
Για το συλλογικό τόμο Φυλετικές Θεωρίες στην Ελλάδα (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης)
Του Σωτήρη Βανδώρου
Η ενίσχυση ρατσιστικών στάσεων και συμπεριφορών τα τελευταία χρόνια στην Ευρώπη τείνει να αποδίδεται στην έλευση προσφύγων και μεταναστών ή στην οικονομική δυσπραγία και την επαγγελματική επισφάλεια την οποία, εν μέρει έστω, τη χρεώνονται εν πολλοίς και πάλι οι «ξένοι», ακόμη κι αν αυτοί είναι ήδη κάτοικοι της χώρας, αλλά θεωρούνται στ’ αλήθεια μη «αφομοιώσιμοι», αν όχι ύποπτοι για τρομοκρατικές ενέργειες, ιδίως εάν είναι μουσουλμάνοι.
Ωστόσο, μια τέτοια πρόσληψη της σημερινής συνθήκης δεν προκύπτει εν κενώ. Σχετίζεται αναπόφευκτα, ακόμη κι αν ενίοτε πρόκειται για μια έμμεση σχέση, με βαθιά εμπεδωμένες στο χρόνο προκαταλήψεις και στερεότυπα που έλκουν την καταγωγή τους από τον ίδιο τον ευρωπαϊκό Διαφωτισμό και, βεβαίως, από την εμπειρία της αποικιοκρατίας και του ιμπεριαλισμού.
Ο υπό παρουσίαση συλλογικός τόμος αποτελείται από δεκαεννέα κείμενα που βασίζονται σε αντίστοιχες εισηγήσεις σε συνέδριο που πραγματοποιήθηκε το 2014 στο Πανεπιστήμιο Κρήτης και τα οποία από κοινού συγκροτούν ένα εντυπωσιακό σώμα γνώσης γύρω από τις φυλετικές θεωρίες που αναπτύχθηκαν στην Ελλάδα και οι οποίες συνάπτονται ουσιωδώς με συναφείς ρατσιστικές πρακτικές.
Η πίστη στην ανωτερότητα της λευκής φυλής και του ευρωπαϊκού πολιτισμού ήταν εξαιρετικά διαδεδομένη όχι μόνο σε συγκεκριμένους διανοητικούς κύκλους, αλλά, στην εκλαϊκευμένη εκδοχή της, στην ίδια την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη.
Όπως σημειώνει στο εισαγωγικό σημείωμά της η Έφη Αβδελά, ο όρος ρατσισμός καθιερώνεται τη δεκαετία του 1920, αλλά οι σχετικές επεξεργασίες και χρήσεις του είναι σαφώς παλαιότερες – ήδη από το 18ο αιώνα, και πολύ εντατικά από τον 19ο. Η πίστη στην ανωτερότητα της λευκής φυλής και του ευρωπαϊκού πολιτισμού ήταν εξαιρετικά διαδεδομένη όχι μόνο σε συγκεκριμένους διανοητικούς κύκλους, αλλά, στην εκλαϊκευμένη εκδοχή της, στην ίδια την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη. Τα κείμενα του τόμου, λοιπόν, επικεντρώνεται σε ξεχωριστές το καθένα τους όψεις του ζητήματος. Ενδεικτικά, αντικείμενα διαπραγμάτευσης γίνονται οι καταβολές τέτοιων θεωρήσεων και οι επιρροές από άλλες ευρωπαϊκές χώρες, οι τρόποι ενσωμάτωσής τους στη συγκρότηση και λειτουργία ακαδημαϊκών πειθαρχιών όπως η ιατρική, οι επιδράσεις τους στις δημόσιες πολιτικές, οι ιδεολογικές χρήσεις και η αξιοποίησή τους στον πολιτικό ανταγωνισμό, η συμβολή τους στη θεωρία και την κριτική τέχνης, αλλά και στη λογοτεχνική παραγωγή, οι προεκτάσεις τους στις θρησκευτικές πρακτικές, και, βεβαίως, οι μετασχηματισμοί και οι επιβιώσεις τους έως σήμερα σε συσχέτιση με την αυτοκατονόηση του εθνικού εαυτού και της ελληνικότητας.
