Για την ποιητική συλλογή του Σταύρου Σταυρόπουλου «So long, Marianne – Ποιήματα στη Μαρία» (εκδ. Σμίλη).
Της Διώνης Δημητριάδου
ένα όραμα αιωνιότητας
[Θέλω να πω, απλώς, ότι η αγάπη ζει χωρίς γραμματική εκεί που η μετοχή είναι απεριόριστη.]
Με αυτά τα λόγια θα ολοκληρώσει ο Σταύρος Σταυρόπουλος την πρόσφατη ποιητική του συλλογή, δίνοντας έτσι με τον πλέον περιεκτικό και λιτό τρόπο το νήμα, που θα μας οδηγήσει στον λαβύρινθο της αγάπης και του έρωτα. Και, ναι, αυτό το δίνει στο τέλος του λόγου του, ίσως για να υπογραμμισθεί η προσωπική ανάμειξη του αναγνώστη στο σύμπαν της γραφής, ως επεξεργασία πλέον της ποίησης που ήδη διαβάστηκε. Με άλλα λόγια, από δω και στο εξής η πορεία είναι η μοναχική του καθενός (όπως και του ποιητή άλλωστε) προς την ατομική βίωση του θαύματος της αγάπης. Άλλωστε, παραθέτει ο ποιητής εισαγωγικά τα λόγια του T.S. Elliot Αυτές είναι λέξεις ιδιωτικές που απευθύνονται σε σένα δημόσια. Από τη στιγμή που ο ιδιωτικός κόσμος ανοίγει μια χαραμάδα στο δημόσιο τοπίο, αρχίζει και η συμμετοχική παρέμβαση του αποδέκτη αυτού του λόγου, που πλέον δεν είναι μόνον το πρόσωπο το ένα αλλά όλα τα πρόσωπα που αγγίζουν αναγνωστικά τον λόγο. Ή, για να το πούμε αλλιώς, από τη στιγμή που παύει το ιδιωτικό να περιφρουρεί τον χώρο του, αρχίζει η ποίηση. Και για τον δημιουργό και για τον αναγνώστη/κοινωνό.
Από τη στιγμή που ο ιδιωτικός κόσμος ανοίγει μια χαραμάδα στο δημόσιο τοπίο, αρχίζει και η συμμετοχική παρέμβαση του αποδέκτη αυτού του λόγου, που πλέον δεν είναι μόνον το πρόσωπο το ένα αλλά όλα τα πρόσωπα που αγγίζουν αναγνωστικά τον λόγο. Ή, για να το πούμε αλλιώς, από τη στιγμή που παύει το ιδιωτικό να περιφρουρεί τον χώρο του, αρχίζει η ποίηση.
[Κάποτε πρέπει να υπήρχε μια γυναίκα. Ήταν μετρίου αναστήματος, μέτριου βάθους, μέτριας ζωής. Έτσι όπως είναι συνήθως οι ζωές των ανθρώπων. Μου έγραψε: «Μέσα στο άρωμα των ματιών σου είδα να σβήνουν οι τελευταίες ανάσες των Θεών». Την έλεγαν Μάριαν, Μαριάννα, Μαίρη, Μαρίλια, Μαίριλυν, Μαριλού, Μαριάμ, Μαρία. Αλλά μπορεί να ήταν και ο ίδιος ο κόσμος.
Μετά εξαφανίστηκε.]
Ποιήματα για μια Μαρία, που θα μπορούσε να είναι η μούσα του τροβαδούρου, ή η μικρή και αθώα Μαρία, ακούσια ή εκούσια ακροάτρια του άλλου ποιητή στο εξαρχειώτικο μπαρ, ή η Μαρία του αυτόχειρα ποιητή ή ακόμη η Μαρία του θρησκευτικού μας μύθου. Αλλά γιατί να μην είναι η άλλη Μαρία, η άλλη γυναίκα με τα πολλά ή και τα καθόλου ονόματα, γιατί τι άλλο είναι το όνομα από μια εντελώς προσωπική προέκταση του επιθυμητού στο πρόσωπο του πόθου; Ας πούμε, λοιπόν, ότι αυτή η Μαρία του βιβλίου είναι η γυναίκα, με αυτό το όνομα το δηλωτικό του φύλου της να κυριαρχεί στην εικόνα. Με το πρόσωπό της να αγιοποιεί αυτόν που λατρευτικά την αντικρίζει.
Η διαδικασία της μύησης σ’ αυτόν τον λατρευτικό χώρο/πρόσωπο/σώμα είναι η πορεία αυτών των ποιημάτων, που με το ελάχιστο των λέξεων ιχνηλατούν την παρουσία αλλά και την απουσία της γυναικείας μορφής. Οι έννοιες δεν ορίζονται με σαφήνεια, μόνον υπαινικτικά –ακολουθώντας τον ποιητικό νόμο– για λίγο συνοψίζονται και κατόπιν σκορπίζουν. Η φυγή, η ελπίδα της επιστροφής, το σπίτι/χώρος του έρωτα, που εξισώνεται με τον εξώστη του ουρανού από τη σωστή πλευρά του Παράδεισου, ο ποιητής που επιστρατεύει τις λέξεις, ύστατη απόπειρα να λειτουργήσει η εσώτερη θύμηση:
Κι έπειτα η εξομοίωση με τον αθέατο κόσμο (Κανένας θάνατος / Ποτέ / Δεν μπορεί να είναι πιο όμορφος / Από σένα), η απούσα γυναίκα που γίνεται τραγούδι, γιατί ο έρωτας παρών ή απών (κυρίως τότε) βρίσκει τον δρόμο για τον ρυθμό που τραγουδιέται. Η επιστροφή μέσα στο όνειρο, εξιλεωτική παραίσθηση, σωτήρια καταφυγή των ψυχαναγκασμών. Η πικρία του συντελεσμένου χρόνου, εκείνου που σοφά όλες οι διδασκαλίες παρέλειπαν για να μην έρθει πρόωρα η γνώση του τελεσίδικου. Τα τοπία, που μέσα τους χώρεσαν τα ερωτικά βήματα, σταθερά εκεί μνημονικά κατάλοιπα, με ενσωματωμένα όλα τα αγγίγματα. Και αιφνιδιαστικά η αυταπάτη:
Οι δύο χώροι, ο εσώτερος του ποιητή, που ποιεί τον λόγο, και ο άλλος, του μοναχικού δημιουργού, που εισχωρεί στη δική του τη γραφή μέσα για να βρει τα ίχνη της απολεσθείσας ζωής του. Κανείς δεν ξέρει ποιος από τους δύο είναι ο αληθινός κόσμος.
Αυτό που περισσότερο αγαπά το ποιητικό υποκείμενο των ποιημάτων αυτών είναι το Πρόσωπο, όχι το πρόσωπο, είναι η Αγάπη, όχι η αγάπη. Και αυτήν ακριβώς την Αγάπη θα την απαλλάξει από όλα της τα συμβατικά φορέματα, τη γραμματική που την ορίζει περιοριστικά και την οριοθετεί θέτοντας τους κανόνες της εκφοράς του λόγου.
Αυτό που περισσότερο αγαπά το ποιητικό υποκείμενο των ποιημάτων αυτών είναι το Πρόσωπο, όχι το πρόσωπο, είναι η Αγάπη, όχι η αγάπη. Και αυτήν ακριβώς την Αγάπη θα την απαλλάξει από όλα της τα συμβατικά φορέματα, τη γραμματική που την ορίζει περιοριστικά και την οριοθετεί θέτοντας τους κανόνες της εκφοράς του λόγου. Θα αφήσει μόνον τη μετοχή, αμέτοχη από συντακτικούς κανόνες και συμβατικές δεσμεύσεις, στην κυριολεξία της συμβολικά υπενθυμίζοντας τον συμμετοχικό παροξυσμό του έρωτα. Και η αρωγή από τον άλλο ποιητή: Έχε όρους αιωνιότητας, θα συμβουλεύσει τη μικρή Μαρία ποιητικά ο Νίκος Καρούζος, καθώς γράφει καθισμένος στο Bar Dada των Εξαρχείων, το 1984.
Πώς κερδίζεται αυτή η αιωνιότητα; Ο Σταύρος Σταυρόπουλος καταθέτει εδώ το προσωπικό του άλγος και μέσα από την αναζήτηση της μορφής αφιερώνει το ποίημά του (πρόκειται για ένα μόνον ποίημα μέσα σε σαράντα πέντε βήματα/ποιητικές φωνές) στη γυναικεία παρουσία/απουσία. Και τότε η ποίηση μεταλλάσσεται και σωματοποιείται. Αφομοιώνει και ενδύεται το πρόσωπο, και τότε ο ποιητής συνειδητοποιεί τη μέγιστη αυταπάτη. Αναγνωρίζει πως μόνον μέσα της μπορεί να ελπίζει σε μια νέα συνάντηση με το σώμα του έρωτα. Η δύναμη του ποιητικού λόγου απλώθηκε και άγγιξε τη Μαρία, με όλα τα πιθανά της ονόματα, τις μεταλλάξεις του εαυτού της. Έτσι μπορεί πλέον να δοθεί ξανά στην αγάπη.
Αν αυτό το μακροσκελές ποίημα δεν ήταν μια προσωπική κατάθεση της ψυχής του ποιητή, θα μπορούσε να είναι ένας ύμνος στην αγάπη, που γίνεται ακόμα πιο ζωντανή και δυνατή και θάλλουσα, όταν χάνεται. Το πρόσωπο του έρωτα είναι η αναζήτησή του.
Σχολιάζοντας πριν καιρό μια προηγούμενη ποιητική πρόταση του Σταυρόπουλου είχα προβληματιστεί σχετικά με την οραματική διάθεση του ποιητή και το μοίρασμά του οράματος στους αποδέκτες της ποίησής του. Εκεί ο λόγος ήταν πιο μοναχικός παρά την οραματική του διάσταση (ένα όραμα πάντοτε διεκδικεί τη συμμετοχή του άλλου):
«Πράξη εξαφάνισης»
Εδώ μοιάζει να προεκτείνει τις λέξεις του, ώστε να φθάσουν στους επιθυμούντες τη συμμετοχή στις ποιητικές του προτάσεις/εικόνες. Σκέφτομαι, λοιπόν, εν κατακλείδι, ότι μάλλον η πολλαπλότητα του προσώπου, στο οποίο ο λόγος εδώ αφιερώνεται, οδηγεί αναπόφευκτα και στη μέθεξη του αναγνώστη. Η παρουσία και η απουσία (κυρίως αυτή) ως συνθήκες προσιδιάζουν στην ατομική βίωση της μοναξιάς του έρωτα, όπως ο καθένας από μας που διαβάζουμε την ποίηση του Σταυρόπουλου εννοούμε. Μέσα στον κρυπτικό της λόγο η ποίηση κατόρθωσε να γίνει για μια ακόμα φορά οικουμενική.
* Η ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ είναι συγγραφέας.
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΥ