Για το ποίημα της Σόνιας Ζαχαράτου «Παιχνίδι με τον σπάγκο» (εκδ. Κουκούτσι).
Του Νίκου Ξένιου
Το πολυμορφικό έργο της Σόνιας Ζαχαράτου Παιχνίδι με τον σπάγκο, που κυκλοφόρησε από τις καλαίσθητες εκδόσεις Κουκούτσι, θραύει τα όρια πρόζας, θεάτρου, δοκιμίου και ποίησης, για να επιδοθεί σε μια εκ βαθέων αναζήτηση των καταβολών της ποιητικής γλώσσας. Με ελάχιστα αφηγηματικά μέρη, το Παιχνίδι με τον σπάγκο έχει ως στόχο να υποβάλει τον αναγνώστη σε ένα κλίμα θηλυκρατές. Η απώλεια της μάνας δεν χειραφετεί την κόρη από το αυταρχικό, ανθρωποφαγικό μητρικό πρότυπο: αντίθετα, ορθώνει απέναντί της το εφιαλτικό φάσμα μιας πανταχού παρούσας θηλυκής μορφής, που συνεχίζει να την καταδυναστεύει και να την καθορίζει.
Το lullaby της προνύμφης
Λέξεις που παραπέμπουν στη Γένεση θεσπίζουν ένα πρώτο μέρος τρυφερότητας και απαγορεύσεων, κατάκτησης και νοσηρών ταμπού, καθώς ένα «θείο βρέφος» ανασύρεται από το αμνιακό υγρό της μάνας του χωρίς να το θέλει.
Ένα αυτόνομο ποίημα που προλογίζει τις ποιότητες γένους θηλυκού εκφωνείται από ένα βρέφος νεογέννητο, σε πρώτο πρόσωπο: ο καμβάς του βιβλίου πλέκεται γύρω από την εξομολόγηση μιας κόρης στη μητέρα της. Λέξεις που παραπέμπουν στη Γένεση θεσπίζουν ένα πρώτο μέρος τρυφερότητας και απαγορεύσεων, κατάκτησης και νοσηρών ταμπού, καθώς ένα «θείο βρέφος» ανασύρεται από το αμνιακό υγρό της μάνας του χωρίς να το θέλει. Το πρωτογενές τραύμα θεσπίζει την πρώτη σχέση επιβολής της μητέρας στο βρέφος. Η πρώτη αντίληψη του κόσμου πραγματοποιείται μέσα απ’ το διάφανο δέρμα που χωρίζει το νεογέννητο από την έξω πραγματικότητα.
Η γυμνή άφιξη στον κόσμο προσλαμβάνει βιβλικές διαστάσεις, ενώ όλα τα ανθρώπινα εγχειρήματα βρίσκονται σε πρωτογενή μορφή, αλλά με ανεπτυγμένη τη δυναμική τους και με ανοιχτές όλες τις πιθανότητες ανατροπής της έκβασής τους. Από την ποιητική μας παρακαταθήκη εξακοντίζεται το νανούρισμα μιας προνύμφης, που σιγά σιγά θα μεταμορφωθεί: η κόρη ζητά από τη μάνα να πάρουν τα υλικά της γυναικείας φύσης και να «κατασκευάσουν» μια τρίτη γυναίκα-μεσάζοντα προς τον πατέρα, που θα είναι σε θέση να εκπληρώνει τις απαιτήσεις της μάνας. Στο σημείο όπου αρχίζουν τα μητρικά πρέπει που ωθούν την κόρη στη βίαιη ενηλικίωσή της, η μάνα τής ζητά να πάρει θέση απέναντι στον πατέρα, να του ζητήσει πράγματα που εκείνη δεν μπορεί ή δεν τολμά. Η θέσπιση αυτής της «μεσάζουσας», διαμεσολαβητικής μορφής είναι που θα οδηγήσει, τελικά, στην ταύτιση μάνας και κόρης. Η μικρή δεν έχει τον προστατευτικό κλοιό της αγάπης γύρω της.
Κόμπος άλυτος
Ο σπάγκος διαδραματίζει τον ρόλο του σπάγκου της αγάπης και είναι ένας κόμπος που η κόρη δεν μπορεί να τον πετύχει. Στα πλαίσια αυτού του αφηγηματικού υλικού, κυρίαρχη εικόνα είναι το καβάλημα του αλόγου: Μια μέρα πήρες το άλογο και ξεδρόμισες.
Εδώ αποδίδεται ποιητικά το είδος εκείνο της διαβατάρικης τελετής μετάβασης στον άλλο κόσμο. Η ενοποίηση της ανθρώπινης μορφής με τη ζωϊκή φιγούρα του αλόγου πραγματοποιείται στη μορφή ενός ολοκληρωμένου ανθρώπου-ενός ανθρώπου Κενταύρου, που καλπάζει για την αναζήτηση της αλήθειας, με αντίξοες τις καιρικές συνθήκες, τον κυρ-Βοριά, τη φουρτούνα και τη θύελλα. Ο θάνατος προεικονίζεται, όπως στα δημοτικά τραγούδια, ως ταξίδι με προπομπό (ψυχοπομπό) το άλογο.
Στα όνειρα με τη μαμά η κόρη αρχίζει να θυμάται τα δικά της όνειρα, πώς διαλύεται η προσωπικότητά της καθώς λειώνει και επαναδημιουργείται/ξαναπλάθεται περνώντας από τη στενωπό της κλεψύδρας ως «πεταλωμένη παρθένα» που βλέπει τον τεράστιο εαυτό της να φτάνει ως τον ουρανό όπου δεν μπορεί να τη βοηθήσει κανείς, ούτε ακόμη και η μάνα της. Θυμάται πώς η μάνα της την παραμόνευε ακόμη και στα όνειρά της. Και φοβάται τη μαμά πεθαμένη, όπως τη φοβόταν και ζωντανή.
Πεταλούδα στο πατρικό σπίτι
Η βουτιά στο υποσυνείδητο και η επιστροφή στο αρχικό αμνιακό υγρό είναι μια πηγαία σύνθεση που, στην παραμυθική της διάσταση υλοποιεί το θαυμαστό και το ανεξήγητο:
Οικείες εικόνες του πατρικού σπιτιού, εγκαταλελειμμένου τώρα και θνησιμαίου, αρθρώνονται και εικονοποιούνται σαν όνειρο εντός ονείρου.
Οικείες εικόνες του πατρικού σπιτιού, εγκαταλελειμμένου τώρα και θνησιμαίου, αρθρώνονται και εικονοποιούνται σαν όνειρο εντός ονείρου. Η συγκεκριμένη ποιητική σύμβαση καταλύει τον οιδιπόδειο μύθο, καθώς το ποιητικό υποκείμενο συντρίβει το μητρικό πρότυπο. Η «μικρή επανάστασή» του συνδέεται με την ενηλικίωση και πλάθεται ποιητικά ως ανασκαφή στα μύχια του ανθρώπινου ψυχισμού, ως μυητικό ταξίδι πλέον. Η κατά τόπους αντιγραμματική διαχείριση των μερών του λόγου υπηρετεί τη σύντηξη μεταφορών και παρομοιώσεων που συνιστούν variations/παραλλαγές πάνω στα ίδια βασικά θέματα, πλην όμως με νέα γλωσσική συνείδηση σε κάθε ξεχωριστό μέρος του βιβλίου. Κατ’ ουσίαν, η αυτόνομη ποιητική σύνθεση που η Σόνια Ζαχαράτου εγκαινίασε ήδη στην αρχή του έργου εκβάλλει στο Μοντέρνο [1].
Η Σόνια Ζαχαράτου |
«Η μάνα σου»
Ο απογαλακτισμός όμως συμπίπτει με την επανενεργοποίηση της ενοχής, με αποτέλεσμα ο πόθος που ενσαρκώνει ο ερωτικός σύντροφος να συνοδεύεται με ένα νέο βιβλικό οικοδόμημα απαγορεύσεων.
Η επιστροφή του ποιητικού υποκειμένου στο παιδικό του δωμάτιο είναι το θέμα του δεύτερου, του επιστολικού μέρους του βιβλίου: το σκηνικό είναι ένα μεσογειακό καλοκαίρι όπου οικοδομούνται οι φαντασιώσεις, τα ερωτικά ινδάλματα, το προσωπικό ερωτικό άλμπουμ. Η μάνα έχει πεθάνει και η κόρη θέλει να την ξαναβρεί, να λύσει τα μυστήριά της. Σε μια διαδικασία ταύτισης, νιώθει τη μάνα μέσα της, τον εαυτό της μέσα στη μάνα, και καταπιάνεται να της γράψει μια σειρά από γράμματα, τρυφερά, γλυκά, προσπαθώντας να εντοπίσει το τραύμα που προέρχεται από τη σχέση της μαζί της. Της μιλά για τη σχέση της με το αντρικό φύλο και πώς ούτε με αυτό μπορεί να τα βρει. Η απολεσθείσα μορφή μιας άλλης μάνας, της προ-μάνας, μιας «πελάγιας» Γιαγιάς, διαδραματίζει ρόλο καταλυτικό στη φιλοτέχνηση του φάσματος της ορφάνιας και της αποστέρησης από τη μητρική αγκαλιά. Ο απογαλακτισμός όμως συμπίπτει με την επανενεργοποίηση της ενοχής, με αποτέλεσμα ο πόθος που ενσαρκώνει ο ερωτικός σύντροφος να συνοδεύεται με ένα νέο βιβλικό οικοδόμημα απαγορεύσεων.
