Για την ποιητική συλλογή του Βασίλη Ζηλάκου «Νερά γελούνε» (εκδ. Σαιξπηρικόν).
Της Έλσας Κορνέτη
Στιγμές αργής και γρήγορης ζωής. Ένας κόσμος νευρωτικός που δεν ξέρει πώς να διαχειριστεί την υστερία του και την απώλεια της στιγμής. Αποθηκεύει ασταμάτητα εικόνες φωτογραφίζοντας με το κινητό του για να μη χαθεί η στιγμή. Το αληθινό χωνεύεται μέσα στο κατασκευασμένο, όπως και το κατασκευασμένο χωνεύεται μέσα στο αληθινό. Όμως είναι το αληθινό μάτι που βλέπει όταν η τεχνολογία απλώς ρηχά και επιφανειακά, κυρίως ανυπόμονα, κοιτάζει.
Ο ποιητής μοιάζει ν’ αρνείται (και δικαίως) να συμμεριστεί τον περιρρέοντα ζόφο και την εγκατεστημένη θλίψη μιας μίζερης εποχής, μια σχεδόν επιβεβλημένη κοινωνικά συμπεριφορά που προστάζει τη μόνιμη κατήφεια, την επιθετικότητα, την κακεντρέχεια.
Επαναλαμβανόμενα κλικ του φακού ακινητοποιούν ένα αίσθημα και μια αίσθηση από το κλείστρο του αληθινού ματιού – κι όχι από την οθόνη κάποιου κινητού που αναλώνεται σε αναρίθμητες ναρκισσευόμενες αναπαραγωγές του εαυτού του. Μια άλλη οπτική πέρα από το συνήθη ζόφο και τη θλίψη είναι ακαριαία. Η χαρά της στιγμής. Αρωματικά μελωδική ή μελωδικά αρωματική η χαρά κατακερματίζεται σε ήχους, χρώματα, μικρές μεταφυσικές ανατροπές σε σύντομες απρόβλεπτες οσμώσεις. Σε κάθε περίπτωση είναι ένα μυστήριο που συνθέτουν μικροί στιγμιαίοι αντικατοπτρισμοί ενός κοσμοειδώλου που γυρίζει την πλάτη στον εαυτό του.
Ο ποιητής μοιάζει ν’ αρνείται (και δικαίως) να συμμεριστεί τον περιρρέοντα ζόφο και την εγκατεστημένη θλίψη μιας μίζερης εποχής, μια σχεδόν επιβεβλημένη κοινωνικά συμπεριφορά που προστάζει τη μόνιμη κατήφεια, την επιθετικότητα, την κακεντρέχεια και τολμά αποστασιοποιημένος να επιλέξει τη ζωή που τροφοδοτείται από το πνεύμα, την παρατήρηση της φύσης, την απόπειρα συνομιλίας με ό,τι θείο, πέρα από τη συνήθη λατρεία της ύλης, ξεχωρίζοντας, περιπαίζοντας, ξελογιάζοντας, συλλαμβάνοντας, στιγμιότυπα χαρμόσυνης ωραιότητας και παιχνιδίσματα ζωής – φωτός, ιδωμένα τολμώ να πω με μια ιδιάζουσα αθωότητα, με τα καθαρά μάτια και την αφοπλιστική ειλικρίνεια μικρού παιδιού, ενός παιδιού που έχει ένα κρύσταλλο στο βλέμμα, αλλά και μια τρέλα, την τρέλα της αλήθειας.
Από την Έμιλυ Ντίκινσον με το περίφημο επίγραμμα που ζήτησε να χαραχτεί στον τάφο της το «Μακάρι να ήμασταν πάντα παιδιά – δεν ξέρω πώς να μεγαλώσω» μέχρι τον Τάσο Λειβαδίτη με έναν στίχο γνωστό: «Πώς να την αντέξεις την πραγματικότητα όταν δεν είσαι πια παιδί» και πόσους άλλους αμέτρητους σχετικούς στίχους της παγκόσμιας ποιητικής παραγωγής, είναι έκδηλη η καταφυγή του ποιητή στη χαμένη ή υποδόρια αθωότητα την οποία συχνά επικαλείται στο έργο του, αναζητώντας όπως ένα μικρό παιδί μάγους και ήρωες, ένα χρυσόψαρο να κολυμπά αμέριμνο έξω από τη γυάλα και τα γυάλινα δωμάτια της ζωής καθαρά, φωτεινά και διαυγή, κυρίως απαλλαγμένα από βρόμικα ενήλικα δακτυλικά αποτυπώματα. Και κάτι ακόμα: «Νερά να γελούνε πάνω από το δικό του παιδιού κεφάλι», όπως γράφει σ’ έναν χαρακτηριστικό στίχο του ο Βασίλης Ζηλάκος.
