Σκέψεις για κάποιες πρόσφατες ποιητικές συλλογές Θεσσαλονικιών ποιητών.
Του Παναγιώτη Γούτα
Μια αναδρομή ζωής, ένας υπαρξιακού τύπου αναστοχασμός αλλά και μια αναπόληση του παρελθόντος, απ’ τα οποία αντλείται χαρά και αισιοδοξία για τη γαλήνια στιγμή του παρόντος, χαρακτηρίζουν το τελευταίο βιβλίο του Τόλη Νικηφόρου Φλόγα απ’ τη στάχτη (εκδ. Μανδραγόρας, 2017). Το συναίσθημα είναι πλέον μεστό, όμως η αρχική ποιητική στόχευση παραμένει ίδια κι αναλλοίωτη. Το φως της δημιουργίας, το πρώτο αρχέγονο φως της γραφής, η ανθρώπινη απώλεια, το άγριο θηρίο της μοναξιάς, το ειλικρινές «ευχαριστώ» ενός ανθρώπου στην κάθε καινούρια μέρα που ξημερώνει, και μια απέραντη γαλήνη κι αισιοδοξία για το θαύμα της ζωής, κεντημένα περίτεχνα, όχι ως απλή θεματολογία αλλά ως δομικό υλικό και στοιχείο της ποίησής του. Ο Τόλης Νικηφόρος γράφοντας 52 χρόνια ποίηση και ευρισκόμενος σε ηλικία που πολλοί παραιτούνται ή θλίβονται από το βάρος της ζωής που κουβαλούν στους ώμους τους, γράφει ίσως το πιο φωτεινό και το πιο αισιόδοξο ποιητικό του βιβλίο. Δείγμα γραφής: είναι μια ράθυμη μέρα / φθινοπωρινή / κι η γειτονιά ησυχάζει / καθώς το δροσερό αεράκι / τα φύλλα ελαφρά ανεμίζει / κι απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο / σκορπίζει στο δωμάτιο / τους ήχους της ζωής // γαλήνιος κάθομαι απέναντι / και φλέγομαι // εγώ / φλόγα απ’ τη φωτιά / φλόγα απ’ τη στάχτη.
Στο βιβλίο του Γιάννη Καρατζόγλου (1946) Εγγραφές κλεισίματος (εκδ. Ρώμη, 2017) θα συναντήσουμε αρκετά πεζόμορφα ποιήματα για το παρελθόν της πόλης του, για σταμπαρισμένα σημεία της Θεσσαλονίκης, τους «αλησμόνητους πανηγυρισμούς της νεότητας» –για να θυμηθούμε και τον τίτλο ενός εξαιρετικού πίνακα του ζωγράφου Πάνου Παπανάκου–, για την τρίτη ηλικία και τα προβλήματά της, την περίοδο της συνταξιοδότησης και τη θλίψη που αυτή κουβαλά, αλλά και για τους μετανάστες, το οξύμωρο δίπολο «προηγμένη τεχνολογία-γήρανση ονείρων και οραμάτων», εν κατακλείδι ποιήματα για τη φθορά, τον χρόνο και το άγονο σήμερα, μέσα από τα μάτια ενός ανθρώπου που έζησε με ορμή και δύναμη τη νεότητά του. Παρότι πολλά ποιήματα –από τον τίτλο τους ακόμη– προδιαθέτουν ή, καλύτερα, μεταφέρουν ακέραιη μια θλίψη και μια κάπως νοσηρή νοσταλγία για στιγμές που απωλέσθηκαν, ωστόσο ο Καρατζόγλου διατηρεί στην ποίησή του ατόφια την ακριβή του τέχνη, γράφοντας με το μεστό και γνήσιο συναίσθημα που χαρακτηρίζει τους αληθινούς ποιητές. Δείγμα γραφής: Τώρα που οδεύει προς το μέγα σπήλαιο, λάθος μεσήλικας / λάθη κάνοντας ως το τέλος, μέχρι την ύστατη στιγμή της μεγάλης παιδιάς / ζητώντας τη χάρη, εκλιπαρώντας μέσα του, ικετεύοντας // να γίνονταν να ξαναζήσει απ’ την αρχή, να ξανακάνει απ’ το μηδέν / σε αργή επανάληψη απαράλλαχτα όλα, τα ίδια λάθη («Καμπή ζωής»).
