Για την ποιητική συλλογή της Ειρήνης Ρηνιώτη «Μια βόλτα μόνο» (εκδ. Άγρα).
Του Γιώργου Κ. Ψάλτη
Στο βιβλίο αυτό, η Ειρήνη Ρηνιώτη γιορτάζει την επιλογή της να ζει ως ποιήτρια, να καταλαβαίνει τον κόσμο μέσα από έναν κώδικα που έχει βρει στην ποίηση. Μια βόλτα μόνο λέγεται το βιβλίο κι αρχίζει με το ποίημα «Ποδηλασία», και με τον στίχο: «Άστραφτε το ποδήλατο στον ήλιο», μάλλον αναφορά στον ορισμό του Ανδρέα Εμπειρίκου: «Ποίησις είναι ανάπτυξι στίλβοντος ποδηλάτου». Ένα ποδήλατο που στίλβει, που αστράφτει στον ήλιο, αλλά κάτι που στίλβει ενδεχομένως καν δεν φαίνεται στο σκοτάδι.
Έχει στιγμές παλιές, παιδικής ηλικίας, νεανικής ηλικίας, και τωρινές το βιβλίο, είναι έντονα βιογραφικό του ποιητικού υποκείμενου, κι αυτό που ενώνει τις διακριτικά ειπωμένες ιστορίες της συλλογής αυτής είναι η αντίληψη ότι η ζωή της είναι μία εμπειρία την οποία καταλαβαίνει λόγω της ποίησης.
Έχει στιγμές παλιές, παιδικής ηλικίας, νεανικής ηλικίας, και τωρινές το βιβλίο, είναι έντονα βιογραφικό του ποιητικού υποκείμενου, κι αυτό που ενώνει τις διακριτικά ειπωμένες ιστορίες της συλλογής αυτής είναι η αντίληψη ότι η ζωή της είναι μία εμπειρία την οποία καταλαβαίνει λόγω της ποίησης. Κι όσα έχει ζήσει γίνονται η αφορμή να αντιληφθεί τον κόσμο μέσα από την ποίηση. Νομίζω είναι κάτι σπουδαίο, είναι ένα φτάσιμο για κάποιον που προσπαθεί να αφιερωθεί στην ποίηση, η Ρηνιώτη έχει κάνει εκτενή πορεία, ξεκίνησε αρκετά νέα, το 1986, γεννήθηκε το 1964, και αυτό όλο το συνοψίζει σεμνά, έτσι το καταλαβαίνω, ως κάτι που δεν είναι συγκλονιστικό αλλά ισχύει μέσα της ως σημαντικό. Μια βόλτα μόνο. Και μου αρέσει επίσης πολύ που το βιβλίο κλείνει μ’ ένα ποίημα με τίτλο «Κύκλος», που εμένα με πήγε στη ρόδα. Όλο το βιβλίο έχει μία κυκλικότητα. Ένα ποδήλατο κινείται, δεν είναι στατικό, δεν εννοούμε ποδήλατο γυμναστηρίου, εννοούμε ένα ποδήλατο το οποίο προχωράει. «Ανάπτυξι στίλβοντος ποδηλάτου». Το ίδιο το ποδήλατο όμως είναι σαν να πηγαίνει γύρω-γύρω σ’ έναν κύκλο. Πολύ έντονη η εικόνα αυτή, το κάθε περιστατικό της ζωής καθενός μας είναι ένας κύκλος, μπορεί να ερμηνευθεί ως πλήρης κύκλος, που όμως περιστρέφεται. Κι επίσης ο κύκλος αυτός –του κάθε περιστατικού– εντάσσεται σε έναν μεγαλύτερο κύκλο που είναι η ζωή μας.
Τη ζωή της, η αφηγήτρια, το ποιητικό υποκείμενο του βιβλίου, διαλέγει να τη ζήσει με αυτό που βρήκε, και λυτρώθηκε, και έτσι μπορεί και συνεχίζει, σε μια ριζικά διαφορετική αντίληψη του κόσμου, η οποία της επιτρέπει να παίρνει τις αποστάσεις που έχει ανάγκη από ανθρώπους τυπικά οικείους, και να συμμετέχει στην ποίηση. «Η εκδρομή αυτή δεν έχει τέλος», κατά Ανδρέα Εμπειρίκο. Γράφει σ’ ένα ποίημα του βιβλίου: «… κι αρχίσαμε να ζωγραφίζουμε / τον εαυτό μας στη αγχόνη / Για κάθε λάθος γράμμα ένα μέλος / Η κάθε λέξη ένας κρεμασμένος / Έτσι μάθαμε πώς γράφεται η Ποίηση».
