Για την ποιητική συλλογή του Κώστα Καναβούρη «Αποθήκη καταλοίπων ηδονής» (εκδ. Μελάνι).
Της Χρύσας ΦάντηΣκουριά, πολλή σκουριά
Μόλις βγαλμένη από τα βράγχια του ψαριού
Με ό,τι έχει ταΐζει η μάνα το παιδί της
Μ' αυτό το τίποτα που φτιάχνει τον Θεό
Κι ύστερα μπαίνει μες στα μάτια του
Και τον τυφλώνει.
«Από πείνα»
O τίτλος Αποθήκη καταλοίπων ηδονής της πιο πρόσφατης ποιητικής συλλογής του Κώστα Καναβούρη όπως και το πρώτο κατά σειρά ποίημα («Από πείνα») μνημονεύουν το έργο και την προσωπικότητα του Joseph Schneller (γεν. 30/2/1878), γόνου αστικής οικογένειας, έγκλειστου στο ίδρυμα Έγκλφινγκ με διάγνωση κατατονίας από το 1907 μέχρι και την εξόντωσή του από τους ναζί τον Ιούλιο του 1943. Ο Σνέλερ στη διάρκεια του βίου του είχε συλλάβει το μεγαλόπνοο σχέδιο για την κατασκευή ενός κολοσσιαίου κτιρίου που η αποπεράτωσή του (σύμφωνα με τον ίδιο) θα απαιτούσε 400 χρόνια. Σκοπός του εμπνευστή του ήταν να επανορθώσει για τα εγκλήματα που διέπραξε η Εκκλησία απέναντι στο ανθρώπινο σώμα και τις ανάγκες του για ηδονή, αλλά δυστυχώς το μόνο που διασώθηκε ήταν ο τίτλος του, ένας τίτλος για «ό,τι ακριβέστερο και βαθύτατα ποιητικό έχει γραφτεί για το ανθρώπινο σώμα».
1.
Απέναντι θα είναι πάντα η Ελευσίνα / Απέναντι θα είναι πάντα η Ιεριχώ / Απέναντι θα είναι πάντα το κορμί σου («Διάγνωση»)
Το Αποθήκη καταλοίπων ηδονής, με έμμεσες και άμεσες νύξεις στα θύματα της αρνητικής ευγονικής και τα εγκλήματα του ναζισμού και του ρατσισμού [1], εκτός από έργο πολιτικό και ύμνος στο διαφορετικό που δεν γίνεται αποδεκτό μόνο και μόνο επειδή διαφέρει, είναι ταυτόχρονα σπονδή στο σώμα που ποικιλοτρόπως κακοποιείται, τη σάρκα που δεν ξεχνά και ξέχωρα από τον λόγο μπορεί να εκφράσει, να δείξει πληρέστερα τα ενδότερα.
[…] Πού ήσουν; / Πού ήμουν; / Το κενό είναι έντομο και βουίζει («Ενδοκρανιακή πίεση»)
Θα δω τα σπλάχνα σου την ώρα που κοιμάσαι / Τότε που ησυχάζει ο ωκεανός / και μηρυκάζουν αρμύρα τα ναυάγια. / Εκεί, σ’ εκείνο το μεγάλο βάθος της σκουριάς / θα δω τα σπλάχνα σου / […] Μην κοιτάξεις. / Κατεβαίνω. («Σπινθηρογράφημα άνω και κάτω κοιλίας»)
Το σώμα στην ποίηση του Καναβούρη ─φορέας οικειότητας αλλά και ξενότητας που συνεχώς απειλεί και απειλείται─, μπροστά στο απροσδόκητο και το πεπρωμένο, συγκροτεί επικράτεια αυτόνομη αλλά και μονάδα που βρίσκεται σε διαρκή αλληλεπίδραση (επικοινωνία αλλά και αντιπαράθεση) με ένα περιβάλλον που διαχρονικά εμφανίζεται ανοίκειο και ασύμβατο με τις πραγματικές ανάγκες του.