Ο, ηλικιακά νεότερος των δύο προηγουμένων, ποιητής Βαγγέλης Τασιόπουλος (1959), με την τελευταία ποιητική του κατάθεση Οι μπαλάντες των εύχρηστων πραγμάτων (εκδ. Ρώμη, 2017), συνεχίζει δημιουργικά στο ποιητικό κλίμα της προηγούμενης συλλογής του Γράνα (Σύγχρονοι Ορίζοντες, 2007), εμπλουτίζοντάς το με πρόσωπα από την ελληνική μυθολογία, αλλά και πυκνώνοντας και εξελίσσοντας περισσότερο τη γραφή του. Ποίηση ερμητική, πεζόμορφη, με αναφορές στον χρόνο, στον Εμφύλιο, στην τοπογεωγραφία του Μελιγαλά, στη σύζευξη αρχαίων προσώπων και προσωπείων με το σήμερα, ποιήματα για σκοτεινές πτυχές της Ιστορίας αλλά και για τον ανεξερεύνητο πυρήνα της ανθρώπινης ύπαρξης. Κάθε ταύτιση της ποίησης του Τασιόπουλου με όρους όπως κοινωνική, πολιτική, στρατευμένη ή υπαρξιακή ποίηση, νομίζω πως δείχνει επιφανειακή προσέγγιση της τέχνης των στίχων του, αφού, κατά τη γνώμη μου, ο Τασιόπουλος είναι πρωτίστως γλωσσοκεντρικός ποιητής, με πατρίδα, όχι τόσο την περιοχή του Μελιγαλά Μεσσηνίας (τόπος καταγωγής του, με ό,τι θετικό ή αρνητικό αυτός κουβαλά ως φορτίο), αλλά την απεραντοσύνη και τις ποικίλες νοηματικές ή συναισθηματικές πτυχές της ίδιας της γλώσσας. Δείγμα γραφής: Κοιτάζω το χέρι μου / βρίσκω υλικά / το νήμα, τη γλυφίδα, το αλφάδι, το μυστρί / – η οικοδομική μου ευδοκιμούσε πάντοτε, / άλλοτε με εκδορές ενίοτε με φόβους / που καρτερικά σχεδίαζαν το αναπόφευκτο, / ας είναι. / Ό,τι κερδίσαμε απ’ τα έργα μας οι γηγενείς που / σπάζανε τ’ αγάλματα στο φως του ήλιου / ευγνώμονες ως υποτελείς μη ξέροντας. / Η επιστροφή ποτέ δεν είναι ανώδυνη.
Η τολμηρή εικονοποιία, τα γόνιμα άλματα της υπερβατικής γραφής, μια έντονα γλωσσοπλαστική διάθεση, άφθονη δημιουργική φαντασία κι ένας κοσμοπολίτικος τόνος (εντυπώσεις από επισκέψεις σε ευρωπαϊκά μουσεία, αναφορές σε ήρωες κλασικών έργων της παγκόσμιας λογοτεχνίας κλπ.) χαρακτηρίζουν το νέο βιβλίο της Έλσας Κορνέτη Αγγελόπτερα (Μελάνι, 2016). Το όλο αποτέλεσμα θα κινδύνευε να πέσει στην παγίδα μιας άναρχης δόμησης των στίχων της, μιας χαοτικά εκπεφρασμένης εγκεφαλικότητας, ωστόσο ο διανοητικός τόνος είναι λελογισμένος, το συναίσθημα ρέει μέσα από εικόνες και σκέψεις, και το σύνολο όχι απλώς σώζεται, αλλά κρίνεται ικανοποιητικό. Δείγμα γραφής: Όταν στον ύπνο τον επισκέφτηκε / Το κρεβάτι του έγινε / Ένα κλειδοκύμβαλο με φτερά / Τον ανέβασε στη ράχη του / Τον έβγαλε από την εξίσωση / Του έπαιξε την άρια της αγάπης / Ξεδίπλωσε την επιδερμίδα της Γης / Ζωγραφίζοντας μ’ ενθουσιασμό / Την καρδιά μιας πεταλούδας // Τότε αυτός είπε / Παρακαλώ / Ας πυροβολήσει κάποιος επιτέλους / το κοράκι. («Έμπνευση»)
