Για την ποιητική συλλογή της Γιώτας Αργυροπούλου «Για Σίκινο, Ανάφη, Αμοργό», με σκίτσα της Κυριακής Καρσαμπά (Gutenberg).
Της Γεωργίας Κακούρου-Χρόνη
Η νέα ποιητική συλλογή της Γιώτας Αργυροπούλου συνίσταται από τρία μέρη που τιτλοφορούνται: «Ακταιωρός», «Απόπλους» και «Σαν φουσκοθαλασσιά». «Ακταιωρός»· ακταιωρός, η ίδια η ποιήτρια με πολλαπλή σημασία του όρου: φυλάττει την προαιώνια, ιερή ομορφιά που μεταγγίζουν στις λέξεις τα αιγαιοπελαγίτικα νησιά· γι’ αυτό και υποκλίνεται στους μείζονες της ποίησης προλαμβάνοντας ταυτόχρονα και την ερμηνευτική πρόθεση του αναγνώστη με την ερώτηση «Πήγα θα πουν, να παραβγώ στον ποιητή;», στην οποία η ίδια ευθαρσώς απαντά, δικαιολογώντας και δικαιώνοντας το εγχείρημά της: «Μα είδα και ελόγου μου το φως / κι ούτε μπορώ να το σιωπήσω»· ακτοφυλακεί επίσης υπερασπιζόμενη κι άλλες επιλογές της, όπως εκείνη την αντίδραση: «Τόσες θάλασσες εδώ κοντά, πας και οργώνεις τα / ξερονήσια». Υπενθυμίζω ότι η ποιήτρια γεννήθηκε στους Κωνσταντίνους της Μεσσηνίας και ζει στην Καλαμάτα, όπου εργάζεται ως φιλόλογος στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση.
Ζωνοδέλφινα, σκληρό φως, ο πυρπολών τα πάντα Ιούλιος, στέρνες και ξερικά περιβόλια, ξερολιθιές και πέτρινα αλώνια, μύλοι και καλντερίμια, λιαστό κρασί και σούμα, το αλάτι στα βράχια, οι γλάροι, ο μπάλλος, οι γυμνοί, ηλιώτες, ηλιοκαείς βράχοι και οι ηλιοκαμένοι έφηβοι· μοιάζει γνώριμη η τοπιογραφία.
Η απάντηση για τις επιλογές της απευθύνεται στον αναγνώστη, αλλά και σε εκείνους τους καλούς ζευγολάτες (υποθέτω ανάμεσά τους και ο πατέρας της ποιήτριας) που, κούροι αρχαϊκοί, κατέβηκαν στα χώματα χωρίς να αντικρίσουν τη θάλασσα· την ήξεραν, ωστόσο, γιατί στην ερώτηση του παιδιού «πώς είναι η θάλασσα;» έδειχναν τον ουρανό. Δεμένοι με τη γη, έδεναν κόμπο κόμπο μαζί με τον ιδρώτα όλη τη σοφία στο αλέτρι τους· πολυταξιδεμένοι αταξίδευτοι, στη μικρογραφία του κόσμου τους ήταν απεικασμένος ο κόσμος όλος.
Η αναγνωρίσιμη ανθρωπογεωγραφία του ελληνικού νησιού από τη «Δεύτερη χιλιετία προ Χριστού» έως τις μέρες μας καταγράφεται και για εκείνους: ζωνοδέλφινα, σκληρό φως, ο πυρπολών τα πάντα Ιούλιος, στέρνες και ξερικά περιβόλια, ξερολιθιές και πέτρινα αλώνια, μύλοι και καλντερίμια, λιαστό κρασί και σούμα, το αλάτι στα βράχια, οι γλάροι, ο μπάλλος, οι γυμνοί, ηλιώτες, ηλιοκαείς βράχοι και οι ηλιοκαμένοι έφηβοι· μοιάζει γνώριμη η τοπιογραφία. Αλλά, όσο γνώριμη κι αν είναι, η ποιητική γλώσσα σε προσκαλεί να σταθείς και να την ξανακοιτάξεις, γιατί οι πινελιές που την διαφοροποιούν από άλλες σού είχαν διαφύγει. Δεν είχες αίφνης ακούσει το βιμπράτο της Κάλλας να αντηχεί στις σπηλιές· ούτε είχες συνειδητοποιήσει ότι: «ο τόπος / στρατολόγησε τις πέτρες του / καταντικρύ στο φως» ή σκεφθεί τα ασπρισμένα ξωκλήσια σαν «Τάματα και αντίδωρα / της πίστης αντιστύλια / σπαρμένα στο Αρχιπέλαγος».
