Για την ποιητική συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ «Με άλλο βλέμμα» (εκδ. Καστανιώτη).
Της Άλκηστης Σουλογιάννη
Όσοι έχουμε επιλέξει να ακολουθήσουμε με συνέπεια και με αντίληψη συγχρονίας την Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ κατά την ανάπτυξη της δημιουργικής παραγωγής της από τη δεκαετία του 1970 μέχρι σήμερα (με αναδρομικές πάντως αναζητήσεις και σε τεκμήρια εντοπιζόμενα στο δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας 1960 που προειδοποιούσαν για μια συνειδητή λογοτεχνική γραφή υψηλών αξιώσεων), εξασφαλίζουμε ευκαιρίες για δημιουργικές επισκέψεις σε σημασιολογικά και αισθητικά τοπία που αποτυπώνουν με ιδιαιτέρως παραστατικό τρόπο διαδρομές του εσωτερικού ανθρώπου σε απόλυτη έννοια, κατά παραβίαση προσδιοριστικών σημείων αναγνώρισης, όπως θα έλεγε η Κική Δημουλά, που ανιχνεύονται στην κυριολεκτική επιφάνεια του κειμένου.
Οι διαδρομές αυτές αποδίδουν το προσωπικό, βιωματικό ισοδύναμο της εμπλοκής του εσωτερικού ανθρώπου στη ροή του γενικού χρόνου με όσα συναποκομίζει ως φορτίο εννοιών και συν-/αισθημάτων, ως προϊόντα επικοινωνίας με την εξωτερική πραγματικότητα και ως περιεχόμενο του ονείρου και της φαντασίας, εντέλει ως επιχειρηματολογία που αναπτύσσεται στο πλαίσιο του ατέρμονος διαλόγου ανάμεσα στη ζωή και στον θάνατο.
Οι διαδρομές αυτές αποδίδουν το προσωπικό, βιωματικό ισοδύναμο της εμπλοκής του εσωτερικού ανθρώπου στη ροή του γενικού χρόνου με όσα συναποκομίζει ως φορτίο εννοιών και συν-/αισθημάτων, ως προϊόντα επικοινωνίας με την εξωτερική πραγματικότητα και ως περιεχόμενο του ονείρου και της φαντασίας, εντέλει ως επιχειρηματολογία που αναπτύσσεται στο πλαίσιο του ατέρμονος διαλόγου ανάμεσα στη ζωή και στον θάνατο. Το μέχρι τώρα ποιητικό έργο της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ φαίνεται να μετρά τη μακρά διάρκεια αυτών των διαδρομών, με στέψη αναγνωριζόμενη στην ποιητική συλλογή Η ανορεξία της ύπαρξης (2011).
Στο πλαίσιο αυτό τα κείμενα της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ αποτελούν εύφορα πεδία ανάπτυξης θεμάτων με γενικό ενδιαφέρον και γενική εφαρμογή, όπως: το περιεχόμενο του εσωτερικού ανθρώπου απέναντι στην εξωτερική ή αντικειμενική πραγματικότητα, η σχέση του εσωτερικού ανθρώπου με τη φύση, το ειδικό βάρος των διαπροσωπικών σχέσεων, το διφυές σχήμα αγάπη/έρως, η απώλεια, η φθορά, η ροή του χρόνου, η μοναξιά ως αντιπαράθεση της ανθρώπινης μονάδας προς την ανθρώπινη κοινότητα, η μνήμη ως παραμυθητική παραβίαση της ισχύος του θανάτου και η φαντασία ως παραμυθητικό υποκατάστατο της ζωής, η υπέρβαση των ορίων ανάμεσα στα εσωτερικά και στα εξωτερικά τοπία. Τα θέματα αυτά σε συγχρονική διαχείριση προσδιορίζουν την οργάνωση των κειμενικών κόσμων που αντιστοιχούν στις ποιητικές συλλογές της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ, ενώ η διαχρονική και πολυεστιακή αντιμετώπιση αυτών των θεμάτων αποτυπώνει την εξέλιξη ενός πρωτότυπου κειμενικού σύμπαντος.
