Για την ποιητική συλλογή της Ιουλίτας Ηλιοπούλου «Το ψηφιδωτό της νύχτας» (εκδ. Ύψιλον).
Της Κυριακής Αν. Λυμπέρη
Ίσως η αρχική σελίδα να τα ομολογεί όλα παραδίδοντας μια οιονεί περίληψη της συλλογής. Ένα νησί, ένας κήπος, ένα σπίτι τώρα κλειστό –η ευτυχία πια έχει τελειώσει– και η νύχτα που έρχεται και παφλάζει σαν θάλασσα βαθιά.
Την αίσθηση ενός ήπιου κυματισμού δίνει και ολόκληρη η ποίηση της Ιουλίτας Ηλιοπούλου.
Και οι στίχοι της κλεισμένοι μέσα σε μια άχνα, σαν από τζάμι. Το γυαλί διάφανο κι όμως η ορατότητα μικρή.
Αλλά την αίσθηση ενός ήπιου κυματισμού δίνει και ολόκληρη η ποίηση της Ιουλίτας Ηλιοπούλου. Και οι στίχοι της κλεισμένοι μέσα σε μια άχνα, σαν από τζάμι. Το γυαλί διάφανο κι όμως η ορατότητα μικρή. Άλλοτε φανερώνει κι άλλοτε αποκρύπτει εικόνες του πραγματικού, ανερμήνευτες για τα βέβηλα μάτια. Ο εσωτερικός κόσμος της ποιήτριας, όσο κι αν δείχνει να εκτίθεται στον αναγνώστη, έχει καλά φυλάξει τα μυστικά και τα τιμαλφή του. Ένας κόσμος του ονείρου, της νοσταλγίας, της μνήμης, των πόθων και της σιωπής. Ένας κόσμος «παιδιών που δεν θέλουν να μεγαλώσουν». Ένας κόσμος που φέρει στους κόλπους του διάσπαρτα όστρακα, φύκια, βότσαλα, κοράλλια, φλοίσβους, κύματα, καράβια, πευκοβελόνες, μπουκαμβίλιες, ιβίσκους, βασιλικά, δυόσμους, δάφνες, γιασεμιά κι ανθισμένες νερατζιές, γυαλάκια, πολύτιμους λίθους, γλάρους, πυγολαμπίδες. Κι ακόμα άστρα, σελήνες, θάλασσες, ανέμους, κύματα, νησιά, τους λόφους, το αλάτι των βράχων, τις κορυφογραμμές. Όλο δηλαδή το διάκοσμο της ομορφιάς. Μα και μνήμες από λέξεις, χάδια, συλλαβές, αγωνία, λύπες, μοναξιά, ματαιώσεις, ελπίδες, έρωτα, δάκρυα. Κι ύστερα, κρυφές ομιλίες, θροΐσματα φορεμάτων, νανουρίσματα, κραυγές, φιλιά, βόγκους. Αλλά και σκιές, φαντάσματα, προδοσίες, αυταπάτες, απώλειες και «των ονείρων τα ψέματα». Όλα δηλαδή τα ανθρώπινα. Μόνο «μια στιγμή να ανοίγει το πορτάκι στην ευτυχία». Κι όλα της ύπαρξης μετέωρα.
Μέσα στην ποίηση της Ιουλίτας Ηλιοπούλου επικρατεί ένα κλίμα τρυφερότητας, ονειροπόλησης και απουσίας. Μια γραφή χαμηλών τόνων με ωστόσο εμβόλιμες διατυπώσεις αιχμής, ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη φαντασία, την ανάμνηση και τη νοσταλγία, το χτες και το σήμερα, τη νύχτα και τις αναλαμπές του φωτός. Σύνολα λέξεων και εικόνων που σκεπάζουν μα και αποκαλύπτουν όλα τα χρώματα που κρύβονται στο μαύρο. Μια λεπταίσθητη φωνή που πότε διπλώνει και πότε ξεδιπλώνει τις ενστικτώδεις ορμές του έρωτα και του θανάτου. Η «λαχτάρα του έρωτα» από τη μία και από την άλλη «οι επιφάνειες των τοίχων του σπιτιού που κλείνουν ένα βαρύ από θάνατο τίποτα». Ένα σπίτι κι ένα νησί. Και στο σπίτι κρεβάτια, τζάμια, εταζέρες (όλες δηλαδή οι αποτυπώσεις του πραγματικού) μα και «καθρέφτες που δεν δείχνουν τίποτα», επειδή προφανώς τα πρόσωπα–πρόσωπο απουσιάζουν. Οι σκιές και τα φαντάσματα ωστόσο παρόντα. Το σπίτι ήταν «χτισμένο στην αμμουδιά» και γνωρίζουμε ότι ο άνεμος και το κύμα καταστρέφουν κάποτε τα έργα των ανθρώπων. Γιατί «μόνο μέσα στον ύπνο η αγάπη διαρκεί για πάντα». Και ο χρόνος κατοπτρίζεται αμείλικτος στα ρολόγια του. Ωστόσο οι απόντες ξέρουν να επιστρέφουν κομίζοντας και πάλι την ενέργειά τους. Ίχνη φιλιών και (ανείπωτων) ονομάτων, αλλά μόνο μέσα στη μνήμη της ποιήτριας, εμείς οι αναγνώστες δεν θα εισχωρήσουμε εύκολα στις εξομολογήσεις της, παρόλο που μας έχουν δοθεί αρκετά στοιχεία. Βεβαίως υποθέσεις είναι εύκολο να κάνουμε, μιας και η ποιήτρια υπήρξε η σύντροφος του μεγάλου μας ποιητή Οδυσσέα Ελύτη.