Νησιά της εφηβείας, των περιπλανήσεων και των «αλμυρών» ερώτων που επιτάσσουν την επιστροφή κατά την ωριμότητα όχι νοσταλγικά (και νοσταλγικά), προκαλώντας καινούργιες αναγνώσεις («σαν καινούργια τα διαβάζεις»)· ο παρών χρόνος καθίσταται θεοφανικός χρόνος γι’ αυτά τα «τάματα-προσκυνήματα» που επαναλαμβάνονται κάθε καλοκαίρι.
Νησιά της εφηβείας, των περιπλανήσεων και των «αλμυρών» ερώτων που επιτάσσουν την επιστροφή κατά την ωριμότητα όχι νοσταλγικά (και νοσταλγικά), προκαλώντας καινούργιες αναγνώσεις.
Έτσι ο «Απόπλους» (η δεύτερη ενότητα) καθίσταται κατάπλους με πολλούς ενδιάμεσους σταθμούς και προσεγγίσεις: Πάτμος, Νίσυρος, Σύμη, Χάλκη, Τήλος, Κάρπαθος, Κρήτη, Κύθηρα, Φολέγανδρος, Αστυπάλαια, Νάξος, Ικαριά, Χίος, Λέσβος, Αμοργός. Η τοπιογραφία αποκτά τώρα και χρονικό προσδιορισμό με το πρώτο ποίημα της ενότητας που τιτλοφορείται «Απόπλους 1987». Ο δεύτερος «Απόπλους 2017» (καλύτερα τα έξι τελευταία ποιήματα αυτής της ενότητας) προσθέτει στην τοπιογραφία της τις αλλαγές που επέφεραν τα τριάντα χρόνια που μεσολάβησαν ανάμεσα στις δυο αναχωρήσεις. Οι αλλαγές του χρόνου είναι εκεί, ορατές σε όλους, από τα καράβια που με άλλα πια «ονόματα οργώνουν τα νερά / Αριθμημένα χάι-σπιντ, μπλου σταρ και σούπερ φέρι» έως τις σειρήνες «που δεν θα ακούσεις πια / με αυτά τα νέα πλοία». Αλλά υπάρχουν και οι άλλες αλλαγές –περισσότερες και οδυνηρότερες– που έχουν συντελεστεί στο ποιητικό υποκείμενο και προβάλλονται σ’ εκείνη την προ τριακονταετίας τοπιογραφία. Κι ωστόσο, μια πιο εξονυχιστική ματιά που διεισδύει κάτω από την επιφάνεια της παλιάς εκείνης εικόνας, καλυμμένης από τις αλλαγές, διαπιστώνει ότι «Όλα είναι στη θέση τους και αυτό το καλοκαίρι / και το σπουδαίο αληθινά κι ευγνωμονώ για τούτο / είναι ότι έλαβα τη θέση μου / κι εγώ ανάμεσά τους».
Και στη νέα, την τριαντάχρονη, τοπιογραφία η ποιήτρια θα προσθέσει το δικό της εικονοστάσι των προσωπικών της ανωνύμων αγίων: τη Μαρία Χανιώτη που για χρόνια «μετέφερε αγκαλιά, βράδυ πρωί, στο καλντερίμι» τη μάνα της, τις «Δυο γενιές αγάλματα / [...] στης Παροναξίας το φέγγος», τον Καρίμ «πλάι στον Ρέμωνα, τον Ιασή, τον Λάνη» και τέλος τα μικρά παιδιά που «στην άκρη εκεί στην αμμουδιά / γίναν μαύρα λουλούδια».
