
Για την ανθολογία του Τόλη Νικηφόρου «Ίχνη του δέους – Επιλεγμένα ποιήματα 1966-2017» (εκδ. Ρώμη).
Της Κυριακής Αν. Λυμπέρη
Διανύοντας ήδη –όπως μαθαίνουμε από την έκδοση– το ογδοηκοστό έτος της ηλικίας του, ο ποιητής Tόλης Νικηφόρου αποφασίζει να κάνει τη δική του επιλογή ποιημάτων από το εκτεταμένο και πολύχρονο έργο του και να την παραδώσει στους αναγνώστες, παρουσιάζοντας προφανώς μια σύνοψη ενδεικτική και του υπολοίπου έργου, ή ίσως θέλοντας να υπομνηματίσει τα –κατά τη γνώμη του– πλέον ουσιώδη. Δεκαεννέα ποιητικές συλλογές και επιπλέον δύο επιμέρους συγκεντρωτικές, κατανεμημένες μεταξύ των ετών 1966 έως 2017, τον χαρακτηρίζουν ήδη ως έναν ακάματο εργάτη της ποίησης και του ονείρου. Μισός αιώνας ποιητικής δημιουργίας, για να μην αναφερθούμε και στα διηγήματα, μυθιστορήματα και παραμύθια του, τα οποία είναι ευάριθμα επίσης. Η γραφή λοιπόν στην πληρότητά της.
Εκείνο που προσδίδει στην ποίησή του έναν μυστικιστικό χαρακτήρα, είναι η αναζήτηση –διαμέσου των στίχων του– του απροσπέλαστου και του απόλυτου.
Κοινωνικής-πολιτικής χροιάς στην αρχή, αργότερα η ποίησή του σταδιακά μετατρέπεται σε υπαρξιακή-μεταφυσική. Ένας προσανατολισμός κατά την πρώτη περίοδο στην επισήμανση των κακώς κειμένων στις κοινωνίες μας, περιέχοντας όμως εν σπέρματι –με τον τρόπο που έχει γίνει η ανθολόγηση τουλάχιστον– και στοιχεία της δεύτερης περιόδου, π.χ. στίχους όπως «οι αλκυόνες... οι μακρινοί μου πρόγονοι», «το άπειρο μιλάει με τη φωνή μου» κλπ. Όπως θα σημείωνε στους στίχους του ο προγενέστερος του Τόλη Νικηφόρου ποιητής Νικηφόρος Βρεττάκος (στην αντίληψη της ποίησης του οποίου σε σχέση με την ποίηση του Τόλη Νικηφόρου βρίσκω μια εκλεκτική συγγένεια, τόσο ως προς το νοηματικό περιεχόμενο όσο και ως προς την απλότητα της γραφής και την αποπνεόμενη από τους στίχους γλυκύτητα), «κατά βάθος η ποίηση είναι μια ανθρώπινη καρδιά φορτωμένη όλο τον κόσμο». Πράγματι, μέσα στο έργο του Τόλη Νικηφόρου καταδεικνύεται και αναδεικνύεται με ευκρινή τρόπο η ιδιότητα εκείνη που ονομάζουμε ανθρωπιά. Σεβασμός για τη γυναίκα, τη μητέρα, την ερωμένη, τη σύντροφο και τη συνοδοιπόρο. Με κάθε υποταγή της, με κάθε αδικία σε βάρος της, με κάθε πόνο της δοκιμάζεται κι εκείνος. Και θεωρεί ότι η παρουσία της στη ζωή του αποτελεί «το πιο ωραίο ποίημα». Το παιδί επίσης έχει ιδιαίτερη θέση στην ποίησή του και σε αυτό έχει χαρίσει κάποιους από τους καλύτερους στίχους του. Δεν ξεχνάμε τα νήπια-αγγέλους του διπλανού νηπιαγωγείου, που με τους «ζεστούς σκούφους» και τις «μαγικές τους μπότες» στολίζουν ήδη με πλήρη αθωότητα τις σελίδες του, καθώς –θεωρώ– και το σώμα της ελληνικής