Για την ποιητική συλλογή του Δημήτρη Λαμπρέλλη «Το σκάκι τ’ ουρανού» (εκδ. Μελάνι).
Της Κυριακής Αν. Λυμπέρη
Μετά από οκτώ ποιητικές συλλογές και μια συγκεντρωτική, επανέρχεται στην ποιητική μας σκηνή με νέα έκδοση ο ποιητής Δημήτρης Λαμπρέλλης, η οποία φέρει τον τίτλο Το σκάκι τ’ ουρανού. Με το ασπρόμαυρο χρώμα του γνωστού παιχνιδιού να χαρακτηρίζει και το εξώφυλλο της συλλογής.
Οι ήττες, οι πληγές της ψυχής, ο φόβος εκφράζονται με ένα ύφος εξπρεσιονιστικό και παρατηρεί πράγματι κανείς τις καλά χωνεμένες επιδράσεις του Μ. Σαχτούρη στην ποίηση αυτή, με σαφώς όμως χαμηλότερους τόνους ως προς την ένταση.
Κατά την ανάγνωση του βιβλίου αισθάνεται κανείς την αμεσότητα και τη νοηματική πύκνωση, μικρών σε έκταση κατά κανόνα ποιημάτων, είτε χωρισμένων ώστε ακριβώς να είναι ευσύνοπτα. Διαπιστώνει μια γνησιότητα εφηβική να προκύπτει ανάμεσα στις γραμμές, που ωστόσο καμία αφέλεια δεν καταδεικνύει. Ο δημιουργός των ποιημάτων έχει βαριά παιδεία φιλοσοφική και άλλη (καθηγητής Πανεπιστημίου και συγγραφέας πολλών φιλοσοφικών διατριβών) μα και η θεματολογία του δεν είναι καθόλου ευκαταφρόνητη. Η συλλογή ασχολείται με τη σχέση του ποιητή με τη ζωή και τον θάνατο, την αγωνία της ύπαρξης, τη φθορά, τις εσωτερικές συγκρούσεις. Οι ήττες, οι πληγές της ψυχής, ο φόβος εκφράζονται με ένα ύφος εξπρεσιονιστικό και παρατηρεί πράγματι κανείς τις καλά χωνεμένες επιδράσεις του Μ. Σαχτούρη στην ποίηση αυτή, με σαφώς όμως χαμηλότερους τόνους ως προς την ένταση, διότι ασφαλώς άλλες (και πιο δύσκολες) ήταν οι εποχές και τα γεγονότα που έζησε εκείνος. Γνωρίζουμε άλλωστε ότι ο ποιητής έχει ασχοληθεί ακριβώς με το έργο του τελευταίου στο δοκίμιό του με τίτλο Τα Χριστούγεννα στην ποίηση του Μίλτου Σαχτούρη, ώστε μάλλον δεδομένες είναι οι προτιμήσεις του. Ωστόσο, όπως διαπιστώνουμε διαβάζοντας τη σχετικά πρόσφατη επίσης συγκεντρωτική του συλλογή Ποιήματα (εκδ. Ρώμη), το ξεκίνημα της γραφής του έγινε με υπερρεαλιστικούς μορφικούς (η χαλαρότητα των νοηματικών συνδέσεων, το απρόοπτο των εικόνων) και γλωσσικούς (χρήση μιας παιγνιώδους καθαρεύουσας) τόνους, κατόπιν όμως μετακινήθηκε περισσότερο προς τον εξπρεσιονισμό, για να φθάσουμε στην παρούσα συλλογή, να υποχωρεί αρκετά η όποια κρυπτικότητα του νοήματος, ο λόγος του να είναι περισσότερο διαφανής από άλλοτε και ευκολότερα πλέον να αποκωδικοποιούνται τα σύμβολά του.
