Όταν αποσπάσματα που αρχικά απορρίφθηκαν επιστρέφουν αναβιβασμένα. Του Γιώργου Χ. Θεοχάρη
Όποιος γράφει ποιήματα το ξέρει δα καλά: Όλο και πιο συχνά αποθηκεύει στίχους, που απορρίφθηκαν στην τελική του κρίση, τους ρίχνει στο συρτάρι άτσαλα ή μέσα σε ντοσιέ τούς αποθέτει, σε μια δοκιμασία λησμονιάς τούς υποβάλλει, μα οι λέξεις αντιστέκονται,
Μια τέτοια επιτυχία χαίρεται ο ποιητής Ορέστης Αλεξάκης με την ανάδειξη αναξιοποίητου υλικού της γραφής του που συγκέντρωσε στη συλλογή: «Το άλμπουμ των αποκομμάτων» (Γαβριηλίδης, 2009).
Κι ωστόσο, η αξία του βιβλίου συνίσταται στο ότι το patchwork συντέθηκε έτσι που και υφολογικά είναι στέρεο και μορφικά αξιοπρόσεκτο και ρυθμικά ενδιαφέρον και ποικίλο, ώστε σ’ έναν βαθμό ν’ αποτελεί «επίμετρο» της μέχρι τώρα ποιητικής δημιουργίας του Αλεξάκη.
Στο πρώτο μέρος («Νεκροί στην πόλη») γίνεται μια ανάκληση νεκρών. Ο άνθρωπος, όσο ζει, δεν είναι παρά μια παραλλαγή του κενού το οποίο αφήνει όταν πια φύγει από τη ζωή. Ο ποιητής εδώ, σ’ αυτή τη λογοτεχνική νέκυα, δεν είναι παρά ένας «εθελοντής ληξίαρχος της μνήμης» και, πιθανώς, ένας από καιρό απών κι ο ίδιος, που στην καταγραφή τού διαφεύγει η απουσία του. Σ’ ένα ποίημα της πρώτης ενότητας συνομιλεί με τον Καβάφη αντιλέγοντας, σε ένα δεύτερο ριμάρει με το άγριο πάθος του Βερλέν.
Ένας πένθιμος λυρισμός κυριαρχεί στο δεύτερο μέρος («Ίχνη στην σκόνη»). Ο ποιητής μοιρολογεί την πορεία του ανθρώπου προς τη φθορά, που προοδευτικά καταλαμβάνει κάθε πτυχή της ύπαρξης. Ο καταδικασμένος της ανυπαρξίας, βαδίζοντας για το απροσδιόριστο, «το πέραν πάσης μνήμης», μπορεί να «δραπετεύει» μόνον διά της μνήμης, επιστρέφοντας στην παιδική ηλικία, «στο θάλπος και το φως μιας εποχής / αιώνιου γλυκασμού και ανθοφορίας».
Το τρίτο μέρος («Ο μεταμφιεσμένος χρόνος») αφιερώνεται στη μνήμη του ποιητή Διομήδη Βλάχου. Εδώ ο Αλεξάκης ιχνογραφεί την ανυπαρξία, «το Τίποτα», το οποίο δεν μας περιμένει αλλά το κουβαλάμε μέσα μας, είμαστ’ εμείς το Τίποτα, είμαστε το λαμπρό Μηδέν, νομίζοντας πως είμαστε το Παν.
Στο ακόλουθο απόκομμα συνοψίζεται, νομίζω, η οντολογική προβληματική του βιβλίου: «Ακούω τα βήματά μου στο κενό / αναχωρώ / ή μήπως επιστρέφω;».
Επτανήσιος, ο Αλεξάκης ασκείται στην ποίηση των αποσπασμάτων, στα ίχνη του Μεγάλου Ζακύνθιου που με σπαράγματα αρχιτεκτόνησε το έργο του.