Για την ποιητική συλλογή του Κώστα Μαυρουδή «Τέσσερις εποχές – Τέσσερις πίνακες και τέσσερα ποιήματα» (εικονογράφηση Χρόνης Μπότσογλου, εκδ. ΑΩ).
Της Διώνης Δημητριάδου
O Wallace Stevens λειτουργεί προλογικά εισάγοντάς μας στην ποιητική-εικαστική σύνθεση των «Τεσσάρων Εποχών»: …η αρχική ιδέα γίνεται ερημίτης/ μέσα στις μεταφορές του ποιήματος («Σημειώσεις για ένα υπέρτατο μύθο», 1942).
Τέσσερα ποιήματα του Κώστα Μαυρουδή βρίσκουν το εικαστικό τους συμπλήρωμα από τον Χρόνη Μπότσογλου με τέσσερις ζωγραφιές, κι έτσι συνιστούν μία πολύτροπη ενδιαφέρουσα πρόταση.
Η ποιητική γλώσσα, από τη φύση της υπαινικτική, περικλείει την αρχική ιδέα μέσα στη μεταφορικότητα των εκφράσεων – ικανός λόγος για να θεωρηθεί από τους αστόχαστους των αναγνώσεων βαρύ φορτίο το περιεχόμενό της και ασαφές. Ωστόσο, όσοι τολμούν να εισχωρήσουν στο τοπίο της, ξέρουν πώς να αχνοπατούν πίσω από τις λέξεις. Η αρχική ιδέα (όσο κι αν είναι ερημική και αποκλειστικά ανήκουσα στον ποιητή) προσφέρεται στον αποδέκτη της ποίησης σε μια προσωπικά δική του ερμηνεία, καθιστώντας το ποιητικό τοπίο ακόμη πιο ενδιαφέρον μέσα στον πλούτο των διαφορετικών αναγνώσεων. Τέσσερα ποιήματα του Κώστα Μαυρουδή (από το έργο Τέσσερις Εποχές, εκδ. Κέδρος) βρίσκουν, σ’ αυτή την έξοχη αισθητικά έκδοση από τις εκδόσεις ΑΩ, το εικαστικό τους συμπλήρωμα από τον Χρόνη Μπότσογλου με τέσσερις ζωγραφιές, κι έτσι συνιστούν μία πολύτροπη ενδιαφέρουσα πρόταση. Είναι άραγε η εικόνα επεξηγηματική του λόγου; Βοηθάει την εισχώρηση στην αρχική ιδέα ως εικαστική εκδοχή της; Ή μήπως λειτουργεί με τη δική της αυτονομία, κι ας ήταν ο ποιητικός λόγος η αφορμή της; Το ερώτημα ανοιχτό για να απαντηθεί από τον αποδέκτη του έργου, τον αναγνώστη.
Η Άνοιξη, η υποσχετική, ανοίγει τη «συνομιλία». Πλάι στα φθαρτά και πρόσκαιρα του καθημερινού βίου. Τα αντικείμενα που φιλοδοξούν μόνο να διατηρήσουν το ευτελές τους σώμα σε ένα μουσείο για τα προσφιλή αλλά απολεσθέντα του παρελθόντος ανεπιστρεπτί. Τα χρηστικά που πλέον έχασαν το κεντρικό τους νόημα, άχρηστα μπροστά στις εξελίξεις των καιρών. Η αγαπημένη δεκαετία του ’50 παρούσα πάντοτε στη μνήμη, που ανακαλεί τις προηγούμενες ηλικίες μέσα από γραφικές πλέον εικόνες. Τα «εφήμερα μέχρι ανυπαρξίας» χρηστικά εργαλεία στο εργαστήρι του τσαγκάρη δεν έχουν την επίγνωση του χρόνου, που γράφει πάνω τους και βαθμιαία τα καταργεί. Ανύποπτα πορεύονται στην ταπεινή ζωή τους και δεν νιώθουν να τα αγγίζει καθόλου η σκιά ενός «απρόοπτα γκρίζου ουρανού». Κι έπειτα έρχεται η εικόνα να εστιάσει στον τεχνίτη της φθαρτής ύλης, που με έμπειρα χέρια μαστορεύει και δημιουργεί, με την ενδόμυχη ελπίδα πως ό,τι φτιάχνει προώρισται για αέναη χρήση. Στην άκρη ίσα που ξεπροβάλλει η μορφή του παιδιού – ίσως η πλέον υποσχετική εικόνα, μετουσίωση της Άνοιξης. Κι αμέσως το όλον (λόγος και απεικόνιση) αποκτά μια διάσταση διαφορετική και δυνητικά μια ερμηνεία περικλείουσα τη μάταιη ελπίδα, τον μείζονα πόθο:
Οι απουσίες παραμένουν με το δικό τους βάρος, τίποτα δεν αλλάζει την ακινησία των προσώπων, που αναπαύονται αθέατα και κατακρεουργημένα από τον χρόνο στα κατά τόπους κοιμητήρια.