Σε ένα δυσοίωνο λοιπόν υπαρξιακό περιβάλλον θα συναντήσουμε στο τωρινό κείμενο «τα τρυγόνια που γδέρνονται», το αρνί που σφαδάζει στο στόμα του λύκου, τα περιστέρια που σφάζονται (αγαπημένο μοτίβο θα έλεγα του ποιητή το σκοτωμένο πουλί, όπως φαίνεται και από παλιότερο ωραίο ποίημά του με τον τίτλο «Ο θάνατος του κύκνου»). Μην ξεχνάμε πως για «σφαγμένα περιστέρια» και μάλιστα «με τις γαλάζιες κορδέλες στο λαιμό τους», μας έχει μιλήσει και ο ίδιος ο Μίλτος Σαχτούρης, σε ένα ποίημά του αφιερωμένο στον Οδυσσέα Ελύτη. Το δράμα της ύπαρξης λοιπόν αγγίζει όλη τη Δημιουργία και οπωσδήποτε δια των αλληγορικών αναφορών στο ζωικό βασίλειο παρουσιάζεται μα και τονίζεται περισσότερο η ανθρώπινη αδυναμία μπροστά στον θάνατο και τη φθορά. Επίσης ο ποιητής χρησιμοποιεί συχνά κατά την εκδίπλωση των στίχων του μυθολογικές φιγούρες ή ιστορικά πρόσωπα που συντείνουν στη δραματικότητα της ποίησης αυτής. Γοργώ, Εκάτη, Αγαύη, Μέδουσα, Κασσάνδρα, Αγαμέμνων, Τειρεσίας, Βαλκυρία, αιμοδοτούν με το νοηματικό και ιστορικό τους υπόβαθρο το κείμενο και φανερώνουν ευκρινέστερα το σκεπτόμενο πίσω από τα προσωπεία αυτά ποιητικό πνεύμα. «Δυο νύχτες τρόμος η φωνή μου» θα διαβάσουμε κάπου ή για τον τόπο με τον φόβο όπου τα αηδόνια δεν έχουν λαλιά ή για το «σώμα στου λύκου το στόμα» ή μας μιλά για τον τρόμο των άστρων και των δαιμόνων του ουρανού (ως εποπτικών προφανώς δυνάμεων του ανθρώπινου δράματος). «Το μαχαίρι σου Κύριε πνίγεται στο αίμα μας» θα διαβάσουμε αλλού, διότι ναι, συγκεκριμένη είναι η μοίρα των θνητών.
Η διαδικασία της ποιητικής γραφής (ή και της Τέχνης γενικότερα) είναι εκείνη που μπορεί να προσφέρει στον άνθρωπο παρηγοριά και να υποστηρίξει την τραγική διαδρομή του μέσα στον κόσμο.
Ωστόσο η διαδικασία της ποιητικής γραφής (ή και της Τέχνης γενικότερα) είναι εκείνη που μπορεί να προσφέρει στον άνθρωπο παρηγοριά και να υποστηρίξει την τραγική διαδρομή του μέσα στον κόσμο και παρά ταύτα, ως ένδειξη συνεχούς πορείας αυτογνωσίας και εσωτερικού διαλόγου του ποιητικού υποκειμένου, να είναι ταυτοχρόνως οδυνηρή. «Τη ζωή μου την ξεκλείδωσα / κεντώντας τα σπλάχνα μου» θα μας πει. Αλλά και «παίζοντας με τις λέξεις [...] την Άγρια Νύχτα / εμπαίζουμε» (προσοχή θα έλεγα εδώ, η Νύχτα γράφεται με κεφαλαία γράμματα) ή «τα μολύβια μου είναι τα φίδια μου» (τα φίδια-πλοκάμια του φοβερού πλάσματος Μέδουσα δια του οποίου πρωτότυπα εξεικονίζεται το σώμα του ποιητικού λόγου). Ή πάλι δυο κυκλάμινα στα χέρια (δηλαδή η ομορφιά) θα χρησιμοποιηθoύν σαν άμυνα