Για την ποιητική συλλογή του Αργύρη Παλούκα «Άνθρωποι που γελάνε» (εκδ. Κριτική).
Της Άλκηστης Σουλογιάννη
Το περιεχόμενο του εσωτερικού ανθρώπου σε αντιδιαστολή προς το κοινωνικό προσωπείο του, και περαιτέρω: Η αντίδραση του εσωτερικού ανθρώπου, με όχημα τον σαρκασμό, το στοιχείο του απροσδόκητου, την παραβίαση της κοινής λογικής, απέναντι στη λεγόμενη αντικειμενική πραγματικότητα, όπως αυτή αντιστοιχεί στον διάλογο ανάμεσα στις συνθήκες του βίου και στο γενικό φαινόμενο του θανάτου. Με αυτά τα δεδομένα οδηγούμαστε εκ προοιμίου και στην πρόσληψη του τίτλου της ποιητικής συλλογής Άνθρωποι που γελάνε (ίσως εδώ κάποιος, με αυτή την ευκαιρία και με ομόλογη απροσδόκητη διάθεση, θα μπορούσε να θυμηθεί και τη γνωστή ρήση «Χαμογελάτε, κάνετε τους άλλους να ανησυχούν»).
Εδώ οι ανθρώπινες καταστάσεις προβάλλονται στα φαινόμενα και στα στοιχεία της φύσης, οι δεσμοί με πρόσωπα και πράγματα εξασφαλίζουν διόδους επικοινωνίας με την εξωτερική πραγματικότητα, ενώ η αναφορά στο Υπέρτατο Όν διεκπεραιώνεται με διαύλους διαπροσωπικής επικοινωνίας.
Κάτω από αυτόν τον τίτλο ως προληπτική δήλωση σημαινομένων για την οργάνωση του κειμενικού κόσμου του βιβλίου, ο Αργύρης Παλούκας φαίνεται να διαχειρίζεται με ευρηματικό τρόπο έννοιες, όπως είναι η ροή του χρόνου με έμφαση στο προσωπικό παρελθόν, η ψυχή και η ύπαρξη, τα προϊόντα των αισθήσεων και το περιεχόμενο των συναισθημάτων για το φέρον σώμα, η διελκυστίνδα ανάμεσα στη ζωή και στον θάνατο, η αγάπη και ο έρως, η παραμυθία, η φιλία, η συγχώρεση, η ελπίδα, η βούληση και η επιθυμία, η καλοσύνη, ο φόβος. Κυρίως στην ποιητική συλλογή ανιχνεύουμε μια ενδιαφέρουσα διαδικασία για την αποτύπωση διαπροσωπικών επιλεκτικών σχέσεων στο πλαίσιο της υποκειμενικής πραγματικότητας. Στις περιοχές αυτής της πραγματικότητας εντοπίζουμε τη φαντασία ως κυρίαρχο δομικό παράγοντα, την αγάπη ως βιοτικό πλαίσιο και τη μοναξιά ως δήλωση της αυτάρκειας του εσωτερικού ανθρώπου. Εδώ οι ανθρώπινες καταστάσεις προβάλλονται στα φαινόμενα και στα στοιχεία της φύσης, οι δεσμοί με πρόσωπα και πράγματα εξασφαλίζουν διόδους επικοινωνίας με την εξωτερική πραγματικότητα, ενώ η αναφορά στο Υπέρτατο Όν διεκπεραιώνεται με διαύλους διαπροσωπικής επικοινωνίας.
Αυτές τις λεπτομέρειες αποδίδει λόγος άμεσος, πλήρης συναισθήματος, παραστατικός και συνδηλωτικός, αφοριστικός, απροσδόκητος, σαρκαστικός και ανατρεπτικός, που μεταφέρει στοιχεία τόσο του καθημερινού βίου όσο και του κόσμου των ιδεών, και ενίοτε αφήνει να διαφανεί ποιότητα λόγου προς εαυτόν σαν μια ασφαλή κοίτη για την εξωστρεφή, συνεχή, αδιατάρακτη ροή του φορτίου της συνείδησης (πράγμα που φαίνεται να χαρτογραφεί παραστατικά η απουσία ιδιαίτερων τίτλων στα ποιήματα της συλλογής). Υπ’ αυτές τις συνθήκες, ο Αργύρης Παλούκας αξιοποιεί την οικονομική χρήση της γλώσσας. Με τον τρόπο αυτόν στα δομικά υλικά της συλλογής εντάσσονται αφενός ολιγόστιχα ποιήματα-μινιατούρες με πυκνή σύνθεση σημαινομένων, και αφετέρου κείμενα «κλειστά», τα οποία στο επίπεδο μιας πρώτης ανάγνωσης δεν επιτρέπουν την άμεση προσέγγιση, ταυτόχρονα όμως λειτουργούν ως ανοιχτά σημασιολογικά πεδία προσπελάσιμα για τους αναγνώστες ανάλογα με την αναγνώριση πληροφοριών κατά την κατάδυση στη διαστρωμάτωση της θεματικής οργάνωσης των ποιημάτων. Ακριβώς τη θεματική και τη συνακόλουθη αισθητική οργάνωση των ποιημάτων προσδιορίζει η χρήση του φαινομένου της μεταφοράς σε συνδυασμό με την αφοριστική διατύπωση και με ενδιαφέροντα προϊόντα.