Στην ενιαία αυτή ποιητική σύνθεση ο Βασίλης Ζηλάκος λειτουργεί με συγκρατημένο λυρισμό, ερωτοτροπεί με κάποιο υπερρεαλιστικό έκδοχο, επιλέγοντας μια φόρμα συγγενική ή όμοια με το χαϊκού.
Η αλληλέγγυα σχέση του ποιητή με τη φύση και έναν φωτοδότη, ζωοδότη Δημιουργό είναι εμφανής. Τζιτζίκια κι άλλα ζωύφια, αηδόνια, κύκνοι σκυλιά, γάτες κι άλλα πλάσματα, όπως και άνθη, φυτά και στοιχεία της φύσης κατέχουν τιμητική θέση στους στίχους του. Η ποιητική του με εκφάνσεις εικονολογικές, ντύνει σπαράγματα κόσμου με τρυφερά αφηρημένα αισθήματα, σε μια απόπειρα να εξηγήσει τον κόσμο ποιητικά ή τουλάχιστον να εξηγήσει τη σιωπή του κόσμου ποιητικά. Δείγμα: /Mια γάτα τρώει το πρώτο της μπαρμπούνι/ Πουθενά σιωπή. Στην ενιαία αυτή ποιητική σύνθεση ο Βασίλης Ζηλάκος λειτουργεί με συγκρατημένο λυρισμό, ερωτοτροπεί με κάποιο υπερρεαλιστικό έκδοχο, επιλέγοντας μια φόρμα συγγενική ή όμοια με το χαϊκού.
Φυσιοκεντρικός και ίσως λιγότερο ανθρωποκεντρικός στη νέα του ποιητική κατάθεση ο Βασίλης Ζηλάκος επιλέγει τη μετουσίωση για να πάρει απόσταση από τον ανθρωποσωρό. Τη μετουσίωση σ’ ένα ον που ζει μοναχικό, περήφανο, αποστασιοποιημένο σαν τον επίμονο παρατηρητή σύμπαντος κόσμου – παρατηρητή της ανυπαρξίας του, βυθισμένο στην αναγκαιότητα μιας μοναξιάς που του είναι απαραίτητη για ν’ ακονίζει ανενόχλητος ένα μάτι σαν δόρυ αιχμηρό, εργαλείο ονειροπόλησης και ενατένισης, απαραίτητο για κάθε ποιητή.
Η ποιητική ζωή μοιάζει ν’ αρχίζει κάθε φορά που το μηδέν συγγενεύει με το ακατανόητο επινοώντας ένα όνειρο και τότε ως εκ θαύματος η ψυχή αλλάζει χρώματα και σχήματα.
Η ποιητική ζωή μοιάζει ν’ αρχίζει κάθε φορά που το μηδέν συγγενεύει με το ακατανόητο επινοώντας ένα όνειρο και τότε ως εκ θαύματος η ψυχή αλλάζει χρώματα και σχήματα, το πνεύμα θεριεύει σ’ ένα αόρατο έλλογο ον και η ψυχή του πνεύματος με το πνεύμα της ψυχής δραπετεύουν για να ενωθούν κάθε στιγμή έκστασης με το θείο.
Ο αετός στο ξεκίνημα μιας φανταστικής συνομιλίας με τον ποιητή εκλύει ως μοτίβο έκδηλους συμβολισμούς. Το περήφανο πουλί, το φτερωτό ον, το προικισμένο με τις οξύτατες αισθήσεις σύμβολο μια αξιοπόθητης ελευθερίας και μιας αναζήτησης για έναν άλλον κόσμο, μια άλλη ζωή ως γητευτής των αιθέρων, μας μεταφέρει ήδη σε τοπία όπου η θέαση παίζει σε ουράνια οθόνη υψηλής ανάλυσης κι ο αετός με την οξύτατη όραση του διαφεντεύει τη θέα με σχήμα οξύμωρο τη μεταφυσική του μύωπα και έναν δονκιχωτικό ενθουσιασμό. Ο άνθρωπος του νότου αυτός ο παρορμητικός, ο ευφάνταστος, ο ερωτύλος ή και ερωτικός, ο ονειροπόλος είναι ο άνθρωπος του αιώνιου καλοκαιριού, ο άνθρωπος που προσκυνά τον ήλιο, ο άνθρωπος που αδιαφορεί αν πολεμά με ανεμόμυλους ή με γίγαντες. Γιατί είναι αδιάφορο αν πολεμάς με ανεμόμυλους ή με γίγαντες. Τόσο αδιάφορο, που εύκολα τα συγχέεις όταν έχεις τη μεταφυσική του μύωπα.
«Τι πειρασμός όμως! Μερικές φορές σε κατατρύχει η επιθυμία να γυρίσεις την πλάτη σ’ αυτόν τον καταθλιπτικό και καχεκτικό κόσμο! Κι όταν γυρίσεις την πλάτη, τότε πλάθεις έναν κόσμο φανταστικό, όπου αποφασίζεις να αποδράσεις για να μην αγνοείς αυτό που δεν αγνοούν, για να κυνηγήσεις το όνειρό σου, δηλαδή την ελπίδα, δηλαδή το παράλογο!» (Αυτό ήταν αυθεντικό απόσπασμα από τον Δον Κιχώτη).
Κάθε καλλιτέχνης αναζητάει την αλήθεια του με τη μορφή του πάθους, αναζητά με τον δικό του προσωπικό τρόπο μέσα από το παράλογο της ύπαρξης την ελπίδα και την ευτυχία.
Πού βρίσκεται όμως το παράλογο του κόσμου; Μήπως το παράλογο του κόσμου είναι η ίδια αλήθεια; Θα πρέπει όμως να είναι κάποιος τρελός για να πιστεύει στην αλήθεια. Γιατί μόνον ένας φαντασιόπληκτος κι ονειροπόλος και σίγουρα ποιητής μπορεί να πιστέψει στο παράλογο-αληθινό και να προσπαθήσει να το επεξεργαστεί με Δονκιχωτικό ενθουσιασμό. Βιώνοντας το παράλογο – καθώς το παράλογο είναι αποκλειστικά βίωμα σε κατάσταση έντασης, οδύνης αλλά ταυτοχρόνως και σε κατάσταση διαύγειας, αποκτά κανείς δύναμη. Η μεγαλύτερη δύναμη αυτών αποκτάται από τη μη συναλλαγή με τον ορθολογισμό, και κατά συνέπεια με τη μη ορθολογική επεξήγηση των επιλογών ζωής.
Σε αυτό το ακατανόητο σύμπαν η ανθρώπινη μοίρα παίρνει για τον καθένα το δικό της νόημα. Κάθε καλλιτέχνης αναζητάει την αλήθεια του με τη μορφή του πάθους, αναζητά με τον δικό του προσωπικό τρόπο μέσα από το παράλογο της ύπαρξης την ελπίδα και την ευτυχία. Λίγοι στίχοι: Κρανίου όμμα, όνειρο που βελάζεις για τον χρυσό σου, ενώ ο βίος λάμπει σαν λεμονιάς στεφάνι…
Ως επίλογο επέλεξα την παράθεση ενός λαμπρού αποσπάσματος από τον «Κύριο Τεστ» του Πωλ Βαλερύ, διότι υποθέτω ότι «κουμπώνει» άριστα με ένα μέρος της κοσμοθεωρίας του ποιητή: «Η μόνη ελπίδα του ανθρώπου είναι η αποκάλυψη μέσων δράσης που μειώνουν το κακό και μεγαλώνουν το καλό που έχει μέσα του, δηλαδή που άμεσα ή έμμεσα δίνουν στην ευαισθησία του αυτό που χρειάζεται για να ενεργήσει σ’ αυτήν την ίδια και σύμφωνα με αυτήν την ίδια».
* Η ΕΛΣΑ ΚΟΡΝΕΤΗ είναι ποιήτρια και δημοσιογράφος.
Νερά γελούνε
Βασίλης Ζηλάκος
Σαιξπηρικόν 2017
Σελ. 46, τιμή εκδότη €7,00