Θα σε χτίσω μέσα μου / Όπως που χτίζουν οι Άρχοντες / Στον τοίχο / Όλους τους εχθρικούς τους έρωτες∙ / […] Αιώνες να σε χτίζω / Κι ακόμα ούτε τα θεμέλια / Δεν έχω κατορθώσει / Στο κορμί μου. («Αποθήκη καταλοίπων ηδονής 1»)
Το σώμα ως πεδίο αλλεπάλληλων προσωπικών διαψεύσεων αλλά και στόχος ξένων ιδεοληψιών και προκαταλήψεων:
Εκεί ακριβώς που βρίσκεται η ισχύς του σώματος / Εκεί ακριβώς τους έσπαζαν το κόκαλο / Και τους νικούσαν / Γιατί ακουγόταν το σπάσιμο ως μέσα στο μυαλό / Κι ως μέσα στην ψυχή / Που τρελαμένη κρυβόταν στα νύχια των ποδιών / Εκεί τους έβρισκε ο θάματος. («Κάταγμα ισχίου»).
Το γερασμένο σώμα:
«Ήταν βέβαια προχωρημένης ηλικίας. Πάντοτε όμως η ηλικία της καρδιάς είναι προχωρημένη»
Ήταν βέβαια προχωρημένης ηλικίας, / Πάντοτε όμως η ηλικία της καρδιάς είναι προχωρημένη («Η καρδιά που χτυπούσε για πάντα»)
Το σώμα που εξεγείρεται σε μια τελευταία προσπάθεια εναντίωσης στη φθορά και τη μοίρα, το σώμα που παραιτείται αλλά και εκείνο που ενώ διαψεύδεται συνεχίζει να αντιστέκεται και να επαναστατεί:
Δεν ξέρω γιατί, αλλά στην αρρώστια / ─ιδίως στη θανατηφόρα─ / Είναι πάντοτε άνοιξη. («Διάγνωση»)
Το σώμα που κάμπτεται από τον πόνο και καταματωμένο από τα άδηλα της ψυχής σαράκια καθίσταται έρμαιο της ατελούς του υπόστασης:
Και θα είναι χαράματα / Και θα είναι νοσοκομείο / Και θα σε λένε ερείπιο («Διάγνωση»)
Το σώμα μπροστά στον ανυπέρβλητο φόβο της συντριβής:
Τα σπίτια ξεχειλίζουνε αργά / […] Χρειάζονται αιώνες μέχρι να σπάσουν / Οι υδρορροές, να σπάσουν ήσυχα οι καθρέφτες / Και να χυθεί το πορφυρό τους μαύρο / Να γίνει φλέβα του νερού / Που θα χτυπήσει στον αδένα. («Έγχυση αδενοσύνης»)
Το σώμα ως αντανάκλαση ψυχικής καταπόνησης αλλά και καθρέφτης νοητικής υστέρησης ή ιδιομορφίας:
Το πάτωμα σφαδάζει, δεν θέλει πια να θυμηθεί / Εκείνες τις ταλαιπωρίες / […] κι αυτός ο ύμνος της σιωπής μετά την σιγή, όταν εσύ ξυπνάς και τρέμεις ολομόναχος / Ακόμα κι από τον εαυτό σου / Και είσαι λαμπρός μέσα στα αίματα / Γλώσσα κομματιασμένη από τα σύμφωνα / Κι από τα δόντια ξεχασμένων αισθημάτων. («Επιληψία»)
Το σώμα ως διαρκής αγωνία, ρωγμή και πληγή δείχνει πάντα προς μια ιδέα ένυλη:
Κρατούσε στα χέρια της / Ένα ζωγραφισμένο πουλί / Στη δεδομένη ώρα το άφησε να πετάξει. / Εκείνο πέταξε για λίγο / Κι απότομα καρφώθηκε στα σπλάχνα της («Άτιτλος ασθένεια»).
2.
Ένα σκυλί μεγαλώνει στα πόδια μας / Αδέσποτο σκυλί, μπάσταρδο της λύπης / Μπάσταρδο ενός φόβου που μεγαλώνει / Μαζί με το σκυλί μπροστά στα πόδια μας / Κι όλο πεινάει περισσότερο για φόβο και για λύπη. / / Μεγαλώνει από πείνα / Τρώει την πείνα του, τρώει τη λύπη του / Και πάλι δεν χορταίνει· μονάχα μεγαλώνει. / Είναι να το φοβάσαι αυτό το αδέσποτο σκυλί. Κάποτε θα φθάσει μέχρι την ψυχή μας. / Θα την δαγκώσει κι αυτήν / Και θα βγει στους δρόμους με τα σάλια του να τρέχουν. («Λύσσα»)
«Είναι να το φοβάσαι αυτό το αδέσποτο σκυλί. Κάποτε θα φθάσει μέχρι την ψυχή μας. Θα την δαγκώσει κι αυτήν»
Η ασθένεια, ο φόβος, η πείνα, η λύπη. Το μικρόβιο της λύσσας και η λύσσα της μνήμης «είναι σκυλιά αδέσποτα, παιδιά μπαστάρδικα ενός τρόμου που από μέρα σε μέρα μεγαλώνει» («Λύσσα») − σε αντίστιξη με τη λήθη που θα μπορούσε να αποτελεί λύτρωση ακόμη και με τη μορφή μιας άνοιας («Αλτσχάιμερ») και μια βαριά νεφροπάθεια «στίχος εύκολος και μηχανή βαμμένη ουρανό» («Νεφρική ανεπάρκεια») και ένα κάταγμα ισχίου κέντρισμα για να μπορέσει να αντιληφτεί ένας πατέρας μεσήλικας την ομορφιά της νεαρής του κόρης, «ομορφιά ικανή να σκορπίσει τον φόβο που τρελαμένος κρύβεται κάτω από τα νύχια των ποδιών του», ενώ εκείνη (η κόρη του) θα στηρίζεται με προσοχή στα δικά της έτοιμη «να γράψει έγχορδα το σ’ αγαπώ το ανεπίδοτο του κόσμου» («Κάταγμα ισχίου»).
Η ποίηση του Καναβούρη δεν είναι εύκολη. Τόσο στην έμπνευση όσο και στο πνεύμα θυμίζει τα αποφθέγματα του Γιώργου Χειμωνά: «Με λέξεις δεν γίνεται η αγάπη με σώμα γίνεται», και: «Ψυχή είναι μίμηση σπουδαίου σώματος κι άλλος τρόπος απ’ το σώμα δεν είναι». Καμωμένη από λέξεις που ματώνουν κτίζοντας δικά τους εννοιολογικά καλούπια, είναι ένας φόρος τιμής στη ζωή και ταυτόχρονα μια ιδιότυπη καταγγελία της βίας αλλά και του δυνάστη που ασυνείδητα κουβαλάμε μέσα μας. Ένα ιδιόμελο λεκτικό ολοκαύτωμα «για κείνη τη μάχη που οδήγησε τον Τρακλ, ─έναν ολόκληρο Τρακλ− στην υπερβολική δόση της λύπης» («Ανησυχία των άκρων»). Ποίηση στιβαρή, σε σημεία ερμητική αλλά και ελεύθερη από κάθε είδους σύμβαση, φέρει τα στοιχεία μιας αταξινόμητης και ατιθάσευτης ποιητικής ιδιοπροσωπείας.
* Η ΧΡΥΣΑ ΦΑΝΤΗ είναι συγγραφέας.
Τελευταίο της βιβλίο, το μυθιστόρημα «Η ιστορία της Σ.» (εκδ. Γαβριηλίδης).
[1] Αξίζει να σημειωθεί ότι ο πόλεμος ενάντια στο σώμα και η εξόντωση κάθε διαφοράς που εδραζότανε σε αυτό, δεν εμφανίστηκε μόνο στην Γερμανία επί ναζισμού αλλά και στις Ηνωμένες Πολιτείες, με αποκορύφωμα τους νόμους για τις αναγκαστικές στειρώσεις των μαύρων και τα περίφημα ψυχομετρικά τεστ. Από το 1907 έως το 1963, πάνω από 64.000 άτομα στειρώθηκαν, και 25-50% των ιθαγενών γυναικών υπέστησαν το ίδιο κατά την περίοδο 1970-1976. Πηγή: https://frapress.gr/2018/06/eygoniki-otan-i-ameriki-steirose-60-000-anthropoys.