Δύο βιβλία ακολουθούν τη σειρά των ποιητικών συλλογών της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ, με τους τίτλους Της μοναξιάς διπρόσωποι μονόλογοι (σύνθεση διαλογικών μερών, 2016) και Των αντιθέτων διάλογοι και με τον ανήλεο χρόνο (διαλογικά μέρη, ποιήματα, κείμενα με αφηγηματική οικονομία αλλά και με έντονο ρυθμό, 2018). Εδώ αναγνωρίζουμε αφενός τον δραματικό διάλογο του δημιουργού ως εσωτερικού ανθρώπου με τον κόσμο των εννοιών ως προσωπείων αυτού του ίδιου, δηλαδή στην ουσία μονολόγους του δημιουργού-εσωτερικού ανθρώπου με τη συνακόλουθη ροή του περιεχομένου της συνείδησης όπου ανιχνεύονται αμφισβητήσεις, αμφιβολίες, επιβεβαιώσεις, ανατροπές, αναδιφήσεις, αποδοχές και απορρίψεις, και αφετέρου την εξίσου δραματική αντιπαράθεση του δημιουργού με τον κόσμο των προσωποποιημένων εννοιών ως μια διαδικασία ισορροπίας ανάμεσα στην υποκειμενική (εντέλει κειμενική) πραγματικότητα και στον εξωτερικό, αντικειμενικό κόσμο, στις διεργασίες του οποίου συμμετέχει ο δημιουργός ως εσωτερικός άνθρωπος προβάλλοντας το κοινωνικό προσωπείο του.
Τώρα, στο νέο βιβλίο της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ υπό τον τίτλο Με άλλο βλέμμα, ως σύνθεση ποιημάτων δομημένων με ποικίλες μορφές ελεύθερων στίχων και με την παρέμβαση επίσης ποικίλων μορφών παρηχήσεων, ο δημιουργός ως εσωτερικός άνθρωπος (φαίνεται να) απευθύνει πρόσκληση προς την κοινότητα των αναγνωστών ώστε να ανιχνεύσουμε μαζί του διαδικασίες εξοικείωσης με το βαρύ φορτίο του προσωπικού χρόνου όταν πλέον στην κοίτη της ροής του θα συναντούμε πυκνό «συνωστισμό» βιωμάτων και εμπειριών. Στην ουσία η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, με τον ιδιαίτερο παραστατικό τρόπο που εξασφαλίζει τη δημιουργική πρόσληψη της όψης των κειμένων της σε συνδυασμό με την κατάδυση στη βαθιά διαστρωμάτωση των σημαινομένων, αποδίδει μια αναδρομική επίσκεψη στο περιεχόμενο του προσωπικού χρόνου, όπου συνδιαλέγονται πρόσωπα και τόποι, αναμνήσεις και παραισθήσεις, αλήθειες και ψεύδη, όσα συνηθίζουμε να αποκαλούμε πραγματικότητα και όσα αντιπροσωπεύει η φαντασία.
[...] η αυτογνωσία αποκαλύπτεται ως συναίσθηση αδιεξόδων, η αντιπαράθεση ανάμεσα στη ζωή και στον θάνατο ισοδυναμεί με αντιπαράθεση ανάμεσα στον έρωτα και στον θάνατο, η βούληση αντικαθίσταται από το υπαρξιακό κενό, η φαντασία καλύπτει τις ελλείψεις της πραγματικότητας, τα σύνορα ανάμεσα στην αλήθεια και στο ψεύδος παραβιάζονται διαρκώς, οι ελλείψεις και οι επαναλήψεις αποτελούν μονάδες μέτρησης για τη ροή του προσωπικού χρόνου.