λογοτεχνίας. Ομοίως και το εξαιρετικό ποίημα με τίτλο «Όταν πεθαίνει ένα παιδί 1», όπου, σε μια κορυφαία σύλληψη, το παιδί που πεθαίνει με πρησμένη από την πείνα κοιλιά στις υπανάπτυκτες χώρες είναι σαν να πεθαίνει στο κατώφλι μας και αντανακλά ασφαλώς την ντροπή μας για την αδράνειά μας. Τουλάχιστον ο ποιητής μπορεί με τις λέξεις να κάνει το χρέος του, «σαν πρόκες πρέπει να καρφώνονται οι λέξεις», έχει επισημάνει στο παρελθόν ο ποιητής Μανώλης Αναγνωστάκης. «Οι δικές μας οι λέξεις μυτερές σαν καρφιά» υπερθεματίζει ο Τόλης Νικηφόρου, αλλά ταυτοχρόνως μπορεί να είναι «στα χείλη μια αχτίδα φως». Με τις χαρές του έρωτα έχει επίσης ασχοληθεί στις συλλογές του, με έναν τρόπο που προβάλλει τόσο τη διάσταση της ερωτικής απόλαυσης («είμαι ένα πυρωμένο σίδερο / που ανεξίτηλα χαράζει στη μήτρα σου το μέλλον») όσο και εκείνην της ιδιαίτερης ψυχικής επαφής των εραστών («... μ’ όλα τα γράμματα / μ’ όλα τα ρήματα / τα επιφωνήματά μου / με τη σιωπή μου σ’ αγαπώ.»), καθώς ο άνθρωπος βεβαίως είναι μια ολότητα ψυχοσωματική και ως τέτοια πρέπει να αντιμετωπίζεται. Ωστόσο, οι μεγάλοι έρωτες δεν μπορούν καν να περιγραφούν, θεωρεί, αλλά προέχει η βίωση του ρίγους τους. Έχει αναφερθεί επιπλέον στα αδύναμα και ανυπεράσπιστα πλάσματα του ανθρώπινου, αλλά και του ζωικού ακόμα βασιλείου: απόκληρους, καταδικασμένους, αδέσποτα, αλλά και (στις πρώτες του ιδίως συλλογές) στους αγωνιστές και τους επαναστάτες όπου γης, των οποίων τα οράματα έχει συμμεριστεί. Η πόλη όπου διαμένει επίσης, η Θεσσαλονίκη, προβάλλεται στο έργο του με χαρακτηριστικές πινελιές. Ακόμα τον θάνατο, τη μοίρα αυτή του ανθρώπου, που δεν μπορεί να αγνοηθεί από κανέναν αληθινό δημιουργό, φαίνεται να τον κοιτάζει ο ποιητής μας με ψύχραιμο εξασκημένο βλέμμα και χωρίς μεμψιμοιρίες, αφού «το θηρίο πρέπει να το κοιτάζει κανείς στα μάτια». Ο θάνατος μάλιστα κάποτε παρουσιάζεται ως δικαιοσύνη (προφανώς κατ’ αντίθεση με την επικρατούσα στον κόσμο αδικία) και ως χώρος απόλυτης ελευθερίας (εννοεί ασφαλώς ότι, παρόντος του θανάτου, δεν δεσμεύεται πια κανείς από ανάγκες και επιθυμίες). Φυσικά πολλές φορές επισκέπτεται με τη σκέψη του τους αγαπημένους του νεκρούς, πατέρα και μητέρα, καθώς και το πατρικό παλιό σπίτι, αντλώντας από αυτούς την τρυφερότητα που γνώρισε κοντά τους, τη δύναμη που χρειάζεται για να συνεχίσει.
Και το φως –μεταξύ των άλλων διατυπώσεών του γι’ αυτό– το θεωρεί, επαναληπτικά μάλιστα, “πατρίδα”. Υμνεί το φως, όπως αναφέρει, για να εξορκίσει το σκοτάδι. Με τους στίχους του επίσης θεωρεί ότι “εξορκίζει τον πόνο και το θάνατο”. Και αναφωνεί: “Με το δικό μου όνομα γράφω το δικό σας πόνο”.
