Για την ποιητική συλλογή του Δημήτρη Γ. Παπαστεργίου Έλαβον (εκδ. Σαιξπηρικόν)
Της Έλσας Κορνέτη
«Η αιωνιότητα ζηλεύει τη στιγμή κι έπειτα η στιγμή έχει περάσει» είχε γράψει ο ποιητής Τσαρλς Σίμικ. Τη στιγμή του παρελθόντος ή του παρόντος επιχειρεί να παγιδεύσει η ποίηση. Να μην ξεφύγει και χαθεί και πνιγεί στη λήθη. Οι ποιητικές καταγραφές της συλλογής του Δημήτρη Παπαστεργίου, στην κομψή και προσεγμένη αισθητικά όπως πάντα έκδοση του Σαιξπηρικόν, χωρισμένες σε πέντε ενότητες σαν ακριβή σχεδιάσματα υπενθύμισης μοιάζουν να δημιουργήθηκαν για να φέρνουν στο νου μια προτροπή: «Θυμήσου ό,τι σε συνδέει με τη μνήμη είναι μια σχέση πνευματική».
Γιατί τι είναι αυτό που μένει τελικά; Επικολλήσεις στιγμών. Το παλίμψηστο της ζωής: Επικολλήσεις από χαμένες, περασμένες αιωνιότητες. Μνήμες της θάλασσας, παράφρονες άνεμοι, ρόδια που έσπειραν μούχλα και ατυχία/ και τ’ αποτρόπαια της πόλης μου σκουπίδια/ στοιχειώσανε το σπίτι μου και το εγκατέλειψα / ’Ό,τι έλαβες στο γήινο ταξίδι της ζωής, την αγάπη, τη φροντίδα, την ευαισθησία, την προστασία, την ενσυναίσθηση θα παραδώσεις παρακάτω μετασχηματισμένη σε προσφορά, μιας ποιητικής συνείδησης σε εγρήγορση σε μια σκυταλοδρομία προσώπων, συναισθημάτων, απωλειών, αναχωρήσεων, αποχωρήσεων, ταξιδιών του μυαλού και της καρδιάς, αλλά και της τρομακτικής παρατήρησης της ζωής των άλλων, των καταφρονεμένων, των αδικημένων, των στερημένων. Θα’ ρθει μια μέρα /που δεν θα μας τρομάζει το παγωμένο πέλαγος/ αλλά τα παγωμένα βλέμματα των ανθρώπων/.
Με τη χρήση λεπτών αδιόρατων μεταφορών τα ποιήματα της συλλογής επιχειρούν να πουν κάτι περισσότερο από τη ζωή και την πραγματικότητά της.
Η επίκληση στην αθωότητα υπογραμμίζει τις παιδικές μνήμες και τα αγαπημένα πρόσωπα. Η ποιητική γλώσσα του κοινωνικά ευαίσθητου ποιητή λειτουργεί δυναμικά χωρίς να γίνεται στερεοτυπική ή πομπώδης στο ξεδίπλωμα κοινωνικών προβληματισμών που ενδεικτικά αφορούν στην ανεργία και στο προσφυγικό με διάχυτη την αίσθηση ότι είναι ο κόσμος που κοιτάζει τον ποιητή κι όχι ο ποιητής τον κόσμο. Με τη χρήση λεπτών αδιόρατων μεταφορών τα ποιήματα της συλλογής επιχειρούν να πουν κάτι περισσότερο από τη ζωή και την πραγματικότητά της. Παραφράζοντας από το «Όνειρο ενός γελοίου» το απόσπασμα του Φ. Ντοστογιέφσκι «η ζωή είναι ένα όνειρο με λεπτομέρειες» θα έλεγα ότι στην περίπτωση του Δημήτρη Παπαστεργίου είναι το όνειρο μια ζωή χωρίς λεπτομέρειες. Το όνειρο χρησμός βγαλμένος από της κάθε νύχτας τα σκοτεινά εντόσθια: εγώ ασπρόρουχο στης μάνας μου τα χέρια/ μια στον πάτο της χλωρίνης/ ν’ ασπρίζω σαν τα κόκαλα της μάνας μου/
Η εναλλαγή της ανάγκης ώστε το δίκαιο ν’ αποκαταστήσει το άδικο και η νίκη την ήττα, οι μνήμες που σαν τα παλιά αντικείμενα πεθαίνουν διαφορετικά και οι κοφτερές λέξεις που κόβουν γλώσσα και αυτιά θα συνθέτουν πάντα το κρυφό καρύκευμα της ζωής που «νοστιμίζει» την ύπαρξη σε μια επιτυχημένη υπέρβαση πραγματικότητας.
Στίχοι σαν στοιχειωμένες παρακλήσεις κι επικλήσεις επιτρέπουν στον αναγνώστη να μην βλέπει τον ποιητή, αλλά μέσα από τον ποιητή. «Η Ποίηση είναι ένα καταφύγιο ευθραυστότητας αν θεωρήσουμε ότι μεγαλώνοντας σκληραίνουμε». Η ποιητική γλώσσα λοιπόν μπορεί να μας επιστρέψει εκεί απ’ όπου ξεκινήσαμε στην ζεστή ασφάλεια της μήτρας όταν ακούγαμε κι αναγνωρίζαμε τη φωνή της μάνας στον ζεστό και στοργικό προστατευτικό της κόρφο, όταν μας βύθιζε σε βαθιές αγκαλιές, όταν μας νανούριζε, όταν μας σιγοτραγουδούσε, όταν μας παρηγορούσε. Τα ποιήματα της ενότητας «Μάνα το πρώτο φως» ξεχωρίζουν συγκινητικά σαν μια αιώνια επιστροφή στην αφετηρία της ζωής και σε ό,τι μας συνδέει νοσταλγικά με μια επίμονη ανάκληση και καταγραφή τρυφερής και νοσταλγικής μνήμης, αλλά και στο τραύμα της απώλειας, μιας πληγής ανοιχτής που επιμένει.
Η ΈΛΣΑ ΚΟΡΝΕΤΗ είναι ποιήτρια.