Την εστίαση κατέχει το χωροχρονικό σημείο που δεσμεύει τη σύνθεση του κειμενικού κόσμου στο βιβλίο: Εδώ το παρόν κυριαρχεί ως τεκμήριο επιβίωσης, το παρελθόν φεύγει και η προοπτική του μέλλοντος μικραίνει, ρωγμές αρχίζουν να εμφανίζονται στη δεξαμενή της μνήμης όπου σκοτάδια διαπερνούν το αποθησαυρισμένο υλικό, κατά τον έλεγχο αρχών και αξιών του βίου η αυτογνωσία αποκαλύπτεται ως συναίσθηση αδιεξόδων, η αντιπαράθεση ανάμεσα στη ζωή και στον θάνατο ισοδυναμεί με αντιπαράθεση ανάμεσα στον έρωτα και στον θάνατο, η βούληση αντικαθίσταται από το υπαρξιακό κενό, η φαντασία καλύπτει τις ελλείψεις της πραγματικότητας, τα σύνορα ανάμεσα στην αλήθεια και στο ψεύδος παραβιάζονται διαρκώς, οι ελλείψεις και οι επαναλήψεις αποτελούν μονάδες μέτρησης για τη ροή του προσωπικού χρόνου.
Κυρίως το σώμα αναγνωρίζεται ως παραστατική απόδοση της εσωτερικής/υποκειμενικής πραγματικότητας και αποτελεί οντότητα αυθύπαρκτη ανεξάρτητα από τη λειτουργικότητα ή χρήση αυτού κατά την κοινή αντίληψη. Η σχέση του σώματος με την ψυχή και η σχέση του σώματος με τη σκιά του συνθέτουν αυξημένα σύνολα συνώνυμα της ύπαρξης. Όταν η ροή του προσωπικού χρόνου μετράται ήδη μακρά, η αφή απομένει ως η μόνη δίοδος επικοινωνίας του εσωτερικού ανθρώπου με την εξωτερική πραγματικότητα. Ενώ στη «δύση του σώματος» απομένει ακριβώς η μνήμη της αφής συνοδευόμενη από τη μνήμη της σκιάς, για να παραπέμψω και στον Γιάννη Μεταξά (στην ποιητική συλλογή του Μετά, όμως, μετά …).
Εντέλει η αναδρομική επίσκεψη στο περιεχόμενο του προσωπικού χρόνου (μπορεί να) αποκαλύπτει εξωστρέφεια με τη συνακόλουθη πληρότητα βιωμάτων, εμπειριών και προσφοράς ενίοτε ανανταπόδοτης, απόλυτη ελευθερία χωρίς αποδοχή δεσμεύσεων με την αίσθηση «φόβου του κενού» (horror vacui), επιλογές που δεσμεύουν την ποιότητα της πορείας και της κατάληξης του βίου, επιλεκτική μοναξιά ως αντίδοτο για τις χαμένες ελπίδες, αλλά και τον αέρα που είναι «ο σωστός επίλογος μιας ολόκληρης ζωής». Με τον τρόπο αυτόν η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ συνεχίζει να προσφέρει ισχυρά τεκμήρια δημιουργικής γραφής.
Λόγος πνευματώδης, πλήρης συναισθήματος, παραστατικός και συνδηλωτικός, αφοριστικός, σαρκαστικός έως περιπαικτικός, με την αμεσότητα της εξωκειμενικής επικοινωνίας που διατηρεί με την πολιτισμική αγορά η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ ως αυτοαναφερόμενος δημιουργός, διεκπεραιώνει την οργάνωση των σημαινομένων στο βιβλίο, με έμφαση στη δόμηση των γραμματικών εικόνων που αντιστοιχούν σε εκδοχές αυτοπροσωπογραφίας και σε εντυπωσιακά πορτραίτα αφηρημένων και προσωποποιημένων εννοιών μέσα σε εξίσου εντυπωσιακές τοπιογραφίες, όπου το αχνό φάσμα των χρωμάτων υπόκειται στην ισχύ μιας ενδιαφέρουσας κειμενικής εφαρμογής για το κιαροσκούρο. Π.χ.: «βλέπω μόνο αναπαραστάσεις του εαυτού μου», «στενεύει, χλομιάζει, σβήνει / ο ορίζοντας του μέλλοντός μου», «Έρχεται ο έρωτας κι ο κόσμος / του καθενός λάμπει», «Αλλά υπάρχει ο αέρας. / Πότε βουίζει, πότε φυσάει δροσερός / τη φουρτούνα φέρνει και την απανεμιά», κυρίως το πορτραίτο του θανάτου που αποβάλλει το ένδυμα του δέους και μετεξελίσσεται σε ισότιμο συνομιλητή του εσωτερικού ανθρώπου: «Εγώ τώρα το θάνατο κατάματα κοιτώ / κι αδιάφορη μ’ αφήνει. / Με αγωνία δεν τον ρωτάω, να μαντέψω δεν / προσπαθώ / πόση ζωή μου μένει. / Ένας είναι μόνο ο σκοπός μου: / η επιβίωση».
