Για την ποιητική συλλογή του Αλέξιου Μάινα «Το ξυράφι του Όκαμ» (εκδ. Μικρή Άρκτος).
Του Ζαφείρη Νικήτα
Το Ξυράφι του Όκαμ, η δεύτερη συλλογή του Αλέξιου Μάινα, καταγράφει το εικοσιτετράωρο ενός ποιητή-αφηγητή. Αποτυπώνει τη διαρκή ροή της συνείδησής του μια ημέρα Πέμπτη στην Αθήνα της κρίσης. Ο ποιητής, επισημαίνει πλαγίως ο Μάινας, δεν κοιμάται ποτέ. Η μέρα του ξεκινά αχάραγα, στις 06:37 π.μ. με τις πρώτες γουλιές του καφέ και το κοφτερό ξύρισμα στο μπάνιο. Περνά το πρωινό στο σπίτι, δίπλα σε «ναυπηγεία μερικής νωχέλειας». Η σκέψη του είναι μια περιδίνηση: κοιτά έξω από τα παράθυρα, ενδοσκοπεί και ανακαλεί τη χθεσινή μέρα του. Η εξωτερική πραγματικότητα πασχίζει να αποκτήσει τη θέση της εμβολίζοντας την εσωτερική.
γεμίζουν το κενό μηνών χωρίς επίσκεψη
της μνήμης
δείχνοντας ο ένας
Ανάλογη είναι η συνέχεια. Το μεσημέρι ο ποιητής-αφηγητής ξεκινά τη διαδρομή του στην πόλη. Από Μπενάκη, συνεχίζει τη διαδρομή του με τον φίλο του Μάρκο στην Ομόνοια, «ανάμεσα στους μετανάστες». Έπειτα περπατά προς τον Κεραμεικό, κι από εκεί ανηφορίζει προς το Θησείο. Λίγο αργότερα, καθώς φτάνει το απόγευμα, συναντά την κοπέλα του Χριστίνα, ενώ η σκέψη του ερωτοτροπεί με μια άγνωστη γυναίκα. «Είναι ίσως η γυναίκα των ονείρων μου», γράφει για την άγνωστη ο ποιητής, «γιατί τα μάτια της δε φαίνονται».
Το απόγευμα η βόλτα συνεχίζει στην παραθαλάσσια Γλυφάδα. Σε όλη τη διαδρομή ο αφηγητής καταγράφει τους συλλογισμούς του και ακολουθεί τη μέθοδο που έχει προαποφασίσει. Η μέθοδος περιλαμβάνει τρία μέρη: «Νιώσιμο – ψυχολογική συνειδητοποίηση / Σκέψιμο – διανοητική διείσδυση / Γράψιμο – χρήση κατακτημένων τεχνικών κατάθεσης». Το βράδυ, μαζί με τη Χριστίνα, πηγαίνει στο θέατρο. Περνά έτσι σε έναν ακόμη επιβεβλημένο χώρο μεταξύ ρεαλισμού και ψευδαίσθησης.
Η βιοπάλη εξέχει ολοένα ψηλότερα στην κλίμακα των αναγκών, απειλώντας τη νωχέλεια της ρέμβης. Η οικονομική κρίση έχει χτυπήσει το αναπόφευκτο καμπανάκι της.
Αργά το βράδυ, ο ομιλών «εσπεράντο των μονόκλινων» μένει μόνος. Κατευθύνεται προς Πειραιά και Πέραμα. Η αφήγηση της επιστροφής, μέσα στην κορύφωση της νύχτας, είναι ήρεμη. Η σκέψη αραιώνει, ετοιμάζεται για τον ύπνο ή, ίσως, τον ακατάσχετο θόρυβο της επόμενης μέρας. Περνώντας από τους θάμνους μιας έπαυλης, όπου «ρομαντζάρει ασύστολα», ο ποιητής έρχεται προ μιας σκληρής διαπίστωσης: «ο ποιητικός οίστρος μπροστά / στην πραγματικότητα των χρημάτων / σαν ξεκοιλιασμένο απ’ τις αλεπούδες / του πάρκου αγριογούρουνο».
Η εικόνα αυτή, της μεταμεσονύχτιας σφαγής ενός αιθεροβάμονα, έχει οιωνιστεί νωρίτερα στη συλλογή: «σαν να μου δίνουν 50€ την ημέρα να γράφω» λέει ήδη από το πρωί ο αφηγητής. «Δε ζει κανείς δωρεάν». Η βιοπάλη εξέχει ολοένα ψηλότερα στην κλίμακα των αναγκών, απειλώντας τη νωχέλεια της ρέμβης. Η οικονομική κρίση, «που συγκεντρώνει τα ταξί στο κέντρο», έχει χτυπήσει το αναπόφευκτο καμπανάκι της.
«Τι ακριβώς είναι οι εποχές;» διερωτάται νωρίς στη συλλογή ο Μάινας. Τι είναι ο αέναος χρόνος; Κι απαντά: «Ο κύκλος λένε είναι παιδί της αιωνιότητας». Συνεχίζει, όμως, αντιλέγοντας: «αλλά είναι τόπος διασυρμού, σκολίωσης / και σταδιακής τριχόπτωσης».