Π.χ.: «Λέω ένα βράδυ / να εγκαταλείψω τη δικαιοσύνη / σαν αδέσποτο», «Χτίσαμε ένα σπίτι μες στο συρτάρι», «Τα χέρια μου έχουν απομείνει / σαν καλούπι χωρίς περιεχόμενο», «Ξέρεις τίποτα για τη ζωή εδώ; / Ξασπρίζει αργά αργά σαν ρούχο / που κάποιος ξέχασε να μαζέψει», «Ούτε τη βροχή δεν εννοεί ο καιρός. / Ανόρεχτα τη ρίχνει όπως εσύ το φιλί», «Κοίτα πού φύτρωσε η αγάπη μας. / […] / Σκυλί ο φόβος, ξαπλώνει στον ίσκιο της», «Πήραμε το καλοκαίρι στους ώμους», «Είναι ωραία σ’ αυτή την εσοχή του χρόνου, / […] / Βρίσκεσαι εκεί συνήθως από μεγάλη λύπη / που σ’ έχει ακολουθήσει σαν άγαλμα / φεύγοντας απ’ το μουσείο», «Οι βάρκες πλέουν στ’ ανοιχτά, / τα κουπιά, λυμένα σχεδόν, / χτυπάνε πάνω στο νερό / σαν παιδιά που ψάχνουν το δίκιο τους», «Οι επιθυμίες τους σωριάζονται σαν άλογα / εκεί που τρέχουν», «ο φόβος δεν βρίσκει τον δρόμο να γυρίσει».
Επίσης: «Οι μισές δουλειές είν’ ολόκληρες», «Ο χρόνος τόσος που μου φτάνει / για να γεράσω δέκα φορές», «Μόνος του γυρίζει καθένας στη φωλιά του», «Άμα πηγαίνεις / μόνο εκεί που σε θέλουν / χώμα σωστό διάλεξες / κι εκεί που χώμα δεν έχει», «Στους φτωχούς έδωσε ο Θεός / το κρύο για τιμωρία / και σ’ εμάς τους φτωχότερους, / που μένουμε πίσω / για να κρατάμε ξύπνια τη χαρά, / ένα άλογο / που το πήγαμε να ζήσει στη θάλασσα».
Είναι φανερό ότι η ισότιμη σχέση μεταφοράς και αφοριστικής διατύπωσης προσδιορίζει την ποιότητα των γραμματικών εικόνων. Με αυτή την προϋπόθεση η ποιητική συλλογή αντιστοιχεί σε μια πλούσια πινακοθήκη εσωτερικών τοπίων.
Είναι φανερό ότι η ισότιμη σχέση μεταφοράς και αφοριστικής διατύπωσης προσδιορίζει την ποιότητα των γραμματικών εικόνων. Με αυτή την προϋπόθεση η ποιητική συλλογή αντιστοιχεί σε μια πλούσια πινακοθήκη εσωτερικών τοπίων, για τη σύνθεση των οποίων έχει αξιοποιηθεί υλικό από τον εξωτερικό, αντικειμενικό κόσμο, όπως είναι το φως και το σκοτάδι, η θάλασσα και η άμμος, τα βουνά και οι λίμνες, ο γκρεμός και η πεδιάδα, οι δρόμοι και τα δέντρα, οι άνθρωποι και τα αγάλματα, ακόμα: το άλογο, ο σκύλος, τα πουλιά. Το υλικό αυτό αποδίδει παραστατικά λεπτομέρειες από τον χωροχρόνο του εσωτερικού ανθρώπου. Για την πρόσληψη αυτών των λεπτομερειών η δημιουργική ανάγνωση βρίσκει ιδιαίτερα ερείσματα στα εσωτερικά τοπία που αντιστοιχούν στα ποιήματα-μινιατούρες.
Εξάλλου, για την ποιότητα του κειμενικού κόσμου της ποιητικής συλλογής συνδυάζονται η οικονομία της αφηγηματικής ροής και τα μέτρα του ρυθμού. Ειδικότερα ο ρυθμός στα εν προκειμένω ποιήματα του Αργύρη Παλούκα αναγνωρίζεται ως το αποτέλεσμα από μια μορφή σειραϊκής χρήσης του τόνου κατά τον συνδυασμό των λέξεων στη δομή των στίχων (όπου εμπλέκονται και ποικίλες παρηχήσεις). Π.χ.: «αίσθημα δυνατό για κείνους που πιστεύουν», «πάω να κόψω μίσχο σε γκρεμό», «Οι μισές δουλειές είν’ ολόκληρες», «Ορκίζομαι να βλέπω μόνο τα μάτια σου», «Ξεθάβεις απ’ την άμμο κάτι καθαρό;», «Μόνος του γυρίζει καθένας στη φωλιά του», «έβγαλες φύλλα μέσα στον χειμώνα», «Είναι ωραία σ’ αυτή την εσοχή του χρόνου», «Οι βάρκες πλέουν στ’ ανοιχτά», «ο φόβος δεν βρίσκει τον δρόμο να γυρίσει».
Εντέλει, έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να εντοπίζουμε διεργασίες που ορίζουν τη λειτουργία εργαστηρίων με προϊόντα λογοτεχνικής γραφής. Ένα τέτοιο εργαστήριο φαίνεται να αξιοποιεί και ο Αργύρης Παλούκας κατά τη συνεπή εν εξελίξει δημιουργική διαδρομή του, όπως (αναγνωρίζουμε να) δηλώνει με σαφήνεια στις λεπτομέρειές της η ανά χείρας ποιητική συλλογή Άνθρωποι που γελάνε, αν μάλιστα αυτή συνεκτιμηθείμε την προγενέστερη λογοτεχνική παραγωγή του: με την πρώτη ποιητική συλλογή υπό τον τίτλο Το ξέφτι (2007), και κυρίως με τις δύο επόμενες Το αλάτι πίσω από τ’ αυτί (2009) και Θέλω το σώμα μου πίσω (2011).
* Η ΑΛΚΗΣΤΙΣ ΣΟΥΛΟΓΙΑΝΝΗ είναι διδάκτωρ Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και κριτικός βιβλίου.
Απόσπασμα από το βιβλίο