Για την ποιητική συλλογή της Μαρίας Πατακιά «Ζυγός ψυχοστασίας» (εκδ. Μελάνι).
Του Χρήστου Αρμάντο Γκέζου
Κλέβω στο ζύγι / Στα κρυφά, με ζαβολιά / προσθέτω λέξεις / μη βαρύνει η σιωπή / στον ζυγό ψυχοστασίας. Αυτό είναι το πρώτο ποίημα του δεύτερου βιβλίου της Μαρίας Πατακιά και διαβάζοντάς το μπορούμε να πούμε πως φανερώνεται εξαρχής μια διττή μέριμνα της ποιήτριας: πρώτον, να μας δηλώσει τη σημασία που έχει για αυτήν η σιωπή, η οποία επανέρχεται ρητά και συχνά στο βιβλίο ως μοτίβο. Η ποιήτρια φαίνεται να προσπαθεί μανιωδώς να την εξοβελίσει από τον κόσμο της, πετροβολώντας την με λέξεις, χωρίς όμως να λείπουν οι στιγμές όπου η σιωπή φαίνεται να είναι μια πολύτιμη κι επίζηλη συνθήκη. Ενδεικτικά: ταξιδεύω ανάμεσα / σε ήχους και χρώματα, / εγώ, μια άγνωστη λέξη / με έλξη απ' τη σιωπή. Λέω ν' ακονίσω τη σιωπή / για να σφαχτούν οι λέξεις / να ανακτήσει η νύχτα / τη λευκότητά της / να λάμψει η διάρκεια. Γλιστράει το νόημα / κατά μήκος των λέξεων / κι αποκαλύπτει γύμνια ιδεών / και τη δύναμη των έξεων.
Ο ζυγός ψυχοστασίας ήταν μια μικροσκοπική και λεπτεπίλεπτη χρυσή ζυγαριά που τοποθετούνταν στον τάφο του επιφανούς νεκρού της αρχαίας Ελλάδας για να ζυγιστεί η ψυχή του.
Το δεύτερο σκέλος της μέριμνας που αναφέρθηκε έχει να κάνει με τον τίτλο της συλλογής, τον οποίο μας καταθέτει ξανά και απερίφραστα η Πατακιά, από το πρώτο κιόλας ποίημα. Ο ζυγός ψυχοστασίας ήταν μια μικροσκοπική και λεπτεπίλεπτη χρυσή ζυγαριά που τοποθετούνταν στον τάφο του επιφανούς νεκρού της αρχαίας Ελλάδας για να ζυγιστεί η ψυχή του. Εδώ, στη θέση του τίτλου, λειτουργεί ως κλειδί όσον αφορά το περιεχόμενο και το ύφος της συλλογής, τόσο υπό ένα ευθύ ερμηνευτικό, όσο και υπό ένα ανατρεπτικό ή αυτοσαρκαστικό πρίσμα.
Ερμηνευτικό, γιατί μέσω του τίτλου (ψυχοστασία: αν δεν γνωρίζεις περί τίνος πρόκειται, φαντάζεσαι ίσως ότι είναι κάποιο εύρημα της ποιήτριας) εκφράζεται εξαρχής η πρόθεσή της απέναντι στις λέξεις: στις λέξεις, στο δομικό αυτό στοιχείο του λόγου και της ποιητικής τέχνης, μοιάζει να προστρέχει και να αγκιστρώνεται, λεξιλάγνα, λεξιπώλισσα, με μια συγκινητική συχνά προσήλωση, όχι για να κατανοήσει ή να περιγράψει τον κόσμο αλλά για να τον πολεμήσει. Δεν τις χρησιμοποιεί απλώς διαδικαστικά, παίζει κιόλας μαζί τους, με τις λέξεις αλλά και ακόμα πιο θεμελιακά, με τα γράμματα, με φρενήρη καμιά φορά ρυθμό, σαν να πασχίζει να αποκαλύψει κάποιες κρυφές ή μαγικές τους πτυχές και ιδιότητες που θα δώσουν άλλη τροπή στα πράγματα.
Τα παίγνια αυτά είναι ευφάνταστα, ευρηματικά, περιπλέκουν καμιά φορά και λέξεις γαλλικές, με έναν ευτράπελο τρόπο που προσδίδει στα ποιήματα χροιά μπουφόνικη και ιλαροτραγική: πώς ν' ατενίσεις ψύχραιμα του βίου σου το κενό; / κι είναι πια αργά για να στραφείς σε «ασκήσεις» του Queneau / «Το ύφος είναι ο άνθρωπος», είπε παλιά ο Buffon / μα δεν προφταίνεις να γευτείς τα πράγματα a fond!
O «ζυγός ψυχοστασίας» μπορεί να ιδωθεί ως μια αυτοειρωνική ομολογία του ποιητικού εγώ, το οποίο αντιλαμβάνεται την πληθωρική ανισορροπία των συναισθημάτων του, χωρίς όμως να απελπίζεται εξαιτίας της – απεναντίας, την ενστερνίζεται απελευθερωτικά και μέσω της γλώσσας την κάνει ποίηση.
Αυτό το καμιά φορά ντελιριακό μπρα ντε φέρ με τις λέξεις, σαν μια μονομαχία με βαρύτιμο διακύβευμα κατά την οποία κάθε γροθιά μαζί με κραυγή πόνου απελευθερώνει κι ένα γέλιο μεταρσίωσης, αναπαριστά κι αποτυπώνει ίσως μια ασύνειδη επιθυμία του ποιητικού υποκειμένου να συγκαλύψει τον πόνο και τη θλίψη, μια οιμωγή στην πραγματικότητα που τροφοδοτείται και ξύνεται από τις δυσβάσταχτες συνέπειες του χρόνου: πλήξη, απώλεια, γήρας, απογοητεύσεις, λήθη, θάνατος κ.ά. Ειδικότερα και πιο έντονα, αυτή η φιλοπαίγμων λεξιλαγνία ίσως έχει να κάνει με μια κρυφή πρόθεση κι επιθυμία για διαφύλαξη της αθωότητας, ως ένα αντίβαρο στο διάβα του χρόνου.
Κι εδώ έρχεται και μπαίνει το αυτοσαρκαστικό πρίσμα ερμηνείας του τίτλου που αναφέρθηκε λίγο παραπάνω, μιας και καθώς προχωρούμε στην ανάγνωση των ποιημάτων διαπιστώνουμε όλο και καθαρότερα ότι τα κείμενα αναπαριστούν τις εκφάνσεις ενός σχεδόν λοξοδρομημένου ποιητικού υποκειμένου, που, βασανιζόμενο υπό το βάρος του χρόνου και της θλιβερής ανθρώπινης συνθήκης, παραληρεί. Έτσι, ο «ζυγός ψυχοστασίας» μπορεί να ιδωθεί ως μια αυτοειρωνική ομολογία του ποιητικού εγώ, το οποίο αντιλαμβάνεται την πληθωρική ανισορροπία των συναισθημάτων του, χωρίς όμως να απελπίζεται εξαιτίας της – απεναντίας, την ενστερνίζεται απελευθερωτικά και μέσω της γλώσσας την κάνει ποίηση.
Ωστόσο, τα ποιήματα σταδιακά γίνονται πιο νωχελικά, πιο χαμηλότονα, καμιά φορά στοχαστικά και ακόμα ίσως και πιο ειλικρινή, υπό την έννοια ότι το ποιητικό εγώ κατά κάποιον τρόπο πλέον απογυμνώνεται και αδιαμεσολάβητα, χωρίς το προκάλυμμα του σαρκασμού, αποκαλύπτει τη μελαγχολία του. Η εικόνα της μάσκας άλλωστε κάνει συχνά την εμφάνισή της στους στίχους:
ΤΟ ΒΑΣΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ ΕΙΝΑΙ...
Επανασχεδιάζεις τις γραμμές
της ρωγμής
ή τις ακολουθείς απλώς
κι όπου σε πάνε;
Το βασικό στρατήγημα είναι:
Χειρίζεσαι την απουσία
μέσω της παρουσίας σου
ή το αντίθετο;
Η βασική προσποίηση είναι:
Κοιτάς τον καθρέφτη σου
και μιμείσαι την εικόνα σου
ή φοράς τη μάσκα σου
κι ας σε αποκαλύψει;
Ο θάνατος που δεν αποτελεί εδώ μόνο το αποκορύφωμα της σωματικής φθοράς και εξαφάνισης, αλλά είναι και η πιο κραυγαλέα έκφραση του άλλου θεμελιώδους μοτίβου του βιβλίου, του χρόνου.
Σκιαγραφείται εν τέλει στο βιβλίο μια διπολικότητα, που ισχυροποιεί το αίσθημα της ανισορροπίας και της συναισθηματικής ταλάντευσης – μια αμφιθυμία που χρωματίζει έντονα τη συλλογή και επανανοηματοδοτεί τον ζυγό ψυχοστασίας ως μια ζυγαριά όχι ψυχής αλλά ζωής, όπου ο πόνος και η μελαγχολική ενατένισή του εναλλάσσονται με ένα γεμάτο σκέρτσο τίναγμα του χεριού που σκοπό έχει να ξορκίσει, περιγελώντας, την οδύνη και τον θάνατο.
Κι ο θάνατος; Υπόγεια, διαλυτικά, διατρέχει ολόκληρη τη συλλογή. Ο θάνατος που δεν αποτελεί εδώ μόνο το αποκορύφωμα της σωματικής φθοράς και εξαφάνισης, αλλά είναι και η πιο κραυγαλέα έκφραση του άλλου θεμελιώδους μοτίβου του βιβλίου, του χρόνου: του χρόνου που δρα ως καταλύτης απογοητεύσεων και απωλειών, που συμπαρασύρει μαζί δέρμα, νιάτα κι έρωτα. Δεν είναι τυχαίο κατά τη γνώμη μου που η συλλογή κλείνει με ένα χαϊκού το οποίο, αναδεικνύοντας ευσύνοπτα αυτή τη συμπλοκή έρωτα και θανάτου, μας δίνει καταληκτικά το πλήρες, εν είδει φαύλου τριγώνου, θέμα του βιβλίου: έρως, θάνατος, χρόνος.
* Ο ΧΡΗΣΤΟΣ ΑΡΜΑΝΤΟ ΓΚΕΖΟΣ είναι συγγραφέας.
Ζυγός ψυχοστασίας
Μαρία Πατακιά
Μελάνι 2018
Σελ. 76, τιμή εκδότη €9,00