Για την ποιητική συλλογή του Κώστα Γ. Παπαγεωργίου «Έκτακτο δελτίο καιρού» (Μελάνι).
Tης Βαρβάρας Ρούσσου
Γλώσσα μου χωρισμένη παραλίγο γλίστρησαν τα βήματά μου Κώστας Γ. Παπαγεωργίου, Ιχνογραφία (1975)Ο Κώστας Γ. Παπαγεωργίου ανήκει στη χορεία εκείνων των ποιητών που το σημαντικό έργο τους αναγνωρίστηκε από κοινό και κριτικούς, αλλά ο ίδιος δεν επαναπαύτηκε στις δάφνες των βραβείων και συνέχισε τις αναζητήσεις του. Η τελευταία συλλογή του, ως συνέχεια μιας μακράς πορείας που ξεκινά από το 1966, επισφραγίζει ακόμη μια φορά την ποιητική του ιδιοσυστασία, της οποίας γνωρίσματα είναι, ανάμεσα σε πολλά άλλα, η μορφοπλαστική δεινότητα και η ιδιαίτερη αισθητική στον χειρισμό του βιωματικού υποστρώματος.
Εδώ η αφαιρετικότητα οδηγεί σε μια ερμητική ελλειπτικότητα που απαιτεί αμέριστη την προσοχή του αναγνώστη. Όταν όμως αυτός αφεθεί στην αβίαστη ροή της προσεκτικά επιλεγμένης ποιητικής γλώσσας, τότε οδηγείται σε έναν γνήσιο, καθαρό λυρισμό, όπου ωστόσο διαφαίνεται ο αρχικός βιωματικός και συναισθηματικός πυρήνας που πυροδότησε τη συλλογή.
Το Έκτακτο δελτίο καιρού αποτελεί μια σύνθεση σαράντα ενοτήτων αριθμημένων με κεφαλαία γράμματα (Α΄ έως Μ΄), που διαλέγεται ολοφάνερα με την προηγούμενη συλλογή του Παπαγεωργίου Εγώ το μαύρο θα κρατώ έως θανάτου, τόσο στο επίπεδο της ποιητικής ύλης, όπου θεματικά κυριαρχεί η έννοια του θανάτου, όσο και στη φόρμα, τις ποιητικές ορίζουσες καθώς και στον βαθμό αφαίρεσης. Έτσι, από «το μαύρο αταίριαστο κατάμαυρο» της προηγούμενης συλλογής περνάμε στο «χιόνι χαλί άσπιλο λευκό», χωρίς όμως να μετατοπίζεται το συγκινησιακό υπόβαθρο που κινεί τις δύο συλλογές.
Εδώ η αφαιρετικότητα οδηγεί σε μια ερμητική ελλειπτικότητα που απαιτεί αμέριστη την προσοχή του αναγνώστη. Όταν όμως αυτός αφεθεί στην αβίαστη ροή της προσεκτικά επιλεγμένης ποιητικής γλώσσας, τότε οδηγείται σε έναν γνήσιο, καθαρό λυρισμό, όπου ωστόσο διαφαίνεται ο αρχικός βιωματικός και συναισθηματικός πυρήνας που πυροδότησε τη συλλογή. Ο Παπαγεωργίου επιμένει στην καθαρότητα του γλωσσικού οργάνου, ώστε να ταυτίζεται κάθε φορά απολύτως η εικόνα με τη λέξη, κάτι που οδηγεί, κατά τη γνώμη μου, σε ένα είδος καθαρής ποίησης, που κατορθώνει εκείνη την αισθητική συνθήκη εντός της οποίας επιχειρείται η συνειδητοποίηση ή και η συμφιλίωση με το οδυνηρό βίωμα του αδόκητου θανάτου και της απώλειας. Η αναφορά μου στην καθαρή ποίηση δεν ανάγεται μόνο στη φιλολογική σημασία και τις τροπές που πήρε το περιεχόμενο του όρου στο πέρασμα των χρόνων. Υπαινίσσομαι παράλληλα και την «κατάβαση» σε βαθύτερες αισθήσεις και συναισθήματα που φέρνουν στο φως και επιχειρούν να συλλάβουν και να θεματοποιήσουν μέσω της γλώσσας οριακές ανθρώπινες καταστάσεις, προκαλώντας και την αισθητική συγκίνηση του αναγνώστη πέρα από τη συμμετοχή του στην κοινή συγκίνηση που επιφέρει το αναπόδραστο ανθρώπινο βίωμα της απώλειας. Ο στίχος «στους λευκούς κροτάφους της λύπης θροΐζει εφτασφράγιστο πένθος» αποτελεί, νομίζω, έναν από τους παραδειγματικούς στίχους που με ενάργεια αποτυπώνουν το ποιητικό σχέδιο του Παπαγεωργίου, όπως εξάλλου αυτό είχε προδιαγραφεί ήδη από την προηγούμενη συλλογή.
Στο Έκτακτο δελτίο καιρού τα ποιήματα, ανατρέποντας το πραγματικό, αναπτύσσονται ως ροή συνείδησης, δημιουργώντας ένα συνεχές λόγου που παραπέμπει στο όνειρο.