Είναι σαφής η εμπλοκή τόσο του φαινομένου της μεταφοράς όσο και της ομόλογης αφοριστικής διατύπωσης στη δομή των γραμματικών εικόνων. Περαιτέρω παραδειγματικές εφαρμογές με το ιδιαίτερο ύφος της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ: «Τώρα απρόσωπη η μοναξιά / σαν συννεφιά όλο πυκνώνει / χωρίς όμως ποτέ να φέρνει τη βροχή», «Έλουζα την ύπαρξή μου μ’ ένα καινούριο φως / που θ’ άλλαζε αύριο πάλι τα ξημερώματα», «η φαντασία, ξεχασμένη σε μια γωνιά, / θρηνεί», «Όταν πλησίαζε η δύση του σώματός μου / είχα ακουμπήσει στη σοφία του χρόνου / και περίμενα να μου φανερώσει / την ουσία της αφής που είχα χάσει», «όταν η θλίψη κυριαρχούσε στην ψυχή / η ανάμνηση κι αυτή θρηνούσε». Επίσης: «Ο νέος άνθρωπος και δύναμη παίρνει από τη / μοναξιά», «Το άδειο αυτό πληγώνει βαθιά. / […] / Το άδειο αυτό είναι σαν ποτέ / να μην έχεις υπάρξει», «Το σώμα είναι πάντα αυτό που ήταν: / η μοναδική απόδειξη της ύπαρξής μας / […] / το σώμα τη δουλεία επιβάλλει / και γονατίζει την ψυχή», «Τώρα που το σώμα μου / είναι ολόκληρο απλωμένο στη δύση του / κατάλαβα πως η αφή, αυτή είναι η ουσία», «Είναι το παρόν, ο απόλυτος πια άρχων», «ό,τι έχασα είναι ό,τι πιο πολύτιμο / μου απομένει, γιατί αυτό μπορώ να το μετρήσω / να το αναλύσω, ν’ ανακαλύψω την αξία του», «Κάθε φορά που μια πράξη τελειώνει / ο άνθρωπος την ανάγκη νιώθει / έναν επίλογο να γράψει στο χαρτί ή στην καρδιά του».
Είναι φανερή η εμβληματική θέση του συγκεκριμένου αυτού βιβλίου στο συνεχώς διαστελλόμενο κειμενικό σύμπαν της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ ως συνειδητού δημιουργού και κυρίως ως σπουδαίου εσωτερικού ανθρώπου, που για μία ακόμα φορά προτείνει ατραπούς για την ελεύθερη περιήγηση σε σημασιολογικές και αισθητικές περιοχές εντός του κειμενικού κόσμου αλλά και εκτός αυτού.