Σύνολα λέξεων και εικόνων που σκεπάζουν μα και αποκαλύπτουν όλα τα χρώματα που κρύβονται στο μαύρο. Μια λεπταίσθητη φωνή που πότε διπλώνει και πότε ξεδιπλώνει τις ενστικτώδεις ορμές του έρωτα και του θανάτου.
Και τότε μάλλον συνδέουμε τα γεγονότα με τις γραφές. Το νησί κατονομάζεται κάπου πλαγίως ως ISOLA DI SPEZIE (νησί των αρωμάτων) και έτσι συνήθιζαν να ονομάζουν οι Φράγκοι τις Σπέτσες. Εκεί γνωρίζουμε ότι ο Οδυσσέας Ελύτης περνούσε τα εφηβικά του καλοκαίρια, εκεί –διαβάζω στον τύπο– είχε πάει η ποιήτρια να επισκεφτεί το μέρος και πιθανά να ανασυστήσει μνήμες του ινδάλματός της. Ονόματα από τοποθεσίες του νησιού το καταδείχνουν άλλωστε και αποτελούν την πυξίδα μας και για τον ποιητικό της χάρτη. Ένα νησί, χώρος ποικίλλων γεγονότων κάποτε, ένα σπίτι τώρα της ερημιάς και της λύπης. Ένα όνομα πλανάται στον αέρα, ωστόσο συγκεκριμένη απεύθυνση σε κάποιον σπάνια παρατηρείται στη συλλογή. Όλα είναι γενικά και αόριστα μέσα στις περιγραφικές τους λεπτομέρειες. Αλλά το σπίτι (τίτλος άλλωστε και προηγούμενης συλλογής της) και το νησί δεν είναι πια κάποιο σπίτι και κάποιο νησί, αλλά ένας χώρος καταφυγής για το ποιητικό υποκείμενο, ένας τόπος ου τόπος «γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις» που «κουβανεί» μέσα στην ψυχή του, «το ωραίο ταξίδι» κάποιου που «συγκίνησις το πνεύμα και το σώμα του αγγίζει» (όπως θα έλεγε ο Καβάφης). Ένα σπίτι «χάρτινο» μάλιστα –διαβάζουμε κάπου–, το σπίτι του λόγου. Ή αλλιώς, ένας ατέλειωτος νόστος στον βαθύτερο εαυτό, στην ηλικία της ωριμότητάς του. Μάλιστα διατυπώνει (και μόνο από μια ποιήτρια ή συγγραφέα θα περίμενε αυτή τη διατύπωση κανείς) ότι και ο έρωτας μπορεί να είναι «μια ανταλλαγή λέξεων». Και επιπλέον «δεν μπαίνει κανείς ποτέ στον ίδιο έρωτα», κατ’ αναλογίαν βεβαίως που ο Εφέσιος φιλόσοφος θα έλεγε ότι κανείς δεν μπαίνει δυο φορές στον ίδιο ποταμό. Έχοντας όμως πλήρη επίγνωση του δράματος της ύπαρξης, αποφεύγει υπερβολές και εξάρσεις, φαίνεται να γειώνεται σε μια ήρεμη αποδοχή των συμβαινομένων. Διαλέγει έναν απαλό και ήσυχο τρόπο να περιγράψει τη ζωή. Ή και καμιά φορά την «παρά λίγο ζωή». Οι προσδοκίες δεν είναι μεγάλες. Θεωρεί πως δικαιοσύνη και αλήθεια θα μπορούσε να αποδώσει μόνο ένας «από μηχανής άνθρωπος» (σε αντιπαραβολή βεβαίως με τον από μηχανής θεό).
Η ποιήτρια συμμαζεύει και τακτοποιεί τα χαρτιά της (το έργο το ποιητικό) και καλείται να αντιμετωπίσει από την αρχή ήδη της συλλογής –παρόλο που σε επόμενες σελίδες προτίθεται να μας παραδώσει τις ψηφίδες που αποτελούν τη νύχτα της– το φως της ημέρας, να πάρει τις απαραίτητες ανάσες, παραμερίζοντας όλα αυτά που την καθηλώνουν. Και διαλέγει μέσα στον κόσμο τη στάση του θηρίου ή του θεού. Γιατί ανάλογα –θυμίζουμε– ο Αριστοτέλης αποφαινόταν ότι μοιάζει με θηρίο ή θεό αυτός που ζει στην πόλη χωρίς να έχει ανάγκη από τους άλλους κι όμως χωρίς να του λείπει τίποτα. Γιατί όχι; Μήπως οι αναμνήσεις και μόνο μιας μεγάλης ευτυχίας δεν είναι αρκετές; «Θα σ’ αγαπώ» διαβάζουμε ωστόσο στην τελευταία σελίδα της συλλογής. Επειδή πράγματι, τον τελευταίο λόγο έχει πάντα η αγάπη.
* Η ΚΥΡΙΑΚΗ ΑΝ. ΛΥΜΠΕΡΗ είναι ποιήτρια.
Τελευταίο της βιβλίο, η ποιητική συλλογή «Ορμητικοί οι φθόγγοι ως το χάνομαι» (Εκδόσεις των Φίλων).
→ Στην κεντρική εικόνα ο πίνακας του Μιχάλη Οικονόμου «Σπίτι που ονειρεύεται», λάδι σε φανέλα.
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΗΣ ΙΟΥΛΙΤΑΣ ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΥ