Για την ποιητική συλλογή του Νίκου Κυριακίδη «Χρόνος – Τραγούδι για πουλιά» (εκδ. Σαιξπηρικόν).
Της Κούλας Αδαλόγλου
Το σήμερα μας φάνηκε αβάσταχτο / Ποτέ δεν βρέχει / Μόνο μια υγρασία χαμηλή και κίτρινη / Να επιμένει. / Ο ήλιος κάνει τη δουλειά του / Και κοιμάται ύστερα.Μια πρώτη γεύση από τη νέα συλλογή του Νίκου Κυριακίδη: το αβάσταχτο σήμερα, ο ήλιος που έρχεται και φεύγει (χρόνος που περνάει) και μια υγρασία κρεμασμένη πάνω από τις ζωές των ανθρώπων, χαμηλή και κίτρινη, να τους πιέζει. Το κίτρινο χρώμα εμφανίζεται από την πρώτη σελίδα του βιβλίου. Αλλά δεν είναι ένα κίτρινο δυνατό και αισιόδοξο, είναι κίτρινο άτονο ή ομιχλώδες.
Ίσως το χρώμα να σηματοδοτεί την ατμόσφαιρα όλης της συλλογής, αυτό το απροσδιόριστο ανάμεσα στο όνειρο και στο ξυπνητό, ανάμεσα στην αλήθεια και στη φαντασία, στην πραγματικότητα και στην παραίσθηση. Το κίτρινο μιας άρρωστης πραγματικότητας.
Υπάρχει ολόκληρη ενότητα με όνομα «Κίτρινο». Ίσως το χρώμα να σηματοδοτεί την ατμόσφαιρα όλης της συλλογής, αυτό το απροσδιόριστο ανάμεσα στο όνειρο και στο ξυπνητό, ανάμεσα στην αλήθεια και στη φαντασία, στην πραγματικότητα και στην παραίσθηση. Το κίτρινο μιας άρρωστης πραγματικότητας. Όλα αρχίζουν με τη συνάντηση μιας γυναίκας και ενός άντρα, σ’ αυτή την ποιητική σύνθεση του Νίκου Κυριακίδη, που έχει τον τίτλο Χρόνος και υπότιτλο τραγούδι για πουλιά. Ωστόσο, αφηγείται κάποιος τρίτος αφηγητής, κάποτε παρεμβάλλονται φωνές. Συνειρμοί απρόβλεπτοι, και γι’ αυτό γενναίοι, σε μεταφέρουν σε πολλά πεδία, με άλλες εικόνες. Εικόνες με τόλμη, επειδή ακριβώς δεν είναι αυτές που ξέρουμε, τα περιγραφόμενα ανασηματοδοτούνται.
Η σύνθεση, μετά τον Πρόλογο, χωρίζεται σε έξι μέρη, που ακολουθούν ένα ποίημα με τίτλο κάθε φορά, στο οποίο φαίνεται να εντάσσονται, όσον αφορά το κλίμα, τις θεματικές συντεταγμένες, τη χρονική στιγμή: «Μοναστηράκι», Ι, ΙΙ, «Κατοικίδιο», ΙΙΙ, IV, Φθινόπωρο, V, «Ξύλινα σκαλισμένα λόγια», VI. Μέσα από την οργάνωση αυτή ο αναγνώστης πρέπει να ανιχνεύσει την πορεία του χρόνου. Στο μέρος Ι κυριαρχεί η έννοια του μπετόν, το πυρωμένο μπετόν, το μπετόν που είναι «φρικτός μορφασμός». Σαν το βάρος και την ακαμψία του χρόνου. Μυρωδιά υγρασίας και σήψης, καθώς κυριαρχεί η όσφρηση. Κάτω από το μπετόν ασφυκτιούν οι ρίζες των δέντρων κι όσοι είναι θαμμένοι ακόμα πιο βαθιά, κυριολεκτικά και μεταφορικά – ζωντανοί νεκροί απασχολούν τον Κυριακίδη σταθερά. Λιώνει κάποτε η πίσσα. Όπως κι η μνήμη. Που χάνεται ή πετρώνει και αυτή. Στο μέρος ΙΙ μια σύντομη πληροφορία για τη σχέση των δύο ατόμων, κι ύστερα πάλι ιστορίες. Και ύστερα η έμφαση στην πόλη, που αλλάζει αλλά δεν χάνεται, στην χρονοκαθυστέρηση, που σημαίνει παράταση μιας κατάστασης μη υποφερτής. Εμφανίζεται η αναφορά στη γραφή, στην περιγραφή και σε στοιχεία ενός μυθιστορήματος – ο χρόνος παίζει ανάμεσα στο πραγματικό και στο φανταστικό. Το μέρος ΙΙΙ της σύνθεσης είναι το πιο δύσκολο και «σκοτεινό» κομμάτι, όπου τέμνεται το όνειρο-εφιάλτης με τη φαιή πραγματικότητα. Και η ελεγεία για την απώλεια στο IV.
Ας μην ψάξει ο αναγνώστης να αναγνωρίσει κάθε φορά τον αφηγητή. Κάποιος αφηγητής σε πρώτο πρόσωπο δίνει στοιχεία για μια επώδυνη πορεία στον χρόνο. Για τη δύσκολη πραγματικότητα, το γήρας, την ασθένεια, την άνοια, τον θάνατο. Πιο πολύ σαν μουσική σύνθεση, όπου σε ρυθμό λίγο διαφορετικό κάθε φορά, αλλά πάντα μελαγχολικό, κυλά η ανθρώπινη παρουσία σαν τραγική φάρσα.
Αναφέρθηκα ήδη στο κίτρινο χρώμα και στη σημασία του για τη συλλογή. Παραθέτω τους στίχους από το μέρος Ι:
Πριν να συναντήσω τα καναρίνια που σε ζαλίζουν / Αχ αυτή, η σαν ήλιος, κιτρινίλα τους…
Στην ενότητα «Φθινόπωρο», ενταγμένη στο μέρος ΙV, υπάρχει μια σειρά ποιημάτων, από «κίτρινο 1», ως «κίτρινο 7».
Το πρώτο ποίημα της ενότητας μιλά για τον «κέρινο παππού»:
Κέρινέ μου παππού / Πέρασες τόσο άσπρη ζωή / Ως και τα καλά σου παπούτσια / Τέτοια ήταν. («κίτρινο 1»)
Μετά,
Περιμένω / κίτρινα λουλούδια / Με τον θεό τους για γύρη («κίτρινο 3»)
Το πολύ χαρακτηριστικό ολιγόστιχο «κίτρινο 4», που το θεωρώ ένα από τα καλύτερα ποιήματα της συλλογής:
Έχω στο μυαλό ένα ξεκούρδιστο καναρίνι / Δεν μπορεί να φοβάται, πια / Μόνο σιωπά κρυώνοντας / Μόνο κρυώνει μ’ αξιοπρέπεια.
Το πικρό ποίημα για τις «μεγαλύτερες γυναίκες» και την περίεργη, κατά το ποιητικό υποκείμενο, καθημερινότητά τους:
Οι μεγαλύτερες γυναίκες προσπαθούν / Να γίνουν παγίδες καναρινιών.
(«κίτρινο 6»)
Η ενότητα κλείνει με το «κίτρινο 7», που επιτείνει την εικόνα της σκοτεινιάς, της ακινησίας, του θανάτου:
Κάθομαι σ’ ένα κλαδί με νεκρά πουλιά / Το χώμα είναι σκοτεινό απ’ τον ήλιο / Τη νύχτα γίνεται δροσερό και φέγγει / Τα πουλιά δεν φεύγουν.
Να επισημάνω τώρα πόσο δένεται το κίτρινο χρώμα και οι συνδηλώσεις του με τα πουλιά και τον τρόπο που λειτουργούν στα ποιήματα της συλλογής. Η αλληλεπίδρασή τους με τους ανθρώπους. Η τρυφερότητα ή η περίσκεψη με την οποία αντιμετωπίζονται από τα ποιητικά υποκείμενα.
Να θυμίσω εδώ τον υπότιτλο «τραγούδι για πουλιά». Στη μουσική-τραγούδι αναφέρθηκα ήδη. Να επισημάνω τώρα πόσο δένεται το κίτρινο χρώμα και οι συνδηλώσεις του με τα πουλιά και τον τρόπο που λειτουργούν στα ποιήματα της συλλογής. Η αλληλεπίδρασή τους με τους ανθρώπους. Η τρυφερότητα ή η περίσκεψη με την οποία αντιμετωπίζονται από τα ποιητικά υποκείμενα.