Επιπλέον, ως δημιουργός που διατηρεί συνειδητή σχέση με την τέχνη (του λόγου, και όχι μόνον), η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ βρίσκει την ευκαιρία να προσφέρει (πάλι) και ορισμένα στοιχεία μεταγλωσσικότητας κατά την οργάνωση του κειμενικού κόσμου στο βιβλίο, τόσο στη διάσταση της αξιοποίησης γλωσσικού φαινομένου ως λογοτεχνικού υλικού (ανεξάρτητα από την κοινή χρήση της γλώσσας ως οχήματος για τη διεκπεραίωση σημαινομένων), π.χ.: «Γιατί οι αξίες είναι από τη φύση τους / ακριβές και δύσκολες. / Αλλάζουν, φεύγουν και επιστρέφουν. / Αίμα αληθινό και μεταφορικό / απαιτεί η επιβίωσή τους», όσο και στη διάσταση της αυτοαναφορικότητας της γραφής, π.χ.: «Κι όπως στενεύει, χλομιάζει, σβήνει / ο ορίζοντας του μέλλοντός μου / που πάντα λειτουργούσε σαν πηγή έμπνευσης / ακούγονται τώρα σιγανοί στεναγμοί / από χαμένες ελπίδες / που ίσως φέρουν την έμπνευση» (με τη συμμετοχή και της μεταφοράς), καθώς και: «Η ζωή μου πάντα με ξένες γλώσσες συνομιλούσε / κι έντυνα τη δική μου γλώσσα / με διαφορές και ομοιότητες / στης ζωής την έκφραση. / Η πιο τέλεια μετάφρασή μου ήταν / όταν “σε έρωτα μετέφρασα της ζωής το τέλος” / όταν το θάνατο με τη γραφή μου αγκάλιασα / και τον έκαμα μούσα. / Τώρα κακή μού φαίνεται / εκείνη η μετάφραση / γιατί καμιά μούσα / δεν έρχεται να με δοκιμάσει»: εδώ έχουμε αναφορά και στη μεταφραστική δραστηριότητα της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ, όπου εντάσσεται η εμβληματική έμμετρη μετάφραση για το εκτενέστατο έμμετρο μυθιστόρημα Ευγένιος Ονιέγκιν του Αλεξάντρ Πούσκιν (1799-1837).
Σε ομόλογο δε κλίμα εντάσσεται και η πρότασή της για μια μορφή νεολογισμού, όπως αποδίδεται με το ρήμα «επιλογώ», σε συνδυασμό με το σύνταγμα «Επίλογος αέρας» (ουσιαστικό σε χρήση επιθετικού προσδιορισμού) που λειτουργεί ως τίτλος στο αντίστοιχο, τελευταίο ποίημα της συλλογής Με άλλο βλέμμα, οδηγώντας προς την έξοδο του βιβλίου. Είναι φανερή η (επίσης) εμβληματική θέση του συγκεκριμένου αυτού βιβλίου στο συνεχώς διαστελλόμενο κειμενικό σύμπαν της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ ως συνειδητού δημιουργού και κυρίως ως σπουδαίου εσωτερικού ανθρώπου, που για μία ακόμα φορά προτείνει ατραπούς για την ελεύθερη περιήγηση σε σημασιολογικές και αισθητικές περιοχές εντός του κειμενικού κόσμου αλλά και εκτός αυτού. Π.χ. τα σημαινόμενα στο ποίημα «Με άλλο βλέμμα» που ομότιτλο εισάγει στην ποιητική συλλογή: «Με άλλο βλέμμα ήρθε η στιγμή / να δω τη ζωή μου, αυτή που σαν ανάμνηση / έμεινε πίσω όταν εγώ πήγαινα προς το αιώνιο μηδέν / […] / … στο λιόγερμα βυθίζομαι / και προσπαθώ», με άνεση είναι δυνατόν να οδηγήσουν στη μουσική του Ρίχαρντ Στράους (1864-1949) για τα Τέσσερα Τελευταία Τραγούδια, και κυρίως για το τέταρτο υπό τον τίτλο ακριβώς «Στο δειλινό» («Im Abendrot») σε ποίηση του Γιόζεφ φον Άιχεντορφ (1788-1857), όπου η παραστατική και συνδηλωτική απόδοση για την αποδοχή του θανάτου με επίγνωση πληρότητας βίου («η εξάντληση από την περιπλάνηση»).
Απόσπασμα από το βιβλίο
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΗΣ ΚΑΤΕΡΙΝΑΣ ΑΓΓΕΛΑΚΗ-ΡΟΥΚ