Μέσω τέτοιου χειρισμού της γλώσσας, η καθαρή βαθύτερη ουσία του ανθρώπου, καθώς ψηλαφεί το βίωμα της απώλειας και «το άγριο θαύμα του θανάτου» (ΙΒ΄) αναφαίνεται σχεδόν αποκαλυπτικά στο μεταίχμιο μεταξύ ονείρου και εγρήγορσης «στη ρηχή λίμνη του μαξιλαριού» (Β΄)· στο «υδροκέφαλο τέρας του ύπνου» (Ε΄)· «εκεί που συχνάζουν οι πλέον ακατανόητες συναντήσεις» (Δ΄).
Έτσι, στο Έκτακτο δελτίο καιρού τα ποιήματα, ανατρέποντας το πραγματικό, αναπτύσσονται ως ροή συνείδησης, δημιουργώντας ένα συνεχές λόγου που παραπέμπει στο όνειρο. Αυτή η συνεχής ροή, βασισμένη μορφολογικά σε πλήθος εικόνων, υποστηρίζεται από έναν τύπο πρόζας που ενυπάρχει στα ποιήματα και την απουσία στίξης πλην της τελείας. Στη μορφολογική αυτήν επιλογή και τον χειρισμό της, σε απόλυτη ταύτιση με το νοηματικό φορτίο, έγκειται η μορφοπλαστική δεινότητα του Παπαγεωργίου την οποίαν εξαρχής ανέφερα.
Επιπλέον, την πεζολογία που θα μπορούσε να παράγει η εν λόγω μορφή πρόζας, η οποία αναιρείται μέσω της προσεγμένα αρθρωμένης λυρικότητας, είτε με τρόπο άμεσο, «Μ’ ενός φιλιού αποτύπωμα μετέωρη άφησες την αύρα ένα τρικύμισμα νοερό…» (ΙΘ΄), είτε με την, πιθανόν και ηθελημένη, χρήση δήθεν «αντιλυρικών» λέξεων: «Σφυριές απαλές προσαρμόζουν τον πόνο στα μέτρα του ανθρώπου κι αλλοιώνουν του βλέμματος την εμβέλεια…» (ΙΖ΄).
Ο Παπαγεωργίου καταφέρνει τελικά να αποτυπώσει την ατομικότητα της βιωμένης εμπειρίας του πένθους με ιδιαίτερο τρόπο, συναρμόζοντας στοιχεία από ολόκληρο το φάσμα της ποιητικής παράδοσης, παλαιότερης και νεότερης: λυρισμό, φόρμα που παραπέμπει σε πεζό, αστιξία σχεδόν απόλυτη (με εξαίρεση την παρουσία τελείας), αφαιρετικότητα αλλά και έντονη εικονοποιία. Με τον τρόπο αυτόν, δεν παρουσιάζει μια σύνθεση με άξονα την προσωπική του σχέση με την έννοια της απώλειας, αλλά μας παρέχει και τις δικές του απαντήσεις σε κρίσιμα ερωτήματα της ποιητικής δημιουργίας.
Σ’ όλες τις γλώσσες η σιωπή σημαίνει αγάπη και ηχηρό ξημέρωμα του πάνω κόσμου (ΙΔ΄).
Η τοποθέτηση, εξάλλου, μέρους ή και ολόκληρων ποιημάτων σε αγκύλες ενισχύουν την αίσθηση ενός διαλόγου με το πρόσωπο του οποίου η απώλεια αποτέλεσε το κινούν αίτιο της σύνθεσης. Η ποίηση γίνεται λοιπόν ένας ιδιότυπος διάλογος που επιδιώκει να αποδώσει το απαρηγόρητο του θανάτου: «Τώρα ούτε νερό σε κόρφο αγγέλου και ούτε ψωμί σε πεινασμένου στόμα και ούτε αγάπης πέδιλα σε τάφο επάνω αρκούν για την εξοικείωση με το άγριο θαύμα του θανάτου» (ΙΒ΄). Το αδύνατο της εξοικείωσης αίρεται, ως έναν βαθμό, από την ίδια την ποιητική σύνθεση που επιχειρεί να λειτουργήσει συμφιλιωτικά: «σ’ όλες τις γλώσσες η σιωπή σημαίνει αγάπη και ηχηρό ξημέρωμα του πάνω κόσμου» (ΙΔ΄).
Τόσο που στο τελευταίο μέρος μάλιστα της σύνθεσης (Μ΄) επιτυγχάνεται το εξής ποιητικό παράδοξο: η φωνή εκφοράς μοιάζει να στέκεται, εντέλει, έξω από το ποίημα: «Έλα να σου δείξω πώς η μέρα διδάσκει τους αρχάριους του πένθους πώς παίρνει τα μέτρα της σιωπής του καθενός με τη μεταλλική μεζούρα της λύπης», καθοδηγώντας τους, όσο να ’ναι, έμπειρους κι αυτούς στην απώλεια αναγνώστες: «ώστε άφοβα να περπατούν στους κήπους του εφιάλτη» ( Μ΄)· «στο ματαιωμένο θαύμα με κατάσαρκα τα σύνεργα της ματαίωσης» (ΙΘ΄).
* Η ΒΑΡΒΑΡΑ ΡΟΥΣΣΟΥ είναι φιλόλογος.
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ Γ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