
Για την ποιητική συλλογή της Βικτωρίας Γεροντάσιου «Μικρές καταιγίδες» (εκδ. Θράκα).
Tης Μαργαρίτας Παπαγεωργίου
Πώς να μετρήσεις τις καταιγίδες; Το μέγεθός τους; Τον αριθμό τους; Τη δριμύτητά τους; Να απομονώσεις «τη στιγμή / όπου η ομίχλη πυκνώνει», για να βρεις «το οξυγόνο / τον ήλιο βαθιά ως τα πνευμόνια / Εκείνο το πολύτιμο δευτερόλεπτο». Εκείνο που άλλοτε όμως, σαν «κιτρινισμένο νυχτικό / αργοπεθαίνει το βράδυ». Αυτό επιχειρεί με δεινότητα περισσή για πρώτη ποιητική συλλογή η Βικτωρία Γεροντάσιου στις Μικρές καταιγίδες της. Μια ποιητική παρουσία με ιδιαίτερη γραφή. Ώριμη. Συνειδητοποιημένη. Αιχμηρή και συνάμα τρυφερή. Όπως το ιδιαίτερα καλαίσθητο εξώφυλλο με τον μικρό σκορπιό στο κέντρο. Η ποιητική αυτή συλλογή θα μπορούσε και να είναι μια ποιητική πραγμάτευση του χαμένου. Του χαμένου κέντρου, της χαμένης αθωότητας, της χαμένης πίστης, της ελπίδας, των ονείρων, του χρόνου, του μέλλοντος. Όλη η ποιητική συλλογή μετεωρίζεται ανάμεσα στην απώλεια και την αγωνία να ξανακερδηθεί αυτό το κέντρο: η σφύζουσα ζωή.
Η ποιητική αυτή συλλογή θα μπορούσε και να είναι μια ποιητική πραγμάτευση του χαμένου. Του χαμένου κέντρου, της χαμένης αθωότητας, της χαμένης πίστης, της ελπίδας, των ονείρων, του χρόνου, του μέλλοντος.
Εξήντα ποιήματα μικρής φόρμας, με τα σαράντα επτά να έχουν τον τίτλο «Καταιγίδα» σε αύξοντα αριθμό. Η θεματική της ποιητικής συλλογής είναι αυτή των αντιθετικών πόλων της ανθρώπινης ύπαρξης: Γέννα-θάνατος, παιδί-ηλικιωμένος, φύση-πόλη, απογοήτευση-νίκη, πραγματικό-φανταστικό, το χθες και το αύριο. Χωρίς ρητορισμούς και εξάρσεις αναδύεται η σιωπή του σήμερα, η θλίψη της ιστορίας του Αιγαίου, η «νεανική ομίχλη». Η απώλεια της αθωότητας συμβαίνει σταδιακά, από καταιγίδα σε καταιγίδα, και μια υπαρκτή θλίψη υγραίνει τα ποιήματα.