Αλλά εκείνο που προσδίδει στην ποίησή του έναν μυστικιστικό χαρακτήρα, είναι η αναζήτηση –διαμέσου των στίχων του– του απροσπέλαστου και του απόλυτου, η αναφορά σε σημείο κάποιας συλλογής του στα Ακασικά Αρχεία (μια έννοια των αποθηκευμένων σε έναν αιθέριο χώρο πράξεων, σκέψεων και γεγονότων που συνέβησαν ή θα συμβούν σε όλους τους αιώνες), η εξύμνηση του φωτός και του θαύματος του κόσμου. Μάλιστα ο τίτλος της συγκεντρωτικής συλλογής ίσως να βασίζεται στο ποίημα ακριβώς όπου ο ποιητής αντλεί τους στίχους του άνωθεν, από τα αρχεία του κόσμου, ιχνηλατεί με δέος το απρόσιτο. Το μολύβι και το χαρτί βεβαίως είναι η κατάλληλη ύλη για τους ψαλμούς του. Και δεν δείχνει ούτε στα ογδόντα του χρόνια να μπορεί να τα αποχωριστεί. «Ναι, στο μολύβι που επιμένει» λοιπόν και μάλιστα, όπως λέει, χωρίς την μεσολάβηση των πλήκτρων. «Γράφουμε για να ζωγραφίσουμε / με λέξεις την ψυχή μας» διατυπώνει κάπου και «κάποτε να φτάσουμε εκεί / όπου όλα τα ποιήματα του κόσμου / είναι πριν από την αρχή γραμμένα / κάποτε έκθαμβοι θα οδηγηθούμε / στο λόγο που μας έδωσε πνοή». Και το φως –μεταξύ των άλλων διατυπώσεών του γι’ αυτό– το θεωρεί, επαναληπτικά μάλιστα, «πατρίδα». Υμνεί το φως, όπως αναφέρει, για να εξορκίσει το σκοτάδι. Με τους στίχους του επίσης θεωρεί ότι «εξορκίζει τον πόνο και το θάνατο». Και αναφωνεί: «Με το δικό μου όνομα γράφω τον δικό σας πόνο». Άλλωστε, ακόμα κι αν αυτό δεν γίνεται άμεσα αντιληπτό, εξ ονόματος όλων μιλάει πάντα ένας δημιουργός, γιατί κοινά τα της ανθρώπινης κατάστασης. Κρατάω επίσης τα λόγια του «να είσαι καλός / ...εκστατικός / μπροστά στο θαύμα / αιώνια πιστός στην ουτοπία», από συλλογή των τελευταίων ετών μάλιστα, όπου φαίνεται να θέλει να αφήσει στον αναγνώστη του έργου του τις παρακαταθήκες του για την πράξη. Η ουτοπία, το φως, οι μυστικές λέξεις και τόποι (κυρίως εννοούμε εδώ το ωριμότερο έργο του της τελευταίας περιόδου της γραφής του) καταδηλώνουν ένα ρομαντικό πνεύμα που αγωνίζεται σθεναρά τον δικό του αγώνα. Εξάλλου, σύμφωνα με τον φιλόσοφο-ιστορικό Ησαΐα Βερολίνο, ο ρομαντισμός ενσαρκώνει ένα ανήσυχο πνεύμα μιας λαχτάρας για τα απεριόριστα και τα αόρατα, για διαρκή κίνηση και αλλαγή, μια προσπάθεια να επιστρέψουμε στις ξεχασμένες πηγές της ζωής, μιας λαχτάρας για αδύνατους στόχους. Αλλά ο ποιητής μας δεν κινείται στη θεματολογία του τόσο μέσα στη φύση, όπως συνήθως οι περισσότεροι ρομαντικοί, όσο στην ενδοχώρα της ψυχής.
Η γλώσσα του, όπως προαναφέραμε, είναι απλή, χωρίς ιδιαίτερα στολίδια και εξεζητημένες εικόνες, όμως με τους κατάλληλους συνδυασμούς των λέξεων, μέσα από τα ποιήματά του αναδύεται ένα αίσθημα ηδύτητας και παραμυθίας. Μια καταφατική και αισιόδοξη, κατά το μεγάλο μέρος της, ποίηση, η οποία ξέρει να απευθύνεται στα συναισθήματα του αναγνώστη με επιτυχία και να τον κεντρίζει για το καλύτερο.
O ποιητής μας λοιπόν, παρουσιάζοντας αυτή τη συγκεντρωτική του συλλογή, ας μην ανησυχεί για την υστεροφημία του. Γιατί από κάποιον που «κρατάει την ανθρωπότητα στην αγκαλιά του και κλαίει», τι περισσότερο θα μπορούσαμε να απαιτήσουμε;
* Η ΚΥΡΙΑΚΗ ΑΝ. ΛΥΜΠΕΡΗ είναι ποιήτρια. Τελευταίο της βιβλίο, η ποιητική συλλογή «Ορμητικοί οι φθόγγοι ως το χάνομαι» (Εκδόσεις των Φίλων).