Δεν θα ήθελα να παραλείψω το πολύ ενδιαφέρον σχήμα με το οποίο κλείνει το μέρος VI και η συλλογή. Ύστερα από μια έντονη αναφορά στους νέους που χάνεται η ζωή τους αναίτια και κυνικά –ο αφηγητής σε κατάσταση παραμιλητού μέσα από τη βίωση αυτής της πραγματικότητας– έχουμε τον κύκλο. Δηλαδή, η σπασμένη κούκλα βιτρίνας με την οποία ανοίγει η σύνθεση, επανέρχεται ως σπασμένη-νεκρή νέα κοπέλα. Όμορφη, που:
δεν αρρώστησε πριν νεκρωθεί, Χόρεψε, ονειρεύτηκε, ζαλίστηκε και πήγε μόνη να βρει τα χάδια της / Εκεί που ήξερε πως είναι.
Ένας πολύ δυνατός επίλογος για τον αμείλικτο χρόνο, όπως όμως διαμορφώνεται και από τη στάση των ανθρώπων απέναντι στη ζωή και στους συνανθρώπους τους.
Όπως στη μουσική, έτσι και στην ποίηση υπάρχουν τα ιντερμέδια, τα «διαλείμματα», όπου μια εικόνα, μια περιγραφή, αυτονομούνται. Στην αρχαία τραγωδία ήταν, κατά κάποιον τρόπο, τα χορικά, που έδιναν μια ανάσα στη δράση. Στην ποίηση, στις ποιητικές συνθέσεις, τα διαλείμματα σπάζουν την αφήγηση και ίσως το θέμα της, εστιάζουν στη λεπτομέρεια και δίνουν μικρότερης έκτασης ποιήματα, αυτόνομα και συχνά εξαιρετικά γοητευτικά.
Τα μικρά πολύχρωμα καλτσάκια. / Σαν να ’ναι τα νεκρά της παιδιά / Να μην αντέχει πια «δίπλα» τους / Σαν να ’ναι η ίδια μια άλλη πραμάτεια / Όχι πολύχρωμη, όχι με οριζόντιες ρίζες / Σκούρα και με κόπο, μα κάθετη ακόμη / Σε βάζει να διαλέξεις.
Η γλώσσα αποτελεί δυνατό σημείο στην ποιητική γραφή του Κυριακίδη από την πρώτη συλλογή του. Μαζί με τα θέματά του, φυσικά. Γιατί δεν γίνεται να διαχωρίσεις το τι από το πώς, είναι αλληλένδετα. Αγγίζοντας, λοιπόν, θέματα που είναι στις παρυφές, θα λέγαμε, της τρέχουσας πραγματικότητας, χρησιμοποιεί λέξεις απλές, καθόλου εξεζητημένες, καθόλου προκλητικές. Χρησιμοποιεί λέξεις σεμνές και προσεγμένες για καταστάσεις που βρίσκονται στο όριο ή έχουν ξεφύγει από τα δεδομένα μια συμβατικής καθημερινότητας. Κάποιες φορές παρεισφρέουν λέξεις περισσότερο προφορικές, μιας αργκό, κατάλληλες για τα γραφόμενα:
Οτιδήποτε μας αγγίξει / Τελειώνει. / Το διαχειριζόμαστε μπάνικα: / «κάτι που το ξέρω απ’ έξω, δεν με τρομάζει πια» / Αγάπες χυμένες στο δρόμο / ερήμην και φλύαρες
(«Κατοικίδιο»)
Άνθρωποι με αιχμηρά προβλήματα παλεύουν με τον εαυτό τους και με το περιβάλλον, και τις περισσότερες φορές δεν βρίσκουν δικαίωση. Ο χρόνος αμείλικτος κινεί τα νήματα και τα πάσχοντα άτομα διαλύονται μέσα στο πέρασμά του, αναζητώντας απεγνωσμένα λίγη αγάπη. Κερδίζουν σίγουρα τη ζωή και τη δικαίωση μιας ποιητικής γραφής.
* Η ΚΟΥΛΑ ΑΔΑΛΟΓΛΟΥ είναι ποιήτρια.