
Για την ποιητική συλλογή του Βαγγέλη Δημητριάδη «Κυπαρίσσια» (εκδ. Γαβριηλίδη).
Του Γιώργου Βέη
Αποφθεγματικός ως κατά το πλείστον, αλλά όχι αλαζών, εμφανώς ανθρωποκεντρικός, αλλά όχι κοινότοπος, συνειδητά ελλειπτικός, ο στίχος επιδιώκει να μας δείξει εδώ πώς μπορούμε να συνυπάρξουμε με τις σκιές του παρελθόντος σε όντως ισότιμη βάση. Δηλαδή: «Ο γιος της πέθανε κι εκείνη ζει / ή εκείνη πέθανε κι ο γιος της ζει / ή κι οι δυο πεθάναν και τα δέντρα κρώζουν / Ρουφά η νύχτα το πικρό τραγούδι». Τα νήματα είναι εν τέλει αρραγή: η ζωή συνίσταται κυρίως από ένα τιμαλφές υλικό μνήμης. Τα πράγματα διαλάμπουν μέσα στην καθαρότητα της λυρικής φαντασίας. Εκεί δηλαδή όπου ακόμη κι αυτός ο θάνατος συνιστά επιτέλους διακονία καταλλαγής. Διακρίνω τα εξής χαρακτηριστικά: «Αγόρι ή άνδρας περπατάει στον δρόμο. Ψάχνει τη μάνα του ή την σκέφτεται. Η μάνα έρχεται από απέναντι. Διασταυρώνονται σιωπηλά, περνάει από μέσα του, δεν την γνωρίζει. Εκείνη τον νιώθει και τον φιλά. Κάτι απαλό του χαϊδεύει τη μνήμη, αύρα δροσίζει το μνήμα».
Συντεταγμένος σχεδόν μαθηματικά και τιμώντας τις αισθητικές αρχές, τις οποίες ο ίδιος έχει με την πάροδο των ετών θεσπίσει, ο δημιουργικός λόγος υποστηρίζει συνειδητά εδώ την πολιτική των λειτουργικών βελτιώσεων της θέασης τόσο του εσωτερικού όσο και του εξωτερικού κόσμου.
Στη δε σημαίνουσα ενότητα με τίτλο «Φως και σκιές από όνειρα» ο βιβλικός Εκκλησιαστής είναι, μεταξύ άλλων, παρών, υπαγορεύοντας στάσεις, συμπεριφορές, πορίσματα ενός εμφανώς αναστοχαστικού βίου. Παραθέτω ενδεικτικά:
Το τίποτα ζει στην ψευδαίσθηση ότι είναι γαλάζιο, πολύ περισσότερο εμείς που δημιουργούμε τον ουρανό, τον θέλουμε στα μάτια μας γαλανό. Οι διάττοντες είναι σκιές, δείχνουν την αντίστιξη του φωτός, αρνητικό φιλμ μιας ασπρόμαυρης ιστορίας. Δοκίμασε να αγκαλιάσεις τον ουρανό, για να καταλάβεις τον άδειο μας κόσμο. Η πνιγηρή ουτοπία της σκέψης θέλει κάποιο θεό να ραντίζει με θραύσματα λήθης το σύμπαν. Σε λαμβάνω, αν με ακούς.
Ο τρόπος της λογοτεχνικής αποτύπωσης αφορά κυρίως στην άμεση παράθεση των κρισίμων εκείνων βιωματικών δεδομένων. Γι’ αυτό ακριβώς εκεί όπου άλλες και άλλοι θα δαπανούσαν αφειδώς λεκτικά σχήματα, ο έμφρων Βαγγέλης Δημητριάδης, τον οποίον διακρίνει συν τοις άλλοις μια άρτια φιλολογική κατάρτιση, αρκείται να επιλέξει μόνον τα αναγκαία της λυσιτελούς έκφρασης.
Συντεταγμένος σχεδόν μαθηματικά και τιμώντας τις αισθητικές αρχές, τις οποίες ο ίδιος έχει με την πάροδο των ετών θεσπίσει, ο δημιουργικός λόγος υποστηρίζει συνειδητά εδώ την πολιτική των λειτουργικών βελτιώσεων της θέασης τόσο του εσωτερικού όσο και του εξωτερικού κόσμου. Χωρίς να περισπάται ή να παραποιεί το κεντρομόλο μήνυμά της, η τελική απόσταξη της γραφής διαρθρώνει με ενάργεια μορφώματα ύφους, τα οποία χαρακτηρίζει κυρίως το ευθύβολον των αφορισμών. Ιδεοληψίες, προκαταλήψεις και φενάκες της περιρρέουσας ατμόσφαιρας ακυρώνονται: το ρήμα αναδεικνύει το ήθος του παρατηρητή, ο οποίος ξέρει να διακρίνει το Νόημα πίσω και πέρα από τη Σύμβαση. Δεν καταφεύγει στην ειρωνεία ή στο σκώμμα. Του φτάνει ο ψίθυρος, ο φίλιος κι ο εγκρατής, που επιμένει στωικά να μας θυμίζει τη δυνατότητα της διαλεκτικής συνύπαρξης των αντιθετικών στοιχείων. Εξ ου και το συναινετικό εκείνο: «Ψέλλιζα το μοιρολόι τομή στη μοίρα. Κι ήταν το άμοιρο ρολόι σταματημένο όσο έπινα ρακή. Αυτόν τον ρόλο διάλεξα να υποδυθώ για να ταιριάζει στη μοιραία ωδή. Στην αλέα ένα αηδόνι παρωδεί».
Ο Βαγγέλης Δημητριάδης δεν αποστρέφεται τα ελάσσονα του βίου. Ίσως διότι εκεί εμφιλοχωρούν οι μείζονες σημασίες. Ό,τι δηλαδή φρονούν οι συνεπείς με τον εαυτό τους ποιητές. Συγκροτώντας μιαν ολική εικόνα του φαινομένου της ζωής, ο ποιητής, μαθαίνουμε στα Κυπαρίσσια, οφείλει να μελετήσει με τη δέουσα προσοχή τα χθαμαλά της καθημερινότητας. Διακρίνω για τις ανάγκες της εποπτικής στιγμής και τα εξής ενδεικτικά:
Κρεμάω μια φωτογραφία σημαίνει καρφώνω τον χρόνο στον τοίχο. Προφανώς με καρφί. Στο σπίτι οι φωτογραφίες είναι κρεμασμένες ανάποδα. Τα πόδια πάνω, τα κεφάλια κάτω. Πραγματικό κρέμασμα. Μπορείς να καρφώσεις τον χρόνο και να μείνει ακίνητος; Όποιος εισέρχεται νιώθει πως μπαίνει σε σπίτι ανάποδα ή σε ανάποδο σπίτι. Κάτω τα κεραμίδια, πάνω το πάτωμα. Η υπόθεση πως βρίσκεται στο διάστημα, σε κενό αέρος και νεκρό χρόνο, είναι υπερβολή. Ωστόσο τα πρόσωπα εικονίζονται λογικά, χαρούμενα, σοβαρά, αιωρούνται ανύποπτα, χωρίς να φαντάζονται πως στη ζωή ανατρέπονται ακόμα και κείνα που τέλειωσαν.
Βεβαίως caritas sapientis, δηλαδή το μορφωτικό υπόβαθρο στέργει την ποιητική αναδίπλωση όποτε εκείνη θελήσει. Έτσι αναδεικνύεται επαρκώς, μεταξύ άλλων, τα στοιχεία της όποιας ιδιοπροσωπίας του. Κοντολογίς, το έκτο αυτό έργο του Βαγγέλη Δημητριάδη συνιστά μια περιεκτική, σαφώς ημερολογιακής υφής, εμπεριστατωμένη σπουδή μεταφορών, συνειρμών και αλληγοριών για κρίσιμα προσωπικές ή συλλογικές εμπειρίες. Η τέχνη της λεπτομέρειας εμφανής κι άλλο τόσο αποδοτική. Περισσότερο ακουστικός παρά εικονιστικός, όπως συνέβαινε στο παρελθόν, ο ποιητής αποδεικνύει στο πλαίσιο των αποτελεσματικών λεκτικών εμπεδώσεων ότι γνωρίζει μετά από εξειδικευμένες ασκήσεις πώς να διασώζει και στη συνέχεια να διατηρεί αλώβητες τις οραματικές του αξίες. Ο απαραίτητος κειμενικός έλεγχος που εμφανώς προηγήθηκε αποφέρει και πάλι καρπούς: το ποίημα εγγυάται κατά κανόνα την εκφορά του συνολικού του μηνύματος.
* Στην κεντρική εικόνα απόσπασμα από τον πίνακα του Greg Morrisey Woman With Cypress.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ είναι ποιητής.