Ο Βασίλης Φαϊτάς, όπως και ο Τόλης Νικηφόρου, πρωτοδημοσίευσε ποίηση το 1966. Πιο ολιγογράφος όμως από εκείνον, τύπωσε έξι συνολικά ποιητικές συλλογές (η μία από αυτές μεταφράστηκε στα γαλλικά από τον ελληνιστή Μισέλ Βόλκοβιτς). Στη συλλογή του Στο καφέ «Εντροπία» (Μανδραγόρας, 2017) θα συναντήσουμε ποιήματα για όσα ξέβρασε ο χρόνος, με φιλοσοφικού-υπαρξιακού τύπου ποιητικές αναρωτήσεις για το σύμπαν, την αιωνιότητα, για όσα μας υπερβαίνουν, και που, ωστόσο, κωδικοποιήθηκαν και ενσωματώθηκαν στο κύτταρό μας, στη νιότη μας, στα οράματά μας, στα όνειρα που γεράσανε και ξεφτίσανε, όχι όμως δίχως ελπίδα. Το παρελθόν αναγεννιέται από τη στάχτη του ζητώντας δικαίωση. Ο Φαϊτάς άπτεται ποιητικά του Νικηφόρου στο ζήτημα της φιλοσοφικής ενατένισης του κόσμου, ωστόσο η ποίησή του είναι πιο συγκρατημένη και ακριβής, ενώ το «φως» και το «θαύμα» του Νικηφόρου αναφορικά με τη ζωή (κοινώς, η διάχυτη αισιοδοξία του) στον Φαϊτά εμφανίζονται με πιο μουντά, θαμπά και γήινα χρώματα. Δείγμα γραφής; Στον καιρό της νιότης / άλλαζε τον κόσμο / αποικίες φωτός / εκεί που γεννιούνται τα όνειρα // Τώρα απ’ το παράθυρο της εντροπίας κοιτάζω / το πλατύ ποτάμι που περνά / πλημμυρισμένο καιρούς, χώρο και αίμα. («Γαλήνη»)
Η ενδιαφέρουσα συλλογή του Νίκου Μυλόπουλου (1951), χειρουργού οφθαλμίατρου της Θεσσαλονίκης, Όπως η θάλασσα με το αύριο (Γαβριηλίδης, 2016), είναι κομματιασμένη σε 4 ενότητες. Παντού (ή σχεδόν παντού) το ρήμα δεσπόζει σε χρόνο παρατατικό, κρύβοντας μια παρατεταμένη σε διάρκεια θλίψη (που, ποίημα με το ποίημα, πολλαπλασιάζεται) για όλα τα δυνατά του παρελθόντος, που με το χρόνο ατόνησαν και ξεθύμαναν. Ποιήματα για αισθήσεις και αισθήματα, επιθυμίες για φιλιά που δεν ήταν σκηνοθετημένα, στίχοι για τότε που οι γειτονιές ευωδίαζαν «αγιόκλημα κι εμπιστοσύνη». Δείγμα γραφής: Για φυσαλίδες ψάχναμε χαράς στα βάθη της θάλασσας / Λεηλατώντας άγρια τα θησαυροφυλάκια των κορμιών / Και εισπράττοντας περίλυποι την χλεύη των πεταλίδων. / Ακρόπρωρο μυθικό η μορφή σου κυριεύει τα κύματα / Σκίζοντας τις ραφές των πιο αρχαίων αινιγμάτων.
Τέλος, η πεζογράφος Αρχοντούλα Διαβάτη αποφάσισε να εκτεθεί και στην ποίηση τυπώνοντας την παρθενική της ποιητική συλλογή Όπως η Μπερλίνα (Νησίδες, 2017). Ποιήματα χαμηλόφωνα, ήσυχα, κουβεντιαστά, εξομολογητικά, εμφανώς κάτι περισσότερο από πρωτόλεια, που, αρκετά εξ αυτών, παραπέμπουν στους επιγόνους της «Διαγωνίου» (Λάσκαρης, Βασιλάκης, Δημητράκος, Ριτσώνης κ.ά.), αλλά που όμως σε κάτι υπολείπονται για να φτάσουν στην πύκνωση, στην ευθυβολία και στην αρτιότητα γραφής των παραπάνω ποιητών. Δείγμα γραφής; Ακούω την καρδιά μου: / Χτυπάει δυνατά / Σαν να θέλει / Να μου θυμίσει / Κάτι / Που ξεχνάω / Στη διάρκεια της μέρας. («Κάτι»)
Άλλα από τα ποιήματα των παραπάνω ποιητών συνδέονται άμεσα με το παρελθόν και την ποιητική παράδοση της Θεσσαλονίκης, κι άλλα φλερτάρουν με τη νεωτερικότητα, δίχως όμως να παύουν να προκαλούν συγκίνηση που είναι, πρωτίστως, και το ζητούμενο για μία ποιητική συλλογή. Όσο για τη Θεσσαλονίκη, αναφορικά με την ποιητική παραγωγή, παραφράζοντας τον στίχο του άγνωστου Πόντιου ποιητή για το παράδειγμα της Ρωμανίας: Ανθεί και φέρει κι άλλο.
* Στην κεντρική εικόνα το έργο του Αλέκου Φασιανού Νωχελική, 1975, λινόλαιο.
* Ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΓΟΥΤΑΣ είναι συγγραφέας και εκπαιδευτικός στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση.