
Για την ποιητική συλλογή του Δημήτρη Πέτρου Χωματουργικά (εκδ. Μικρή Άρκτος).
Της Βαρβάρας Ρούσσου
Αφού ο Δημήτρης Πέτρου παρουσίασε, με την Α΄ Παθολογική το 2013, το εικονοστάσιο των δικών του αγίων (για να χρησιμοποιήσω παραλλαγμένο έναν τίτλο του Ρίτσου), ζώντων και τεθνεώτων ωσεί ζώντων, και αφού σκιαγράφησε τον χώρο του με σαφήνεια και ωριμότητα μέσων καταθέτοντας μια στιβαρή πρώτη συλλογή, επανήλθε, τρία χρόνια αργότερα, το 2016, με τα Χωματουργικά.
Ο Πέτρου μάς οδηγεί στην πορεία σε μια γη όπου οι εκσκαφές αναμοχλεύουν τη σήψη των χωμάτων, της γης, της πατρίδας, ίσως τον θάνατο που δεν είναι μόνον το αμετάκλητο τέλος της ζωής αλλά και εκείνος ο μεταφορικός που καιροφυλακτεί διαρκώς διαβρώνοντας την αντοχή μας στην πραγματικότητα.
Από την νοσηλεία στην Α΄ Παθολογική, στα Χωματουργικά ο Πέτρου μάς οδηγεί στην πορεία σε μια γη όπου οι εκσκαφές αναμοχλεύουν τη σήψη των χωμάτων, της γης, της πατρίδας, ίσως τον θάνατο που δεν είναι μόνον το αμετάκλητο τέλος της ζωής αλλά και εκείνος ο μεταφορικός που καιροφυλακτεί διαρκώς διαβρώνοντας την αντοχή μας στην πραγματικότητα. Μια χαρτογραφία-ανθρωπολογία της επαρχιακής ζωής ιχνηλατεί ο Πέτρου σε πολλά ποιήματα της συλλογής του («Μανδήλι», «Παλαιά Εθνική Οδός», «Hotel Makedonia», «Τα Επαρχιακά» «Τριετές» κ.ά.). Ενσταντανέ της πληκτικά επαναλαμβανόμενης περίκλειστης ζωής αποτυπώνονται με φωτογραφικό σχεδόν ρεαλισμό σε στίχους που ανακαλούν ασπρόμαυρες φωτογραφίες σε βροχερό τοπίο. Στον αντίποδα του επαρχιακού αστισμού το φυσικό τοπίο, άλλα πλάνα αυτά, εμβόλιμα στα ασπρόμαυρα, επιχειρούν να δείξουν την όμορφη πλευρά, όμως μένει «ένα αίσθημα μισό» («Τα επαρχιακά»).
Από τα δύο μότο μάς προκαταλαμβάνει για την οπτική του, πρώτα για το λοξό βλέμμα μέσω του Θρακιώτη Βιζυηνού, στου οποίου το χωριό αντιπαθούν τη χασμωδία που διαταράσσει την ευφωνία, και ύστερα για τον βυθό του πικραμένου βλέμματος μέσω του Βαγγέλη Κάσσου.
Με το πρώτο ποίημα, την «Ξενάγηση», ο Πέτρου μάς καθοδηγεί στον κόσμο των ποιητών, όπως τον οριοθέτησε από τα μότο. Έτσι, από τον Κάσσο το νήμα φτάνει έως τον αυτόχειρα Καρυωτάκη, ενώ με το «λευκό[ς] Νάρκισσο[ς] των ποιητών» ο Πέτρου είναι σαν να προβάλλει την αντιπαράθεση της πραγματικότητας με τον ποιητή. Όμως ο ποιητής, παρότι αισθάνεται ότι «μας διώχνουνε τα πράγματα», ορίζει με το δεύτερο ποίημά του («Επικράτεια») τη σχέση του με τον τόπο ως αναπόφευκτο δεσμό με τον χώρο του πραγματικού. Στην «Επικράτεια», από την καρυωτακική νομαρχία και την αναφορά στην Πρέβεζα μεταβαίνουμε στη γενέθλια Δράμα και, μέσω της παράθεσης, στο τέλος του ποιήματος, των επαρχιακών πόλεων «σε Άρτα, Ηγουμενίτσα / Πρέβεζα και Δράμα» φτάνουμε στον Δραμηνό Νάσο Βαγενά (το ποίημά του «Ελεγείο ή Σάτιρα;» τελειώνει σχεδόν όμοια: «με τις ειδήσεις να χτυπιούνται σαν τις κάργες / στην Πρέβεζα, στη Δράμα, στα Χανιά»). Στον αντίποδα αυτής της καρυωτακικής κατήφειας οι άλλοι τόποι, το ταξίδι («Hotel Makedonia», «Par avion»), η ποίηση («Αγκαλιά με τα βραχόψαρα»), λειτουργούν συμπληρωματικά ή αντιστικτικά με την περίκλειστη οπτική της επαρχίας. Το καταληκτήριο ποίημα της συλλογής («C.V.»), ως συγκρότηση εαυτού, όπου κύριο ρόλο παίζει ο καταγωγικός τόπος και το παρελθόν του, φορτίο στο πρόσωπο: «Δημήτριος Μακεδών του Φιλίππου… Δημήτριος Μακεδών του Δράμαλη». «Ο Φραντς Κάφκα στη Δράμα» είναι ένα ποίημα ιδιαίτερο, μορφικά και θεματικά ένα κείμενο συνάντησης τόπων, λόγων και νοημάτων που, παραμερίζοντας ειδολογικές διαφορές, κατασκευάζει, νομίζω, ένα κλειδί για ολόκληρο το βιβλίο.
