Για την ποιητική συλλογή του Κώστα Κουτσουρέλη «Νύχτα» (εκδ. Κίχλη).
Του Σωτήρη Γουνελά
Θα μπορούσε να μιλήσει κανείς για την απόλυτη προσωποποίηση της Νύχτας. Μέσα από τον επαναλαμβανόμενο στίχο που αναφέρεται στο είδος της καρδιάς της Νύχτας έχουμε τις παρακάτω εικόνες:
Η Νύχτα εδώ αναδύεται μυστηριακή, προσωπική, ανθρωποκεντρική κατά ένα μέρος, συνδυάζεται με ένα ανθρώπινο πλάσμα το οποίο κυοφορείται και ετοιμάζεται στα έγκατα μιας άλλης ανθρώπινης παρουσίας.
Εδώ δεν είναι καθόλου η Νύχτα μια εναλλαγή φωτός σε σχέση με την ημέρα ή μια κατάσταση του ύπνου ή της αγρύπνιας ή του ξεφαντώματος. Η Νύχτα εδώ αναδύεται μυστηριακή, προσωπική, ανθρωποκεντρική κατά ένα μέρος, συνδυάζεται με ένα ανθρώπινο πλάσμα το οποίο κυοφορείται και ετοιμάζεται στα έγκατα μιας άλλης ανθρώπινης παρουσίας. Θα μπορούσε ακόμη να ειπωθεί ότι Νύχτα εδώ σημαίνει και Ζωή, γιατί όντως αυτό που κυοφορείται μέσα σε μια μορφή σκοτεινιάς ή κρυψώνας, σημαίνει μια νέα ζωή που πρόκειται να φανερωθεί στο φως. Και βεβαίως η Ζωή, είτε στη γενικότητά της –αν μπορεί να ειπωθεί αυτό γιατί κατά βάθος δεν υπάρχει γενική ζωή– έχει μέσα από μία ή πολλές ποιητικές μεταφορές αλλά και πραγματικότητες, καρδιά από γάλα, καρδιά από στάχτη, καρδιά από αιθάλη, καρδιά από σπέρμα, από ειρήνη, από σκέψη, από μάτια. Υπάρχει κάτι από αυτά που δεν το έχει η Ζωή;
Η διακύμανση της ποιητικής αυτής σύνθεσης ακούει στα ονόματα νάρκωση, βύθιση, υπνολαλία, ονείρωξη, ανάνηψη, εγρήγορση, έγερση. Εφτά δηλαδή καταγραφές μιας εξαιρετικά ζωντανής ποιητικής έκφρασης, σε ρυθμό εσωτερικής υπαγόρευσης θα έλεγα, μιας πηγαίας κίνησης ή «ψυχικού κινήματος» για να θυμηθούμε τον Σολωμό, μιας εκτίναξης λέξεων και στίχων προς έναν καλπάζοντα λυρισμό που δεν χάνει πουθενά την προσήλωσή του στο μυστήριο της ζωής και της νύχτας. Τι ακούμε να λέγεται; Στην οθόνη όπου σήμερα δια της τεχνολογίας αντικρίζουν οι γονείς το κυοφορούμενο ακούμε τους στίχους:
Έτσι μεταγράφει ο ποιητής αυτό που είδε μα και αυτό που φαντάστηκε μέσα από μια φαντασία εξημμένη και οξυμένη. Και τι είναι το γάλα πέρα από τροφή για το νεογέννητο που έρχεται; Η λεύκανση των πάντων, αυτό το λευκό που απλώνεται και φωτίζει τη νύχτα, φωτίζει το όποιο σκοτάδι, φωτίζει τη ζωή στην αρχή της μέσα από πρακτικές και καθημερινές δόσεις και πράξεις, αυτό που σχεδόν μας εισάγει στη ζωή και στον κόσμο. Και τι είναι η στάχτη που ακολουθεί στη «βύθιση»; Είναι ο κουρνιαχτός που απλώνεται στον κόσμο και στην ψυχή του ανθρώπου, μυριάδες σωρευμένες σκοτοδίνες που εναλλάσσονται, όπως η χαρά με τη λύπη, τα φωτεινά αισθήματα με τα σκοτεινά, για να ακουστούν εκείνα τα:
H νύχτα έχει συνδεθεί με την ποιητική γέννα, με εκείνη τη βαθιά ησυχία που απαιτεί η δημιουργία, αυτό το αποτράβηγμα από τα σκέρτσα, τα καμώματα, τις ανοησίες και τις πλεκτάνες της καθημερινότητας, για να υπάρξει το έργο.