Δεν είναι εδώ ο χώρος για μια εξαντλητική παρουσίαση όλων των σχετικών κειμένων. Αντ’ αυτού θα περιοριστούμε σε μια άκρως επιλεκτική σταχυολόγηση που νομίζουμε, ωστόσο, δίνει μια καλή ιδέα για το συνολικό πνεύμα του τόμου. Αποδίδουμε έμφαση στη συμβολή του Ευθύμιου Παπαταξιάρχη το κείμενο του οποίου ακολουθεί τη γενική εισαγωγή, ακριβώς επειδή πρώτα απ’ όλα κάνει μια συγκριτική χαρτογράφηση της αμερικανικής και των κύριων ευρωπαϊκών ανθρωπολογικών σχολών όσον αφορά την εννοιολόγηση της φυλής και των χρήσεων της. Παρακολουθούμε έτσι τα διακυβεύματα και τη διαμάχη μιας τρόπον τινά φιλελεύθερης και μιας ρατσιστικής ανθρωπολογίας η οποία έχει άμεσες πολιτικές προεκτάσεις. Στη συνέχεια εξοικειωνόμαστε με το πώς προσλήφθηκαν στην Ελλάδα οι εξωγενείς επιδράσεις και συναρθρώθηκαν με την έννοια του έθνους και της εθνικής ταυτότητας, ιδίως κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου με αποφασιστικές συνέπειες για το μέλλον με τις γερμανικές επιρροές να είναι οι πλέον σημαντικές.
Οι Γιώργος Κόκκινος και Μάρκος Καρασαρίνης στη δική τους συμβολή παρακολουθούν την προπολεμική και μεταπολεμική εξέλιξη ευγονικών προσεγγίσεων στην ιατρική επιστήμη και πράξη και τις έμφυλες διαστάσεις τις, τα κοινωνικά και τα πολιτικά τους αποτελέσματα. Εν προκειμένω, πολύ χαρακτηριστικές είναι οι θέσεις του Νικόλαου Λούρου, σημαίνουσας μορφής στο χώρο της γυναικολογίας και της μαιευτικής, ο οποίος ακόμη και τη δεκαετία του ’70 θεωρούσε ποινικά κολάσιμες τη μεταμόσχευση οργάνων, την πλαστική χειρουργική, την έκτρωση, την τεχνητή γονιμοποίηση, την αντισύλληψη και την ευθανασία. Θεωρούσε δε επιπλέον ότι η εγκυμοσύνη και η λοχεία συνιστούν λόγους αναστολής της ιδιότητας του πολίτη για τις γυναίκες. Κι όλα αυτά στο πλαίσιο ενός ευρύτερου σκεπτικού υποστήριξης και ενίσχυσης της υγείας και της ευημερίας της ελληνικής φυλής.
Η Φωτεινή Ασημακοπούλου μας εισάγει στην κλασική αναφορά της ρατσιστικής σκέψης, το Δοκίμιο περί της ανισότητας των ανθρώπινων φυλών του Γκομπινώ, και την πρόσληψή του στην Ελλάδα η οποία ως επί το πλείστον ήταν αρνητική κυρίως λόγω της περιφρονητικής στάσης του και της θεώρησης περί φυλετικής κατωτερότητας των νεοελλήνων. Ωστόσο, ο Πέτρος Βλαστός, ιδεολογικός συνοδοιπόρος του Ιώνα Δραγούμη, ενώ απορρίπτει κι αυτός αρκετές θέσεις του Γκομπινώ, υιοθετεί ταυτόχρονα βασικά μοτίβα που αφορούν την υποτιθέμενη ιεραρχία των φυλών και τον κοινωνικό δαρβινισμό που χαρακτηρίζει την ανεξάλειπτη σύγκρουση μεταξύ τους, προσαρμόζοντας τα συμπεράσματά του στα ζητούμενα του ελληνισμού. Ο Παρασκευάς Ματάλας αφιερώνει το δικό του κεφάλαιο ακριβώς στη σκέψη του Βλαστού, οπότε σχηματίζεται έτσι στο βιβλίο μια ενδιαφέρουσα υποενότητα.