Η συλλογή αυτή, όπως και η προηγούμενη, κατασταλάζει σε μια γλώσσα ρεαλιστική, κοινόχρηστη, ωμά καθημερινή (μια αναγωγή στην ποιητική γενιά του ΄70) φορτισμένη από «επαγγελματικό» λεξιλόγιο (όπως εξάλλου οι τίτλοι των δύο συλλογών). Οι λέξεις είναι συχνά αγοραίες «στο άδειο ντεπόζιτο / της αλωνιστικής» («Μανδήλι»), «Παράδειγμα η οδός που έμενες, / πρόσφατα πεζοδρομήθηκε / –απόφαση αρμόδιας υπηρεσίας–» («Τριετές»), ώστε οι μεταφορές και κάποιες παρομοιώσεις δρουν ακυρωτικά σε κάθε θύλακα λυρισμού: «Ένα λιβάδι μαργαρίτες στα υψίπεδα / και στο κέντρο ένας γάιδαρος / να τρώει ανέμελα» («Τα επαρχιακά»).
Ο ιστός που εξυφαίνει η ποίηση του Πέτρου έχει νήματα που οδηγούν στη γενιά του ΄70 και μάλιστα όχι στις πρώτες εκδηλώσεις της αλλά στα όψιμα έργα πολλών εκπροσώπων της, όταν αμβλύνθηκαν και μεταλλάχτηκαν η επαναστατική οργή, η βίαιη αμφισβήτηση και η ακραία γλώσσα.
Ο ιστός που εξυφαίνει η ποίηση του Πέτρου έχει νήματα που οδηγούν στη γενιά του ΄70 και μάλιστα όχι στις πρώτες εκδηλώσεις της αλλά στα όψιμα έργα πολλών εκπροσώπων της, όταν αμβλύνθηκαν και μεταλλάχτηκαν η επαναστατική οργή, η βίαιη αμφισβήτηση και η ακραία γλώσσα. Τα συναισθήματα και οι αντιδράσεις εκείνης της γενιάς στον Πέτρου εμφανίζονται κατασταλαγμένα, σχεδόν σαν να εξέπεσαν σε πικρή συγκατάβαση τροφοδοτημένη από τη σκληρότητα της ματαίωσης και τη σιωπηρή αποδοχή. Από τους ποιητές του ΄70 αναφέρω ενδεικτικά τον Βασίλη Στεριάδη (του οποίου εξάλλου στίχους ενθέτει στο «Τάνγκο Αντίντας» από την Α΄ Παθολογική), τον Νάσο Βαγενά αλλά και τον Μιχάλη Γκανά (παρά τις εξόφθαλμες διαφορές ύφους, μορφής, ποιητικής υπάρχει ο κοινός άξονας της ήρεμης και στοχαστικής θλίψης∙ τις εικόνες που ο Γκανάς βίωνε ως αλλαγή ο Πέτρου τις βιώνει ως κατεστημένο).
Τη συλλογή απαρτίζουν μικρά κυρίως ποιήματα με ελεγχόμενη, σχεδόν αφανή, ρυθμικότητα, που παράγεται πρωτίστως από τη συντομία των στίχων σε συνδυασμό με παρηχήσεις και με την επιλεγμένη θέση των λέξεων στον στίχο. Δεν έχουμε εδώ απόπειρες παραγωγής συλλαβοτονικού ρυθμού, ψήγματα ρυθμών (μέτρων), αντίθετα μια συστηματική αποφυγή τους όπως και κάθε ίχνους ομοιοκαταληξίας. Ο πεζολογικός τόνος, που θα μπορούσε να εμφανίζεται ενισχυμένος από την αγοραία γλώσσα, αίρεται από τη ρυθμικότητα η οποία με τη σειρά της λειτουργεί εξισορροπητικά προς την τραχύτητα και τον ρεαλισμό των λέξεων και του νοηματικού βάρους: «Περνούσε ο Λάζαρος ντυμένος / τα λινά του» («Παλιά ιστορία»). Ο Πέτρου ολοκληρώνει τα νοήματα σε πολύ σύντομους (και γι’ αυτό δραστικούς) στίχους, με τελείες που επιβάλλουν την παύση ενώ υπερβάλλει –όχι όμως άστοχα– στα διάκενα που εισάγουν τη σιωπή και τη διακοπή ως τρόπο του λόγου: η σιωπή είναι στοχασμός και το άρρητο επιβάλλεται και γίνεται ομιλητικό.
Η συλλογή του Πέτρου χαράσσει ιδιαίτερο δρόμο, κατορθώνει μια σύζευξη που κάνει την ποίησή του αντιλυρικά/ρεαλιστικά εξομολογητική και δραστικά κριτική, με το δάχτυλο στον «τύπο των ήλων» που αφήνει η αντιποιητική πραγματικότητα.
* Η ΒΑΡΒΑΡΑ ΡΟΥΣΣΟΥ είναι φιλόλογος.