έναντι του θανάτου. Οι λέξεις γίνονται είτε «φτερούγες για πουλιά / μαθαίνουν να πετάνε», είτε εκτελούν την επικοινωνία με την άβυσσο του εσωτερικού εαυτού. Ωστόσο «οι ρίμες δειλιάζουν» θα δούμε σε άλλο σημείο, δηλαδή η ζωή δεν περιγράφεται επαρκώς από την Τέχνη, είτε αυτή δεν είναι ικανή να επιφέρει την απόλυτη ηρεμία του πνεύματος. Ένα ποίημα λοιπόν θα το τιτλοφορήσει «Ερατώ», θέλοντας προφανώς να δείξει και πάλι τη σχέση του με τη μούσα της Ποίησης. Θα διακινδύνευα την ερμηνεία ότι η παρουσία στο κείμενο της μυθολογικής Αγαύης (η οποία σκότωσε σε ώρα βακχικής παραφροσύνης τον γιο της), σημαίνει κατά τον Δ. Λαμπρέλλη ακριβώς ότι το ποίημα εξέρχεται από τα σπλάχνα του δημιουργού ζεστό, αλλά κατόπιν επιβάλλεται η τελική του διαμόρφωση αποβάλλοντας περιττές λεκτικές μα και συναισθηματικές επικαλύψεις, ώστε κάποιοι στίχοι ή και ολόκληρα ποιήματα τελικά να θυσιάζονται προς χάριν των κανόνων της αρμονίας της μορφής. Ενδιαφέρουσα στη γενικότητά της και η κατά τόπους χρήση της ομοιοκαταληξίας, όταν βέβαια κατορθώνει να είναι επαρκώς ευρηματική. Δείγμα συνθετικής ποιητικής ευφυίας αποτελούν κάποιοι –σχεδόν– αναγραμματισμοί όπως «τα γάντια της νύχτας» που διαβάζουμε στο πρώτο ποίημα της συλλογής ή «τα νύχια της γάτας» που διαβάζουμε στο δεύτερο. Τα νύχια της γάτας αυτά μάλιστα θα μας θυμίσουν το ποίημα ακριβώς με τίτλο «Στο νύχι της γάτας» του Κ. Στεργιόπουλου, όπου και εκεί κατ’ αναλογίαν διαβάζαμε: «Αλλά γιατί για να μιλάμε για θάνατο; / Υπάρχουν τόσοι θάνατοι ζωντανοί!»
Ο άνθρωπος όμως, παρά τη φιλοσοφική μελέτη του θανάτου, σχεδόν ποτέ δεν είναι έτοιμος για το ταξίδι χωρίς γυρισμό. «Δεν είναι εδώ, δεν είναι εδώ το τέρμα μας» αναφωνεί (στην τελευταία μάλιστα σελίδα του βιβλίου με παράπονο ή και θυμό το ποιητικό υποκείμενο και στο πρόσωπό του ασφαλώς ο καθ’ όλου άνθρωπος), αδυνατεί δηλαδή να παραδεχθεί το γεγονός, ακόμα και την ώρα που το βλέπει να πλησιάζει. Στο παιχνίδι του σκακιού με τον ουρανό (γλωσσικό σημείο της έκφρασης του θεϊκού και του αιώνιου) οι κινήσεις είναι πάντα μετρημένες και ο νικητής γνωστός εκ των προτέρων. Ωστόσο, για να μην κλείσω απαισιόδοξα, κρατήστε στα χέρια σας ή ακόμα καλύτερα (λέω εγώ) φυτέψτε κυκλάμινα. Δεν έχει άλλοτε –δια στόματος Φιοντόρ– ειπωθεί πως «η ομορφιά θα σώσει τον κόσμο»;
* Η ΚΥΡΙΑΚΗ ΑΝ. ΛΥΜΠΕΡΗ είναι ποιήτρια.
Τελευταίο της βιβλίο, η ποιητική συλλογή «Ορμητικοί οι φθόγγοι ως το χάνομαι» (Εκδόσεις των Φίλων).
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΛΑΜΠΡΕΛΛΗ