Για την ποιητική συλλογή του Δημήτρη Π. Κρανιώτη «Γραβάτα δημοσίας αιδούς» (εκδ. Κέδρος).
Της Αλεξάνδρας Μπακονίκα
Όταν πετάμε τα ρούχα μας και κυκλοφορούμε γυμνοί, και μάλιστα σε δημόσιο χώρο, είναι μια πράξη πρόκλησης και διαμαρτυρίας. Εκδηλώνουμε την ανάγκη μας να αποβάλλουμε την πίεση που δεχόμαστε από κοινωνικούς καταναγκασμούς, να διαμαρτυρηθούμε για τις ασφυκτικές συνθήκες που μας συνθλίβουν και οδηγούν στην αποξένωση και αλλοτρίωση. Η «Γραβάτα δημοσίας αιδούς», που δίνει και τον τίτλο στη ποιητική συλλογή του Κρανιώτη, είναι η επιστροφή στα στενά όρια της συμβατικότητας που τελικά επιβάλλεται στο ποιητικό υποκείμενο μετά το πέταγμα των ρούχων του. Για να σταματήσουν τις φωνές διαμαρτυρίας του τον κερνάνε αψέντι, μαζί με τη γραβάτα τον ντύνουν στην τρίχα. Η προκλητική διαμαρτυρία του με αυτόν τον τρόπο τελικά καλύπτεται. Όμως τα κορδόνια του δεν ταιριάζουν με την γραβάτα που του φόρεσαν, κι όταν φεύγει δεν σκοντάφτει, κι αυτό συμβολικά σημαίνει ότι δεν παραδίδει εύκολα την τάση ή τη θέληση για ανταρσία που κουβαλάει μέσα του.
Η φλυαρία των κινήσεων δεν αγγίζει την αφή και η πληθώρα των λέξεων θρυμματίζει το φιλί. Έτσι οι άνθρωποι περιφέρονται σαστισμένοι με ήξεις αφήξεις, σαστισμένοι απέναντι στη μοίρα τους, και ανήμποροι να την αλλάξουν.
Ο ποιητής αισθάνεται ότι κυκλοφορεί όχι μόνο μέσα σ’ ένα αφιλόξενο αλλά ουσιαστικά σε ένα εχθρικό περιβάλλον. Ευθαρσώς δηλώνει ότι είναι μόνος, ο κόσμος που συνωστίζεται γύρω του γίνεται κάποιες στιγμές τόσο απειλητικός ώστε να τον λιθοβολεί. Ένας κόσμος σκοτεινός όπου κυριαρχούν «τετελεσμένα ψεύδη» κι «αδιαμαρτύρητες ποινές». Για τον ποιητή το κλεινόν άστυ, ο τόπος διαμονής του, μοιάζει με ισόβια φυλακή όπου «η άρνηση ισοδυναμεί με αφωνία» και «η βούληση με υποταγή». Σε μια αποκορύφωση απόγνωσης δεν διστάζει να φωνάξει μέσα από την τελευταία στροφή του ποιήματος στη σελίδα 50: «Πριν ο αλέκτωρ / λαλήσει τρεις φορές / και γυμνοί ομολογήσουμε / τον ευνουχισμό μας». Ο κόσμος μέσα από τους στίχους προβάλλεται σαν ένα παζάρι ψυχών που περιφέρονται αναζητώντας «πραμάτεια ελπίδας». Ψυχές ηττημένες που «σιωπούν και φεύγουν». Ακόμη κι ο έρωτας είναι έκπτωτος καθώς το ταξίδι του μέλιτος είναι μια έρημος και κάθε αναστεναγμός καταλήγει σε σκονισμένα φιλιά. Η φλυαρία των κινήσεων δεν αγγίζει την αφή και η πληθώρα των λέξεων θρυμματίζει το φιλί. Έτσι οι άνθρωποι περιφέρονται σαστισμένοι με ήξεις αφήξεις, σαστισμένοι απέναντι στη μοίρα τους, και ανήμποροι να την αλλάξουν.
Στο πρώτο ποίημα της συλλογής ο Κρανιώτης έρχεται αντιμέτωπος με το παρελθόν, κάνοντας συγχρόνως έναν απολογισμό ζωής. Όπως ομολογεί στο ποίημα, αδυνατεί να δώσει ένα μήλο στην Άννα – με το μήλο να αντιπροσωπεύει κάθε χαρά, ζωντάνια και ανάταση. Το αλφαβητάρι της πρώτης δημοτικού με το μήλο έχει χαθεί και το χειρότερο είναι ότι ο ποιητής γέρασε από αναμνήσεις, ενώ περνάει τον χρόνο του με συνήθειες που τον ρίχνουν στην ευτέλεια μιας ρηχής καθημερινότητας. Ενδεικτικοί είναι οι στίχοι: «Γέρασα από αναμνήσεις / χωρίς διακοπή για διαφημίσεις / πίνοντας αναψυκτικό light / και κάνοντας like / σε τετράστιχα ημερολογίου». Το παρελθόν και οι μνήμες στοιχειώνουν τον ποιητή με τα λάθη που διέπραξε, τα ιδανικά που γκρέμισε, τις αγκαλιές που λήστεψε, τα πλαστά χαμόγελα, τα κενά παρών που έδωσε σε άστεγες παρουσίες, τις ενοχές που γέννησαν ερινύες, τις αυταπάτες που τον εξουθένωσαν.
Οι μνήμες ανάβουν κεριά και λιώνουν τον πυρετό του ποιητή, η ζωή τρέχει και δεν θέλει να τον κοιτάξει. Η μοίρα του μοιάζει με στάχτη υψικαμίνου πεταμένη στο πέλαγος «σαν άλλη ξενιτιά». Κάθε πρωί θρηνεί τα όνειρα του και το βράδυ κερνάει υποσχέσεις. Οι προσδοκίες δεν επιστρέφουν αλώβητες, κι αυτές απρόσμενα γέρασαν. «Ο χρόνος είναι κυνηγός / κι οι σκέψεις ξιφολόγχες», σε τέτοιον «βαθμό που αναπότρεπτα νιώθει φυλακισμένος. Ό,τι περισσότερο τον φέρνει στην πιο ακραία απελπισία είναι η διάψευση των ονείρων του, μια λέξη που συχνά επαναλαμβάνεται στη συλλογή. Είναι ενδεικτικές οι φράσεις: «θρηνούμε όνειρα», «όνειρα που ακόμα πεινούν / Κι απρόσφορα ληστεύω», «ποιος τ’ όνειρο θ’ αντέξει», «χαστούκια τα όνειρά σου», «ξηλωμένα πλεκτά / μεταχειρισμένων ονείρων», «Δωμάτια με κλεμμένα όνειρα εντός».
Απελπισμένος γυρεύει καταφυγή πότε «εντός σωμάτων που αγνοεί», ψάχνοντας «Μια το εγώ / μια το εσύ» που του ξεφεύγουν μέρα νύχτα. Αλλά κυρίως στον βαθύτερο μύχιο εαυτό του βρίσκει απάγκιο. Βρίσκει μια αχτίδα φωτός όταν χωρίς ουρλιαχτά, θυμό και οργή αγκαλιάζει τα κρυφά μυστικά του, «Όσα δεν λέγονται / (Μα γράφονται) / Στο σκοτάδι». Βέβαια, η πάλη με τον εαυτό του δεν τον αφήνει σε ησυχία. Αυτή η εναγώνια πάλη αναδύεται μέσα από στίχους που είναι διάσπαρτοι στη συλλογή: «Μέρες που μ’ έχασα / και μ’ απαρνήθηκα», « Ξεχνώντας τύψεις / με ξεγέλασα», «Βρέχει σύνορα / που μ’ απειλούν / και σπάζω πόρτες / για να χαθώ», «Θύτης και θύμα εγώ / γεννιέμαι και πεθαίνω».
H διαδικασία της ποιητικής σύνθεσης δεν είναι ανώδυνη. Μέσα από τις λέξεις χάνεται και ανασταίνεται, γράφοντας για τις πληγές του συγχρόνως απελευθερώνεται αλλά και εκδικείται τον εαυτό του.
Αν κάτι μπορεί να μεθύσει τον Κρανιώτη είναι οι λέξεις με τις οποίες συνθέτει τους στίχους του. Λέξεις που διψάνε και πίνουν κρασί για να τον φέρουν σε μια συναισθηματική και πνευματική ευφορία. Με τις λέξεις οργώνει και θερίζει, σε εγρήγορση πάντα για να μη σβήσουν και καταλήξουν σε «στεγνές κατάρες / Σε ξερά χόρτα». Όμως παράλληλα ομολογεί ότι όταν γράφει: «Κορώνα γράμματα παίζει τον εαυτό του, ματώνει τρέχοντας με τον νου, σκοντάφτει στην καρδιά του, ληστεύει συναισθήματα, χορεύει μοιρολόγια». Χαμένος σε αδιέξοδα καταφεύγει στην ποίηση. Όμως η διαδικασία της ποιητικής σύνθεσης δεν είναι ανώδυνη. Μέσα από τις λέξεις χάνεται και ανασταίνεται, γράφοντας για τις πληγές του συγχρόνως απελευθερώνεται αλλά και εκδικείται τον εαυτό του.
Με γραφή μεστή και λιτή, που βασίζεται κυρίως στο ρήμα και το ουσιαστικό, ο Κρανιώτης κάνει μια κατάθεση που στόχο έχει το γνώθι σ’ αυτόν. Αν οι λέξεις της ποίησης μπορούν να τον μεθάνε, όπως ιδιαίτερα η τέχνη ξέρει να ανταμείβει, άλλο τόσο τον μεθάει η προσδοκία μιας ψυχικής αναγέννησης που θα τον απαλλάξει από τη συναισθηματική φυλακή στην οποία νιώθει εγκλωβισμένος. Κι αυτή η προσδοκία εκφράζεται με τον καλύτερο τρόπο στο παρακάτω ποίημα:
* Η ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΜΠΑΚΟΝΙΚΑ είναι ποιήτρια.
Τελευταίο της βιβλίο, η ποιητική συλλογή «Ο κόσμος απροκάλυπτα» (εκδ. Εντευκτήριο).
→ Στην κεντρική εικόνα ο πίνακας της Louise Bech Pedersen © «Ο δρομέας» (2016).