Το Καλοκαίρι με την αραβική του ζέστη εισβάλλει καταλυτικά κι έτσι αρχίζει το ταξίδι της μνήμης προς τον πίσω χρόνο, αυτόν που αδυνατεί να βιωθεί αλλιώς, καθόσον ανεπαρκής και ατελέσφορος ο πόθος του ανθρώπου να επέμβει δραστικά στο παρελθόν του. Ένας Αύγουστος στο Λουτράκι θα διακοπεί στις μνήμες του από απρόσμενο τηλεφώνημα που φέρνει έναν καταιγισμό γεγονότων, ονομάτων και χρονολογιών – ποιο το όφελος; Οι απουσίες παραμένουν με το δικό τους βάρος, τίποτα δεν αλλάζει την ακινησία των προσώπων, που αναπαύονται αθέατα και κατακρεουργημένα από τον χρόνο στα κατά τόπους κοιμητήρια. Στην ουσία η μόνη διάσταση του χρόνου που μας αφορά είναι η μνήμη, απολύτως προσωπική και ιδιαζόντως επιλεκτική, που διασώζει τα κομμάτια της ζωής προβάλλοντάς τα κατά βούληση και αυθαιρέτως. Συνειρμοί που διακόπτουν την ποιητική αφήγηση (πόσο όμορφα ξέρει ο ποιητικός λόγος να ιστορεί!), ενώ αυτή θα ήθελε να είναι διαρκής και συνεχής όπως ο χρόνος – μόνο που αυτός ερήμην της κυλάει και τη διασπά. Όσα διασώζονται μέσα από φωτογραφίες, από αφηγήσεις, από προσκλητήρια νεκρών, όλα υπενθυμίζουν πως η φυγή μόνον προς τα εμπρός υφίσταται ως έννοια· η μνήμη, μοναχική και αυτόνομη, μόνον αυτή, ανελλιπώς θυμάται το ραντεβού της με τον χρόνο. Η εικόνα εδώ, στην ευφυή της μείξη, απομονώνει αυγουστιάτικη σκηνή που αποπνέει τη ζέστη της, κι αφήνει στη μια της άκρη μια ώριμη πλέον μορφή να μας κοιτάζει κατάματα και έναν Λόρκα στοχαστικό στην άλλη, στο πορτραίτο του ’30 (όπου/σαν/την/κατάνυξη/λάμπει/μοναχική/η/μπριγιαντίνη/μέχρι/σήμερα)· μια υπόμνηση πως όλα καταργούν την ύλη τους την πρόσκαιρη, ωστόσο κάτι φθαρτό διατηρεί μια μνημονική ακόμη παρουσία. Και η ποιητική αρωγή (έτσι, λοιπόν, στερεώνονται τα γεγονότα;) έρχεται δηλωτική της επιθυμίας για διάρκεια: […] ενώ ξέρω θα ήθελες έναν τραυλό αιώνα να μην μπορεί να βγάλει λέξη, η κάθε φράση του να διαρκεί επ’ άπειρον, να μην χρειάζεται να στερεώνεις με τη στιχουργική τα γεγονότα.
