραματικότητα «χτυπάει κόκκινο» στο «Απομακρύνετε τον κόσμο» (σσ. 50-51).
Ο Ντίνος Σιώτης καγχάζει και οιστρηλατείται, συμπάσχει κι εκστασιάζεται, συμπονά κι εξεγείρεται, διδάσκει και φάσκει. Είναι τεχνίτης που δεν περιορίζεται από σχολές και ρεύματα.
Ο Ντίνος Σιώτης καγχάζει και οιστρηλατείται, συμπάσχει κι εκστασιάζεται, συμπονά κι εξεγείρεται, διδάσκει και φάσκει. Είναι τεχνίτης που δεν περιορίζεται από σχολές και ρεύματα. Αμιγώς «συμβολικόν» το ποίημα «Ομολογώ» (στη σελ. 53). «Τα νέα» (σελ. 54): παλίρροια αλληλοκαλυπτόμενων εικόνων και ήχων σπαρακτικών. Στο «Fake it» (σελ. 55) ο Γιάννης Σκαρίμπας ξαναζωντανεύει κι ακονίζει τη βιτριολική γλώσσα του. Ο Κώστας Καρυωτάκης θα μπορούσε να είχε γράψει το ποίημα «Τις πταίει» (της σελίδας 56). Ατελείωτο εκκρεμές το «Αλλά δεν» (σελ. 57). Σουρεαλιστική ομοιοκαταληξία/καταπληξία η «Επιούσια φυγή» (σελ. 58). Ενώ, αμιγώς σιωτακικόν λογοπαίγνιον το «15%»: Είμαι ερωτευμένος / από τα δεκαπέντε / τοις εκατό μου (σελ. 59). Χαρακτηριστική άσκηση ειρωνείας το «Ποίημα με τοποθέτηση προϊόντος» (σσ. 60-61). Ακόμα καυστικότερη η ειρωνεία στο «Όλα σταματούν» (σελ. 63). Το αγαπημένο του οξύμωρο και την τέχνη της αντίθεσης ενεργοποιεί ο Σιώτης στο ποίημα «Η Τροχαία» (σελ. 64). Ο Βίνσεντ βαν Γκογκ θα μπορούσε να είχε «ζωγραφίσει» το ποίημα «Εδώ τελειώνουν» (67), που παραπέμπει όμως και στο σεφερικόν «εδώ τελειώνουν τα έργα της θάλασσας, τα έργα της αγάπης». Εξαιρετικές, υποδειγματικές σχεδόν, παρηχήσεις του λάμδα και του φι στα ποιήματα των σελίδων 68 και 71. Αν ψάχνετε όμως για κάτι αυτοβιογραφικό, τι πιο ταιριαστό από τις «Παλιές συνήθειες» (στη σελίδα 70). Όσο για ποιητική διακήρυξη, σας παραπέμπω στο τελευταίο ποίημα αυτής της συλλογής, που δεν θα είναι και η στερνή του.
Κλείνω αυτό το κριτικό σημείωμα με το πλέον εύστοχο ποίημα που γράφτηκε για την «Κηλίδα στο Σαρωνικό»: Ας φύγουν τα δάση από τις φωτιές / ας φύγει / το πετρέλαιο απ’ την πετρελαιοκηλίδα / ας γίνει πρακτικός ο υπουργός κι ας διώξει τη // στεριά απ’ τις παραλίες / η αναπνοή μας / συλλαβίζει κάρβουνο / ο βυθός βασανίζει / τον πυθμένα με πίσσα / αθερίνα κι αχινοί // στον ύπνο τους ουρλιάζουν ασταμάτητα / ο κάβουρας δεν κλείνει μάτι / στη μέση του / πελάγους φύτρωσε τελεσμένο μέλλον. Αθήνα, 14 Σεπτεμβρίου 2017. (σελ. 73).
* Ο ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΠΟΥΡΑΣ είναι ποιητής, θεατρολόγος και κριτικός.
Τελευταίο του βιβλίο, η δίγλωσση ποιητική ανθολογία «Παλίμψηστος πάπυρος» (εκδ. Γρηγόρη).
→ Στην κεντρική φωτογραφία, πίνακας της © Avigail Teiler.