Το περιεχόμενο και οι σημασίες της φυλής κάθε άλλο παρά σταθεροποιημένες εμφανίζονται. Αντίθετα συνδέονται ποικιλοτρόπως με άλλες θεμελιώδεις έννοιες...
Οι Λάμπρος Μπαλτσιώτης και Δημήτρης Χριστόπουλος καταπιάνονται με περιπλοκές και αντιφάσεις όσον αφορά τη διοικητική πρακτική, τη νομολογία, και τις πολιτικές στάσεις στην κτήση και την απώλεια της ελληνικής ιθαγένειας. Το περιεχόμενο και οι σημασίες της φυλής κάθε άλλο παρά σταθεροποιημένες εμφανίζονται. Αντίθετα συνδέονται ποικιλοτρόπως με άλλες θεμελιώδεις έννοιες όπως αυτές του έθνους και του λαού, υπακούοντας περισσότερο στις περιστάσεις της συγκυρίας και σε μια πραγματιστική προσέγγιση του πολιτικού ζητούμενου, όποιο είναι αυτό κάθε φορά.
Από το κείμενο του Σταύρου Ζουμπουλάκη ξεχωρίζουμε την ανάλυσή του για τους λόγους για τους οποίες οι Ορθόδοξες Εκκλησίες, περιλαμβανομένης της ελληνικής, δεν αναθεώρησαν ουσιωδώς τη στάση τους προς τους Εβραίους μετά την εμπειρία του Ολοκαυτώματος (σε αντίθεση με την Καθολική και τις προτεσταντικές) και οι οποίοι περιλαμβάνουν, στη δική μας περίπτωση, την απορρόφησή της από τα λεγόμενα εθνικά θέματα και την τάση της να βλέπει παντού εχθρούς, την κλειστότητά της προς τις άλλες χριστιανικές ομολογίες, τον πολιτισμικό αντιδυτικισμό της και την απουσία αναστοχαστικής διάθεσης.
* Ο ΣΩΤΗΡΗΣ ΒΑΝΔΩΡΟΣ είναι λέκτορας Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Η θέση λοιπόν που υποστηρίζουμε είναι ότι όλες οι εθνικές παραδόσεις ιδιότητας του πολίτη εμπεριέχουν –στο παρόν, το παρελθόν ή το μέλλον– και τα δύο στοιχεία, ενταγμένα σε δύο άξονες μεθόδου περισσότερο, παρά περιεχομένου: ο πρώτος είναι αυτός της ιστορικής συνέχειας και του ειδικού βάρους που έχει η παράδοση στην πρόσληψη της εθνικής κοινότητας αλλά και στη διοικητική πρακτική και ο δεύτερος είναι αυτός της σκοπιμότητας και, επομένως, του ειδικού βάρους που έχει ο ελιγμός, η προσαρμογή, στην πολιτική συγκυρία. Συνεπώς, είναι η υπαγωγή της ιδιότητας του πολίτη στους δύο παραπάνω άξονες που αλλάζει τη δοσολογία μεταξύ φυλετισμού-εθνισμού και πολιτοφροσύνης σε ό,τι αφορά την ιδιότητα του πολίτη» (Λ. Μπαλτσιώτης & Δ. Χριστόπουλος, σελ. 451).
Φυλετικές θεωρίες στην Ελλάδα
Προσλήψεις και χρήσεις στις επιστήμες, την πολιτική, τη λογοτεχνία και την ιστορία της τέχνης κατά τον 19ο και 20ό αιώνα
Επιστημονική Επιμέλεια Έφη Αβδελά, Δημήτρης Αρβανιτάκης, Ελίζα Δελβερούδη, Ευγένιος Ματθιόπουλος, Σωκράτης Πετμεζάς
Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης & Εκδόσεις Φιλοσοφικής Σχολής Πανεπιστημίου Κρήτης 2017
Σελ. 518, τιμή εκδότη € 25,00