Ζούμε σε μια απρόσμενη εποχή, παιδιά της πόλης δεν έχουν πιάσει ποτέ χώμα, πιάνουν χώμα και θέλουν αμέσως να πλύνουν τα χέρια. Κι η άμμος χώμα είναι, σε άλλη μορφή. Παιδιά σε μια παραλία την πιάνουν χωρίς να σιχαίνονται και χτίζουν πύργους, έχουν τις γνώσεις ότι θα τους απαλείψει το κύμα κι ότι ο βυθός αλλάζει μορφή, ξέρουν ότι στον ουρανό έχει πύργους, και συνηθίζουν, κι επιβιώνουν.
Ζούμε σε μια απρόσμενη εποχή, παιδιά της πόλης δεν έχουν πιάσει ποτέ χώμα, πιάνουν χώμα και θέλουν αμέσως να πλύνουν τα χέρια. Κι η άμμος χώμα είναι, σε άλλη μορφή. Παιδιά σε μια παραλία την πιάνουν χωρίς να σιχαίνονται και χτίζουν πύργους, έχουν τις γνώσεις ότι θα τους απαλείψει το κύμα κι ότι ο βυθός αλλάζει μορφή, ξέρουν ότι στον ουρανό έχει πύργους, και συνηθίζουν, κι επιβιώνουν. Έξοδος το «ανάστροφο βάθος του πηγαδιού», ο πυθμένας του προσκαλεί την αφηγήτρια να βυθιστεί στην επιφάνεια του νερού, απ’ την ανάποδη να δει τον εαυτό. Στρέφει την προσοχή της στον ουρανό. «Αλλιώς μάς τα είπαν κι είναι όλα αλλιώς», τυλίγεται στην ομίχλη, ούτε φαίνεται ούτε βλέπει, γίνεται σώμα ανώνυμο που δέχεται άντρες, η ίδια απέχει παρεκτός ως εικόνα, ιδρώνει τις νύχτες, ανασηκώνεται στο κρεβάτι, στις μνήμες της αποκλείει να μπει, χάνουν ως νόημα όσα έχει βιώσει, είναι εντελώς μαύρη. Ξαπλώνει σε χακί κουβέρτα του στρατού, το σώμα της σπαρταράει όμως μαθαίνει τι θέλει να πει χρόνια μετά, αφότου διάβασε τα Τέσσερα Κουαρτέτα του Έλιοτ: ο χρόνος διαστέλλεται κι η μοναξιά είναι εγκάρσια τομή στις αντιθέσεις. Στο προηγούμενο βιβλίο της, στον Ίλιγγο (εκδ. Άγρα), η Ρηνιώτη αναρωτιόταν «πώς να υπάρξεις ανάμεσα σε δύο γκρεμούς / που ανοιγοκλείνουν ένα στόμα από πέτρα // Βράχος αντίκρυ στον βράχο». Κι είχε ένα ποίημα, οκτώ λέξεις σε τέσσερεις στίχους, που λέει «Στην άκρη άκρη / του γκρεμού / ανοίγουν / τα φτερά».
Η κουβέρτα ήταν χακί. Ο ρεαλισμός πρωτίστως συμβαίνει στο σώμα, φανταστείτε τη γυναίκα να περπατάει στο όριο ενός γκρεμού πλάι στη θάλασσα, κι ένα κυπαρίσσι να λυγίζει. Να τη γοητεύει ο άνεμος, να λέει όπως ο Κουρμπέ «Δεν μπορώ να ζωγραφίσω έναν άγγελο / γιατί ποτέ μου δεν είδα κανέναν», ν’ ανοίγει τα κουμπιά στο στήθος της, να νιώθει μέσα της την τρικυμία, τον σπασμό ενός άντρα στη μήτρα της, να τινάζει το χορτάρι απ’ το φουστάνι της, στους ώμους της ν’ ανοίγουν φτερά.
* Ομιλία στην παρουσίαση του βιβλίου στη Μάντρα Μπλόκου Κοκκινιάς, στις 21 Νοεμβρίου 2017
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ Κ. ΨΑΛΤΗΣ είναι ποιητής.