Το Φθινόπωρο εικαστικά δοσμένο με δύο φιγούρες που μοιάζει να συνομιλούν, μέσα σε τοπίο που προμηνύει την αλλαγή της εποχής, ενώ ένα πρόσωπο προβάλλει σε προφίλ στην άκρη της εικόνας – χωρίς καμία από τις τρεις μορφές να μας κοιτάζει, εμάς τους αναγνώστες. Το ποιητικό τοπίο είναι που κυριαρχεί εδώ, με τη δική του οπτική και αδιαφορεί για την αναγνωστική του ερμηνεία. Ωστόσο, ο αναγνώστης ρωτάει: Ποιος είναι ο σύντροφός σας στο ταξίδι;/Υπήρξε όντως η λουτρόπολη, το καφενείο και οι φιγούρες των υπερηλίκων; ακριβώς γιατί αγνοεί πως τα ποιητικά τοπία δεν απαντούν· μονάχα υπάρχουν. Ο ποιητής που κατοικεί στο ποίημα δίνει την αρμόζουσα απάντηση: Η λουτρόπολη είναι μια λουτρόπολη.
Το θέμα είναι να συλλάβεις την απειλή που κρύβει κάθε τέλος. Κι αν το τέλος μιας εποχής προμηνύει τη συνέχειά της με άλλη μορφή, η δική μας θνητή παρουσία δεν μπορεί να ελπίζει σε διάρκεια και σε υποσχετική εναλλαγή. Άλλο αν ο ποιητής, κινούμενος στον δικό του προνομιακό χώρο, μπορεί να μιλά για τη γοητεία ενός τόπου που προσλαμβάνεται νοητικά ως διαρκώς ανανεούμενος παίρνοντας την προβλεπόμενη παράταση ζωής, ανύπαρκτη για τη θνητότητα.
Ο Κωστας Μαυρουδής |
Πόσο μετράει ο χρόνος στην αντίληψη ενός παιδιού; Ο Χειμώνας, ως τέταρτη εποχή, θα μπορούσε να είναι μια ιατρική επίσκεψη σε άρρωστο παιδί, που τα χρονικά διαστήματα (και ο κοινός φόβος για το ανελέητο που κρύβουν μέσα τους) έχουν την πρόσκαιρη σημασία τεσσάρων ημερών, ως να περάσει η αδιαθεσία και να επανέλθουν όλα στη φυσιολογική τους σειρά. Η εξαπάτηση για την ουσία του χρόνου λειτουργεί στο άωρο, το άγουρο παιδί. Ωστόσο η ποιητική σκηνή της κιμωλίας, που μειώνει το σώμα της στα χέρια του δασκάλου, μετρά αλλιώς τον χρόνο ως φθορά των υλικών και δίνει τα πραγματικά μεγέθη:
Οι κομμένες και κοφτές συλλαβές, έτσι όπως πέφτουν μία προς μία, ακούγονται σαν τα χτυπήματα του χρόνου πάνω στη φθαρτή ζωή μας.
Οι κομμένες και κοφτές συλλαβές, έτσι όπως πέφτουν μία προς μία, ακούγονται σαν τα χτυπήματα του χρόνου πάνω στη φθαρτή ζωή μας. Έντονη αντίθεση και στην εικόνα, που υπογραμμίζει το νόημα της σκηνής με τον δάσκαλο να γράφει επιτελώντας την προσωπική του πορεία, την ίδια ώρα που ο χρόνος φθείρει τα αντικείμενα και παραπλανά τη θνητότητα προσφέροντας στο πρόσωπο του μικρού παιδιού, στην άκρη της εικόνας, μια απατηλή διάρκεια των υλικών πραγμάτων.
Τέσσερις πίνακες, τέσσερα ποιήματα, μια αγαστή συμφωνία ανάμεσα στον ζωγράφο και τον ποιητή. Μια απόπειρα περιδιάβασης των χρονικών διαστημάτων (ασύλληπτων έτσι κι αλλιώς) μέσα από την αλλαγή των εποχών. Μόνο που αυτές αλλάζουν ερήμην μας, αγνοώντας, όπως είναι φυσικό, τον δικό μας συμβατικό διαχωρισμό τους. Τις εικόνες τους μόνον οικειοποιούμαστε, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να εισχωρήσουμε στο τοπίο του χρόνου. Μια εξαιρετική στο σύνολό της, όχι μόνο για την αισθητική της αλλά και για το περιεχόμενό της, ποιητική-εικαστική πρόταση.
* Η ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ είναι συγγραφέας.
Τελευταίο της βιβλίο, το μυθιστόρημα «Ο βιωμένος χρόνος» (εκδ. ΑΩ).
→ Στην κεντρική εικόνα απόσπασμα από το έργο του Χρόνη Μπότσογλου «Καλοκαίρι».