(«Σύντομο αντίο»)
Η ποιητική συλλογή ακροβατεί σε δύο χώρους. Τον έναν της φθοράς, όπου κυριαρχεί το παρελθόν, η παρακμή, οι διαψεύσεις, η μοναξιά. Και στον άλλον χώρο, εκείνον της σφύζουσας ζωής, όπου κυριαρχούν το παρόν, η αθωότητα, οι επαναστάσεις, οι έρωτες, η γέννα, το μέλλον. Η ποιήτρια αναμετριέται ποιητικά με τις συνιστώσες του πριν και του μετά, αλλά πιο ιδιαίτερα του συνόρου μεταξύ τους. «Σήμερα φτάσαμε / Αδέρφια / Σ’ ένα σύνορο» («Καταιγίδα 4»)
Καθώς διαβάζεις την ποιητική συλλογή συχνά νιώθεις σαν να βρίσκεσαι σε μια ακμή κύματος, ισορροπιστής ή μετέωρος σε ένα αιωρούμενο σύνορο, ανάμεσα σε δυο αντίρροπες καταστάσεις. Σε μια αγωνιώδη αναζήτηση του πυρήνα, του κέντρου ισορροπίας, οι αντιθέσεις μετεωρίζονται ακριβώς κάτω από τα πόδια μας ή στην προκειμένη, στο χειμωνιάτικο τοπίο των ποιημάτων. «Σε είδα νύφη / Σ’ αιωρούμενα βάθη / Σ’ ένα σημείο, εκκρεμές» («Καταιγίδα 17»). Η εκκρεμότητα αυτή σε καλεί να σταθείς και να αναμετρηθείς με το τέλος και την αρχή. Θα γύρεις στο σκοτάδι ή θα βγεις στο φως; Είτε θα βυθιστείς από την καταιγίδα και θα βρεις στον πάτο της θάλασσας κι άλλα ναυάγια: «Οι γενιές / Τα κύματα αγναντεύουν / Βαδίζει ανάμεσα σε ναυγάγια / Η ηχώ» («Άργιλος»). Είτε θα ισορροπήσεις στους κλυδωνισμούς, θα βγεις με τη βάρκα σου γεμάτη επιβάτες, νικητής στο φως, στη νέα ημέρα, στη νέα ζωή: «Στιγμή ισορροπίας / Άδεια από κάθε υποψία / Ελεύθερο φως / Το σπίτι ψηλά» («Καταιγίδα 20»)
Σύντομης έκτασης τα ποιήματα, με βαρύ και πυκνό το νοηματικό φορτίο του καθενός. Γλώσσα εσωτερική με κάθετο άξονα ποιητικότητας. Η θεματική εκφράζεται με τρόπους όπως η μετωνυμία, ο ελλειπτικός λόγος, η λιτότητα. Η αφαιρετικότητα και η συμπύκνωση διαμορφώνουν μια ποιητική συλλογή με κύριο γνώρισμα τη συνεκτικότητα πληθώρας στοιχείων συχνά αντιθετικών. Από τη νεανικότητα, τον έρωτα της ζωής, όταν για τον άνθρωπο η ζήση φάνταζε ως ιερό μυστήριο: «Θυμάμαι / το πεύκο έσφυζε ζωή / Αυτή τη θολή μυσταγωγία» («Καταιγίδα 2»), μέχρι τον μαρασμό που οδηγεί στη νωθρότητα και την παραίτηση: «Οι ρυτιδιασμένες μέρες / Σε ρουφούν τεμπέλικα» («Σύντομο αντίο»)
Όταν η στιγμή απομονώνεται, μεγεθύνεται. Σε μια ταλάντωση, το βίωμα διαστέλλει τον χώρο και τον χρόνο. Σε αυτό το μεταίχμιο στέκεται το κάθε ποίημα ως αναστοχασμός.
Ποιήματα ζητούν να αποτυπώσουν στιγμιότυπα όπου η ροή του χρόνου φαίνεται να σταματά. Εποχές που δρουν ως καταλύτες. Η ποίηση καλείται να επαναπροσδιορίσει τον κόσμο. Το ποιητικό υποκείμενο παλεύει να καταργήσει, έστω για μια στιγμή, τον μηχανικό χρόνο για να αναδείξει την πολυπλοκότητα του βιωμένου χρόνου. Ο χρόνος μπορεί να είναι διάφανος, μας λέει στις Μικρές της καταιγίδες η Βικτωρία Γεροντάσιου. Όταν η στιγμή απομονώνεται, μεγεθύνεται. Σε μια ταλάντωση, το βίωμα διαστέλλει τον χώρο και τον χρόνο. Σε αυτό το μεταίχμιο στέκεται το κάθε ποίημα ως αναστοχασμός. Κι εδώ πάλι το σύνορο, κομβικό σημείο της συλλογής. Σε αυτό το σημείο το ποιητικό πρόσωπο, κάνοντας βουτιά στον πυθμένα των πραγμάτων, ψάχνει να βρει τα κρυφά και να τα φανερώσει. Να τα αναστήσει: «Ταγμένος στον περίπλου του / Αργοναύτης / Στον ουρανό / Εκείνο το θορυβώδες μακροβούτι / Η ανάσταση» («Καταιγίδα 7»). Ο τόπος μας και η ιστορία του επανέρχονται στη συλλογή δημιουργώντας πόλους από το σταθερό στο χαμένο. Το σημερινό πρόσωπο ως έκκεντρο υποκείμενο που φθίνει στη ματαίωση. Τις απώλειες θέλει να εξορύξει και να επαναπροσδιορίσει η ποιήτρια.