Το τελευταίο, το θεατρικό μέρος, εισάγεται με τρία συνεχόμενα όνειρα, όπου μια ανδρική μορφή υποχρεώνει την κόρη να δει μέσα της, να δει τη σχέση της με την πεθαμένη μάνα, να τη συγχωρέσει πραγματικά. Το ποιητικό υποκείμενο διακρίνει το σώμα της νεκρής μάνας κάτω από την κουβέρτα. Η ανδρική μορφή ζητά από την κόρη να ψηλαφήσει τον τύπο των ήλων, ενώ η νεκρή μάνα αργοσαλεύει και επιχειρεί να απαλλαγεί από το σάβανο της κουβέρτας: το φόβητρο, η Γοργώ, είναι το βλέμμα της νεκρής μάνας, που στρέφεται προς τα μέσα και αντικρύζει το ίνδαλμα του νεανικού της εαυτού. Η καταδίωξη διεξάγεται σε αρχετυπικές διαστάσεις, που και πάλι αρδεύουν το υλικό τους από μύθους των λαών: το ποιητικό υποκείμενο αντικρίζει το ίνδαλμα της νεκρής μητέρας, που τώρα μεταμορφώνεται σε μια ζωόμορφη, τερατώδη εκδοχή της: με ράχη γίγαντα, κήτους και ερπετού, αυτή η τεράστια λυπημένη νεκρή μάνα γίνεται ο φορέας μιας «αρχαίας αίγλης».
Στον ορίζοντα του μοντέρνου
Χαμένος πολιτισμός του βλέμματος και του αγγίγματος, λόγος που δεν κατατάσσεται, αλλά που, με τη θέσπιση μιας νέας γλώσσας, συνιστά το οντολογικό ίχνος ενός βιβλίου που θα έγραφαν μαζί η κόρη και η μάνα, σε άπειρους συνδυασμούς.
Χαμένος πολιτισμός του βλέμματος και του αγγίγματος, λόγος που δεν κατατάσσεται, αλλά που, με τη θέσπιση μιας νέας γλώσσας, συνιστά το οντολογικό ίχνος ενός βιβλίου που θα έγραφαν μαζί η κόρη και η μάνα, σε άπειρους συνδυασμούς που επιστρατεύουν τα γνωρίσματα της νεωτερικότητας: την ασυνέχεια της μορφής σε συνδυασμό με τη ροϊκότητα του περιεχομένου, τις εκ πρώτης όψεως παράλογες συνδέσεις και την ηθελημένη αποσπασματικότητα του ποιητικού εκφωνήματος σε συνδυασμό με τη βαθύτατη ενότητα του βιώματος, την προφορικότητα και την προζαϊκή εκδοχή με τον εσωτερικό λυρισμό της ποίησης. Η φιλοτέχνηση της φιγούρας της μάνας ως μορφής επικείμενης απώλειας, είτε ως αποστέρησης από το γενέθλιο λίκνο, είτε ως αποκοπής από τον ομφάλιο λώρο, όπως και ο θάνατος της μάνας, στο δεύτερο μέρος, συμπίπτουν με τη διάλυση των οικογενειακών συμβάσεων και το σαλπάρισμα για ένα ταξίδι μύησης.
Ένα ευρύ πληροφοριακό υλικό κινείται, σαν συλλογικό ασυνείδητο, από μάνα σε κόρη, επικαθοριζόμενο από πολλαπλές αναφορές κι εναλλασσόμενους ρόλους: της κόρης προς τη μάνα, της κόρης που μέσα της κρύβει η μάνα προς τη βιολογική κόρη, της κόρης προς τον πατέρα, υπαρκτό ή απόντα, εκτός από όλους τους κοινωνιογενείς ρόλους που επίσης προσδιορίζουν το ψυχολογικό πορτραίτο μιας γυναίκας. Μπαίνοντας στη γραφή κοινωνικά αδύναμος, εκτεθειμένος, και στη διαδικασία προσωπικής διάσωσης που επιχειρεί, έντρομος ο αναγνώστης διαπιστώνει πως οι αρχετυπικής ποιότητας πληγές δεν κλείνουν ποτέ.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.
[1] Γιώργος Κεντρωτής, Ανάποδα ψαλίδια –Το μοντέρνο στην ποίηση: αιτήματα και επιτελέσματα, Δίαυλος, Αθήνα 2012.