Μέσα από την προσωποποιημένη Νύχτα ξεδιπλώνεται ο άνθρωπος, στα κρυφά του και τα φανερά του, στις υπόγειες διαδρομές του, στις πράξεις και στις σκέψεις του, σ’ ένα κατακλυσμό συλλήψεων που υλοποιούνται ή που μένουν απραγματοποίητες, ωστόσο υπάρχουν, σκιρτούν κρυφά, σχεδόν παραμονεύουν, ψάχνουν τη στιγμή της έκφρασης ή της υλοποίησης. Δεν πρέπει να παραλείψω να πω ότι η νύχτα έχει συνδεθεί με την ποιητική γέννα, με εκείνη τη βαθιά ησυχία που απαιτεί η δημιουργία, αυτό το αποτράβηγμα από τα σκέρτσα, τα καμώματα, τις ανοησίες και τις πλεκτάνες της καθημερινότητας, για να υπάρξει το έργο: το έργο, είτε πρόκειται για αληθινό βρέφος που βλέπει το φως είτε για ποίηση, ακολουθεί τη διατύπωση του Ρίλκε: «Αφήστε κάθε εντύπωση, κάθε σπόρο συναισθήματος να ωριμάζει μέσα σας, στο σκοτάδι, στο χώρο του ανείπωτου, του υποσυνείδητου, όπου δεν φτάνει η νόησή σας ∙ και, με βαθιά ταπεινωσύνη κι υπομονή, προσμείνετε την ώρα που θα γεννηθεί ένα καινούργιο φεγγοβόλημα». (Γράμματα σ’ ένα νέο ποιητή, Ίκαρος σ. 34-35). Γι’ αυτό εξάλλου, πρέπει να καταλάβουμε ότι είναι άλλο ζω την τέχνη και την ποίηση και άλλο τη διαβάζω, τη μελετώ ή τη θαυμάζω. Στο μέρος της «εγρήγορσης» διαβάζουμε:
γελάει μαζί σου γάργαρη παιδίσκη…
Να πώς βρέθηκε ο Ηράκλειτος μέσα στο ποίημα. Γιατί αυτό το απόσπασμα και ειδικά ο στίχος «Ο χρόνος είναι ένα παιδί, που παίζει» παραλλάσει το απόσπασμα του Εφέσιου «αιών έστιν παις παίζων πεσσεύων. Παιδός η βασιλίη», που φτάνει ακόμη πιο πέρα από τους στίχους του Κουτσουρέλη, αλλά που διαβάζοντάς τους στη Νύχτα δεν μπορείς να μη σκεφτείς πόσο η ποίηση ανοίγει δρόμο για να φτάσει κανείς σε αλήθειες πανανθρώπινες ή να συναντηθεί μαζί τους. Ούτε ακόμη μπορεί να μην έρθει στον νου σου η λησμονημένη ευαγγελική ρήση: «αν δεν στραφείτε να γίνετε σαν τα παιδιά, δεν μπορείτε να εισέλθετε στη βασιλεία των ουρανών». Όλα αυτά με αφορμή και χάρη στο «ελευσομένω», «στο ερχόμενο» δηλαδή, στο οποίο και αφιερώνεται το πόνημα. Τελευταίο στη σειρά, το μέρος της «έγερσης». Γιατί η Νύχτα τελειώνει. Εγείρεται το πέπλο, η ψυχή, το σώμα, το πνεύμα, ο άνθρωπος, μπαίνει το άλλο φως και ανοίγουν τα μάτια. Γι’ αυτό και το ποίημα αυτό διαποτίζεται, κατοικείται και ορίζεται από τη λέξη «μάτια» που επαναλαμβάνεται πλειστάκις μαζί με την απαραίτητη λυρική έξαρση και ένα απύθμενο άνοιγμα της όρασης ώστε να περιλάβει τα πάντα. Για να φανεί τι λέω παραθέτω στίχους από την «έγερση»:
Η Νύχτα τελειώνει. Εγείρεται το πέπλο, η ψυχή, το σώμα, το πνεύμα, ο άνθρωπος, μπαίνει το άλλο φως και ανοίγουν τα μάτια.
Το μέρος της «έγερσης» –τελευταίο της ποιητικής ενότητας που αποτελεί η Νύχτα– συντίθεται όπως και τα υπόλοιπα από οχτώ τρίστιχα κι ένα τελευταίο χωριστό ακροστίχιο. Από το δείγμα που παρουσιάζω εδώ φαίνεται το άπλωμα της ποιητικής θέασης, το παρακολούθημα μιας πορείας, γέννηση ανθρώπου, διασταύρωση με τις ποικίλες όψεις του κόσμου, διείσδυση μέσα στον κόσμο, τον φανερό και τον αφανέρωτο, τον κόσμο των αισθήσεων και τον άλλο, τον κόσμο των φυσικών φαινομένων και των μεταφυσικών, τον κόσμο που βλέπουν τα φυσικά μας μάτια αλλά και τα άλλα, και προπαντός τα άλλα, γιατί εκεί μέσα σκιρτά η ποίηση και εκεί πλάθονται οι μορφές και οι εικόνες.
* O ΣΩΤΗΡΗΣ ΓΟΥΝΕΛΑΣ είναι συγγραφέας.
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