Αυτή ακριβώς η προβληματική βρίσκεται στο κέντρο της αμφίθυμης ταλάντωσης του βιβλίου. Είναι το εικοσιτετράωρο μια ευειδής χώρα φιλοσοφίας, μια φέτα της αιωνιότητας; Ή το αντίθετο, μια κουρασμένη διαδοχή από δευτερόλεπτα και ώρες, ένα προπύργιο της αναπόφευκτης φθοράς, της δυσμένειας του τέλους; Κάθε στίχος του ποιητή υπάρχει στην κόψη αυτού ακριβώς του ξυραφιού: φιλοκαλούμε και φιλοσοφούμε, ναι, αλλά τα μικροπεριστατικά της ζωής μας, η γύρω μας πραγματικότητα, διεκδικεί νωρίτερα ή αργότερα τη μερίδα που της αναλογεί. Κι είναι βέβαια του λέοντος.
φωνάζουν το σκοτάδι
θα πέθανε τη νύχτα
Ρέματα με μπαζωμένες βροχές
και μισογδαρμένες κνήμες
μια γειτονιά από συνάψεις τοίχων
και ξεραμένες λάμπες ηλεκτρικού.
Πάνω απ’ τις στέγες η εκπνοή της στάχτης
αναζητεί κάτι ακόμα να κάψει.
Αισθητικά, η συλλογή ακολουθεί μια «ολιστική αποσπασματικότητα»: η μέρα καταγράφεται σε fragmenta, μια μορφική επιλογή που παραπέμπει άμεσα στον Νοβάλις, από τον οποίο μάλιστα προέρχεται και το εισαγωγικό παράθεμα της συλλογής, που σημειώνει: «Αναζητούμε παντού το απόλυτο και δε βρίσκουμε παρά μονάχα πράγματα». Αυτά τα χθαμαλά πράγματα, οι φευγαλέες εντυπώσεις, γίνονται εδώ αποσπασματικά ποιήματα: ένα είδος «Eindruck(s)-Gedichte».
Ο τρόπος με τον οποίο κλυδωνίζεται ο σκεπτόμενος περιπατητής, φέρνει στο μυαλό μια από τις μαριονέττες του Κλάιστ. Και κλείνει το μάτι στη σύγχρονη αυτοματοποίηση της ζωής, τη μηχανική της επιβεβλημένης καθημερινότητας, χωρίς ποτέ να την ονοματίζει.
Ο αφηγητής της συλλογής είναι φορέας της γερμανικής γραμματείας της Δύσης του 18ου αιώνα, των αρχών του 19ου, στην Αθήνα του 21ου. Ο πρώιμος γερμανικός Pομαντισμός, στη φιλοσοφική και ποιητική του εκδοχή, είναι η θεωρία που καθορίζει τη μορφική επιλογή. Ο τρόπος με τον οποίο κλυδωνίζεται αυτός ο σκεπτόμενος περιπατητής, φέρνει στο μυαλό μια από τις μαριονέττες του Κλάιστ. Και κλείνει το μάτι στη σύγχρονη αυτοματοποίηση της ζωής, τη μηχανική της επιβεβλημένης καθημερινότητας, χωρίς ποτέ να την ονοματίζει: ο ποιητής μοιάζει υπέροχα παγιδευμένος μέσα στη νεφέλη της σκέψης του.
Αν η παιδεία μας είναι ένα είδος εσωτερικής πατρίδας, τότε ο αφηγητής μάλλον αδυνατεί να μετοικήσει στη γεωγραφική πατρίδα του. Εκεί ή εδώ; Στη σκέψη ή την πράξη; Όλη η συλλογή χτίζεται πάνω σε ένα παιχνίδι χάσματος, στο αμετακίνητο «είτε – είτε» του Σαίρεν Κίρκεγκωρ. Όμως τα λεπτά κυλούν και τα διαρκή ερεθίσματα εναλλάσσονται, δίνοντας από μόνα τους τη σωτήρια απάντηση στο δίλημμα: ένα νέο δίλημμα θ’ ανατείλει.
κάτω απ’ τους εξώστες των ιδανικών.
με βίους και έργα, έργα και πολιτείες
πολιτείες και πολέμους.
δε δικαιούσαι μερίδιο λωτού.
Άλλωστε, το «ξυράφι του Όκαμ», που δίνει τον τίτλο του στη συλλογή, είναι μια φιλοσοφική αρχή που προτείνει την επιλογή της απλούστερης εξήγησης για ένα φαινόμενο, ανάμεσα στις περισσότερες. Όμως πρόκειται απλώς για ένα εργαλείο που χρήζει της κατάλληλης εφαρμογής. Με τον ίδιο τρόπο και το μυαλό, ο ποιητής, ο εργαζόμενος πολίτης, καλείται να επιλέξει τον τρόπο ημερήσιας λειτουργίας του: ανάμεσα στον αγνωστικισμό, τον γνωστικισμό και τη γνωστικότητα.
αύριο θα το παραδεχτούμε ως διάψευση.
* Ο ΖΑΦΕΙΡΗΣ ΝΙΚΗΤΑΣ είναι ποιητής και σκηνοθέτης.
Σελ. 80, τιμή εκδότη €12,74