Για την ποιητική συλλογή της Μαρίας Αγγελοπούλου «η απουσιολόγος» (εκδ. Θράκα).
Του Χρήστου Αρμάντο Γκέζου
H πρώτη εμφάνιση της Μαρίας Αγγελοπούλου στα ποιητικά πράγματα είναι μια συλλογή με 20 αριθμημένα ποιήματα, σύντομα και πυκνά, τα οποία διακρίνονται από τόλμη, διάθεση για πρωτοτυπία και σκληρότητα στο περιεχόμενο.
H απουσιολόγος είναι μια φιγούρα που μπορεί να ιδωθεί σχεδόν κυριολεκτικά: μια γκροτέσκα περσόνα που διατηρεί τα κατάστιχα όχι μαθητών αλλά τροφίμων, καθώς τα ποιήματα του βιβλίου στήνουν αδιόρατα το σκηνικό ενός ιδιότυπου ψυχιατρείου, με ανθρώπους σαλούς, πονεμένους και βίαια πληγωμένους.
Με έναν τίτλο πρόδηλα αναφερόμενο στο έργο του Βασίλη Στεριάδη (το σχετικό απόσπασμα του οποίου παρατίθεται στην αρχή του βιβλίου), αυτό που κάνει η απουσιολόγος εδώ είναι σε πρώτη εστίαση να καταγράφει τις απουσίες ανθρώπων που πέθαναν ή εξαφανίστηκαν, που χάθηκαν στον δρόμο της ζωής με τον έναν ή τον άλλον τρόπο και δεν μπόρεσαν να επανεμφανιστούν για να δηλώσουν το «παρών»: ένας μοτοσικλετιστής που έγινε αφορμή να ανθίσει μια ματωμένη κολόνα, μια διασωληνωμένη γυναίκα μέσα στον λευκοπράσινο θάνατο του χειρουργείου, ένας μανιακός που έγραφε ποιήματα.
Σε δεύτερη ανάγνωση και εστίαση όμως, η απουσιολόγος είναι μια φιγούρα που μπορεί να ιδωθεί σχεδόν κυριολεκτικά: μια γκροτέσκα περσόνα που διατηρεί τα κατάστιχα όχι μαθητών αλλά τροφίμων, καθώς τα ποιήματα του βιβλίου στήνουν αδιόρατα το σκηνικό ενός ιδιότυπου ψυχιατρείου, με ανθρώπους σαλούς, πονεμένους και βίαια πληγωμένους. Ένα σκηνικό που δεν στερείται αναλογιών με τη μαθητική τάξη, καθώς πάντα αυτοί οι άνθρωποι, παρά τους οδυρμούς και τις κακουχίες που υφίστανται, διατηρούν μέσα τους ψήγματα παιδικής αθωότητας, ενώ σαν μικροί μαθητές προσπαθούν να κατανοήσουν λίγο περισσότερο τον κόσμο, προσδοκώντας όταν ή εάν κάποτε βγουν έξω ελεύθεροι να είναι πιο έτοιμοι και μαχητικοί απέναντι στις δυσκολίες που η πραγματικότητα αναπόδραστα επιβάλλει.
Βρίσκουμε στα ποιήματα λάμες που στάζουν, νύχια βγαλμένα, καμένο δέρμα, εμετικές και τρομερές γυναικείες παρουσίες, κίτρινα τυφλά μάτια, και πλήθος άλλων εφιαλτικών μορφών και σκηνών που συχνά φέρνουν στον νου πλάνα ταινιών τρόμου, ενώ η ιατρική ορολογία που μετέρχεται καμιά φορά η ποιήτρια τους αποδίδει ένα αίσθημα ψυχρότητας, κλινικής, σαδιστικής σχεδόν διάθεσης, που κάνει αχνή και δυσδιάκριτη τη γραμμή μεταξύ θεραπείας και βασανιστηρίου.
Τα παραπάνω σχετίζονται άμεσα με την έντονη και βίαιη σωματικότητα των ποιημάτων: το ανθρώπινο σώμα, συνήθως δε το γυναικείο, αναπαρίσταται ως ένα διαχρονικό και αδιάλειπτο πεδίο πόνων και ηδονών. Κι αυτό γιατί το σώμα γίνεται αντικείμενο δυνάμεων που το ωθούν στα άκρα διαλύοντάς το, αλλά και οδηγώντας το στην έκσταση από την ευχαρίστηση. Αυτό το δίπολο απόλαυσης-πόνου δεν είναι πάντα διακριτό, αλλά συχνά συγκλίνει και συστρέφεται σε έναν περιπεπλεγμένο σχηματισμό: το σώμα είναι πάνω και πρώτα απ’ όλα αίσθηση και είτε αυτή έχει να κάνει με τον πόνο είτε με την ηδονή, υπενθυμίζει στη σάρκα την υπόστασή της, τον ρόλο της ως μια μηχανής παραγωγής υγρών και κάθε λογής εκκρίσεων.
Στη γραφή της Αγγελοπούλου εντοπίζεται μια νευρικότητα, μια τρεμουλιαστή ένταση στο χέρι που γράφει τα ποιήματα, η οποία μεταστοιχειώνεται καμιά φορά σε ήπια και κοντρολαρισμένη οργή, ανακατεμένη με ένα πολύ έντονο και θρασύ αίσθημα ειρωνείας, πότε πιο υποδόρια και πότε πιο ευδιάκριτα, απέναντι στα πράγματα.
Το ποιητικό υποκείμενο της συλλογής έχει τσαγανό και δεν διστάζει να στηλιτεύσει, φτύνοντας σχεδόν, τις κοινωνικές νόρμες, τα παραδεδεγμένα ήθη και την υποκρισία, ακόμα και σεπτών, αδιαμφισβήτητων τάχα θεσμών. Διαβάζουμε πχ στο καλύτερο ίσως ποίημα της συλλογής:
ή και στο τρίτο ποίημα της συλλογής
Όλα τα παραπάνω οδηγούν, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, σε μια λυτρωτική αναβίβαση του σώματος, σε μια διάρρηξη των δεσμών που του επιβάλλονται από τον ίδιο ή και τον κοινωνικό περίγυρο – στο κύριο ίσως και βαθύτερο θέμα του βιβλίου, που είναι η θαρραλέα πρόταξη της ατομικότητας, μιας ατομικότητας έστω στραπατσαρισμένης αλλά τουλάχιστον αυτόνομης.
* Ο ΧΡΗΣΤΟΣ ΑΡΜΑΝΤΟ ΓΚΕΖΟΣ είναι συγγραφέας.