Η φουσκοθαλασσιά είναι η εικόνα του Αιγαίου που προσπερνάμε· αυτή της αέναης ταραχής που «συνέχει / στο Αιγαίο τη ζωή / από τη ρίζα της».
«Σαν φουσκοθαλασσιά», η τρίτη ενότητα· ονοματίζεται από την αρχή του πρώτου στίχου του τελευταίου ποιήματος της συλλογής. Η φουσκοθαλασσιά είναι η εικόνα του Αιγαίου που προσπερνάμε· αυτή της αέναης ταραχής που «συνέχει / στο Αιγαίο τη ζωή / από τη ρίζα της». Τη θυμηθήκαμε για λίγο τον τελευταίο καιρό με τους θανάτους των μεταναστών και των προσφύγων, με τις ηχηρές παρουσίες μεγάλων καλλιτεχνών και celebrities, για να την ξεχάσουμε κιόλας, εν μέσω των διακοπών του Αυγούστου. Πρόκειται για τα «νηολόγια του καιρού» που καταγράφει «το μελάνι» της ποιήτριας από τα εγχυτρισμένα μωρά της Αστυπάλαιας έως τους τωρινούς πνιγμένους του «απελπισμένου διάπλου».
Απόπλους-κατάπλους-διάπλους· αυτός ο τελευταίος είναι η νοερή ταφή των απάτριδων βρεφών του Αιγαίου: «Και η Άρτεμις Λοχεία, μαυροφόρα, / καβάλα γυναικεία στο γαϊδούρι της / από το δρόμο θα περνά / θα τα θρηνεί εις τους αιώνες».
Η ποιήτρια, όπως συμβαίνει στη μοντέρνα ποίηση, προβάλλει τις ενδόμυχές της συγκινήσεις, αλλά επιτυγχάνει να συναντήσει τον αναγνώστη στην προβολή και των δικών του συγκινήσεων. Συνομιλεί με τους μείζονες εκπροσώπους της ποίησής μας, αλλά και τους ήσσονες («οι πιο πικροί ελάσσονες / εκείνοι με συντρόφεψαν»), με την οικειότητα της βαθιάς γνωριμίας μαζί τους που έχει υπολογίσει μέτρα και σταθμά και γι’ αυτό ο ιδιαίτερός της λόγος ακούγεται πλήρως αποδεκτός και από εκείνους· οικείος, βιωμένος, συντροφευμένος με όλες αυτές τις φωνές σε κύματα και αρμυρίκια.
Η ανθρωπογεωγραφία των νησιών του Αρχιπελάγους συμπυκνωμένη στους στίχους της «Γνωρίζω μόνο ότι [το αιγαίον φως] με τεχνοτροπία βυζαντινή τα δειλινά / αγιογραφεί τους βράχους» δεν μπορεί να ιδωθεί χωρίς το κόκκινο που δεν είναι από το λιόγερμα, αλλά που και πάλι «στις μέρες μας είναι αίμα», κατά τον λόγο του Γιάννη Ρίτσου. Δεν γίνεται αλλιώς· «ακταιωρός» και στο τέλος της ποιητικής της συλλογής η Γιώτα Αργυροπούλου επισημαίνει ότι «Στα νηολόγια του καιρού / ανθίζει το μελάνι».
* Η ΓΕΩΡΓΙΑ ΚΑΚΟΥΡΟΥ-ΧΡΟΝΗ είναι διδάκτωρ Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και επιμελήτρια της Εθνικής Πινακοθήκης στο παράρτημα της Σπάρτης.
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΗΣ ΓΙΩΤΑΣ ΑΡΓΥΡΟΠΟΥΛΟΥ