(«Καταιγίδα 14»)
Στα ποιήματα της ποιητικής συλλογής Μικρές καταιγίδες της Βικτωρίας Γεροντάσιου βρισκόμαστε συχνά σε ένα κατώφλι μπροστά στο τέλος των μύθων – «Γδαρμένος πρίγκιπας, ο χρόνος» γράφει χαρακτηριστικά στο ποίημα «Καταιγίδα 47». Πώς οι αρχαίοι μας μύθοι έχουν φτάσει στη σύγχρονη εποχή, ποιος ο «Δρόμος της διονύσιας περιπλάνησης». Πώς οι μύθοι της δικαιοσύνης, της ύβρεως και τίσεως της αρχαίας τραγωδίας, με μια κάθαρση που «δεν ήρθε ποτέ». Εμφανές είναι το θολό τοπίο της σύγχρονης εποχής καθώς ο άνθρωπος αποδομεί αξίες, απομυθοποιεί παραδεδομένα ιδανικά, απομυθεύει μύθους. Όπως και το Βυζάντιο, που αν και κατέστη εποχή καταλυτική για το ιδεολογικό φορτίο της σημερινής Ελλάδας, συγκαταλέγεται πλέον στα χαμένα. Κείτεται νικημένο, θύμα της εκλογίκευσης και της αποκαθήλωσης της μεταφυσικής ζωής στη σύγχρονη κοινωνία:
(«Καταιγίδα 37»)
Ποιήματα αφιερώνονται και στην πολύ πρόσφατη ιστορία της Ελλάδας, στην περιπέτεια της προσπάθειας για πολιτειακή και κοινωνική αλλαγή, σαν «Παπαρούνες στο μυαλό / Ενός καναρινιού», που κατέληξε σε ματαίωση: «Το μαζί / Μια γεύση απόρριψης / Πεθαίνει στο μηδέν» («Καταιγίδα 31»). Ο νέος καταμαρτυρεί την πτώση της αθωότητας:
(«Καταιγίδα 40»)
Η αγωνία της ανθρώπινης ύπαρξης μπροστά στην αλλοτριωτική συνήθεια, στους αποχωρισμούς και τις απώλειες, στο κενό και το μηδέν. Μέσα από την ποιητική της η ποιήτρια αισθητοποιεί το υπαρξιακό αδιέξοδο που προκαλεί η ακύρωση, η αποξένωση, ο μαρασμός, το κενό της καθημερινότητας.
Εμφανές είναι το πένθος για την απώλεια ιδανικών, προσώπων, μύθων. Το αίσθημα στέρησης και ματαίωσης. Η αγωνία της ανθρώπινης ύπαρξης μπροστά στην αλλοτριωτική συνήθεια, στους αποχωρισμούς και τις απώλειες, στο κενό και το μηδέν. Μέσα από την ποιητική της η ποιήτρια αισθητοποιεί το υπαρξιακό αδιέξοδο που προκαλεί η ακύρωση, η αποξένωση, ο μαρασμός, το κενό της καθημερινότητας. Σχετικά είναι και τα συνεκτικά μοτίβα που επαναλαμβάνονται όπως το γκρίζο της πόλης, η βροχή, το νερό, ο χειμώνας και η παγωνιά. Υγρασία πόλης ραγισμένης από καταιγίδες που καλπάζουν. «Μες στο τσιμέντο / Η συνήθης τροχιά, / Κι η ζωή / Αισθάνεται το γκρί» («Καταιγίδα 44»). Γι’ αυτό και η εποχή που ταιριάζει στις Μικρές καταιγίδες είναι ο χειμώνας. «Αλλοτριωμένη αναμονή / ο χειμώνας» γράφει χαρακτηριστικά. Είναι η εποχή που «ο θάνατος συναντά το γιασεμί».
Τα ποιήματα είναι διάσπαρτα από σπασμένες εικόνες τόπων, τοπίων, μύθων. Άλλοτε αποκαθηλώνονται τα σύμβολα σε μια προσπάθεια απαγκίστρωσης από αυτά, άλλοτε προβάλλονται γεμάτα ερωτηματικά. Η τάση είναι άλλοτε φυγόκεντρη κι άλλοτε κεντρομόλα. Μνήμες ιστορικών γεγονότων που σημάδεψαν την ελληνική ιστορία και κατόπιν ξεχάστηκαν, σπάνε τη σιωπή, αγριεύουν και οδηγούν σε ντροπή ή ακόμα και σε θυμό για τη μέρα που αργεί να ξημερώσει. Συναισθήματα που εκφράζουν την αγωνία της ανθρώπινης ύπαρξης να επανακαθορίσει τα όριά της στο τώρα. Για να υπάρξει ένα μετά.
(«Καταιγίδα 11»)
Τα ποιήματα, λοιπόν, της συλλογής αντιστέκονται. Δεν μένουν στην καταθλιπτική ματαίωση και τον συνεπαγόμενο λήθαργο. Αν και αντιπροσωπεύουν τη σκληρή πραγματικότητα της πτώσης των ουτοπιών, συχνά αιτούνται τη δυναμική κατάφαση της ζωής. Η ποιητική συλλογή δεν βουλιάζει στην κατάρρευση· κάτι που πιθανόν σχετίζεται με το νεαρό της ηλικίας της ποιήτριας.
(«Καταιγίδα 1»)
«Ανήκεις / Στην ανθρώπινη βροχή» δηλώνει το ποιητικό πρόσωπο, αφού νιώθει ότι είναι «παιδί του χαμένου νερού». Ανήκει σε αυτούς που φέρνουν τις καταιγίδες, επαναστάσεις σε μια «δυσαρμονική γενιά» που θα ποτίσουν την ψυχή. Η βροχή και γενικότερα το νερό μετουσιώνει σε αυτή τη συλλογή τα συναισθήματα που ξεχειλίζουν· έτσι είναι «γειτόνων δάκρυα / όταν λιώνει η βροχή», αλλά και «Νερό ασχημάτιστο της γέννας».
Τελικά, ο κόσμος της ποιητικής συλλογής Μικρές καταιγίδες της Βικτωρίας Γεροντάσιου είναι αυτός του νέου ανθρώπου της εποχής μας. Επανακαθορίζει τις μνήμες του, αποκτά συνείδηση εαυτού, διεκδικεί το μέλλον. Μετεωρίζεται με οδύνη πάνω στο σύνορο ανάμεσα στο παν και στο μηδέν. Γι’ αυτό από τη μία αμφισβητεί, αμφιβάλλει και διερωτάται:
(«Καταιγίδα 26»)
Και από την άλλη, απαντά δυναμικά εγείροντας τον πυρήνα της σφύζουσας ζωής. Είναι στο παρόν η δική του κατάφαση για το μέλλον. Για ένα μέλλον καταιγίδα που θα τα ξεπλύνει όλα. Για μια καινούρια γέννα.
(«Καταιγίδα 46»)