Για την ποιητική συλλογή του Αντώνη Σκιαθά «Ευγενία» (εκδ. Πικραμένος).
Της Κυριακής Αν. Λυμπέρη
Με έναυσμα το όνομα της κόρης του Ευγενίας, ο Αντώνης Σκιαθάς ονοματίζει έτσι και την παρούσα ποιητική του συλλογή, περιγράφοντας στην πραγματικότητα –δια μέσου βέβαια της ποιητικής διαδικασίας– σημαντικές στιγμές ενός «ευ–γένους, γόνου», του ελληνικού, στη μακραίωνη διαδρομή του και σε όλες του τις εκφάνσεις (ιστορία, χωροταξία–φύση, πολιτεία, κοινωνία, τέχνη).
Στο αυτί του εξώφυλλου του βιβλίου ο ίδιος μας πληροφορεί ότι η συλλογή αποτελεί τριλογία και σύνθεση με τίτλους «Οι πρόγονοι στα ιερά του Μελάμποδα», «Οι γεννήτορες στη νήσο των Σπετσών» και «Οι συγγενείς στα ιαματικά λουτρά της Αιδηψού» και ότι τα περιεχόμενα κείμενα θα μπορούσαν κάτω από αυτούς τους τίτλους να αποτελέσουν αυτούσιες συλλογές. Όμως τελικά, εκ του αποτελέσματος, φαίνεται ότι ήταν σοφό να μην ενδώσει ο ποιητής στην άμεση έκδοση των κειμένων του, διότι έτσι τελικά παρουσιάζεται ένα έργο που αποτελεί μια ολοκληρωμένη αφήγηση, που καλύπτει διάφορες εποχές και που, με τη βοήθεια και των ποιητικών του σχολίων, οδηγεί στην καλύτερη κατανόηση ενός ελλειπτικού –προς χάριν της ανοικείωσης– ποιητικού λόγου.
Μια περιήγηση στα ιστορικά δεδομένα, όπως τουλάχιστον τα αντιλαμβάνεται το ευαίσθητο ποιητικό υποκείμενο, που με χωροχρονικές μετατοπίσεις και συνεχείς αναδρομικούς ελιγμούς προσπαθεί να φέρει στο προσκήνιο, να συνδέσει και να αναδείξει εκ νέου το ξεχασμένο ή το γνωστό, το πραγματικό ή το μυθολογικό στοιχείο και να συλλάβει το νόημα των εκάστοτε δρωμένων αυτής της γωνιάς της γης που αποτελεί την πατρίδα μας.
Μια περιήγηση στα ιστορικά δεδομένα, όπως τουλάχιστον τα αντιλαμβάνεται το ευαίσθητο ποιητικό υποκείμενο, που με χωροχρονικές μετατοπίσεις και συνεχείς αναδρομικούς ελιγμούς προσπαθεί να φέρει στο προσκήνιο, να συνδέσει και να αναδείξει εκ νέου το ξεχασμένο ή το γνωστό, το πραγματικό ή το μυθολογικό στοιχείο και να συλλάβει το νόημα των εκάστοτε δρωμένων αυτής της γωνιάς της γης που αποτελεί την πατρίδα μας. Έτσι θα περάσουν μέσα στις σελίδες, εντέχνως και με μια παλινδρομική κίνηση, ιστορικά πρόσωπα διαφόρων περιόδων (αγωνιστής Ιωάννης Ρούκης, Μαντώ Μαυρογένους, Κατσώνης, Γκούρας, Καποδίστριας, Οδυσσέας Ανδρούτσος, Άννα Κομνηνή, Αλέξανδρος, Ρωξάνη, Παρμενίων) και μυθολογικά (Διγενής, Μελάμποδας, Διόνυσος), ποιητές (Ανακρέων, Όμηρος, υμνογράφος Ρωμανός ο Μελωδός, Κάλβος, Σολωμός, Καβάφης, Περικλής Γιαννόπουλος, Καρυωτάκης, Σαραντάρης, Κωσταβάρας, Εμπειρίκος, Βακαλό, Ελύτης, Κακναβάτος, Καρούζος), σε μια διαφαινόμενη παραλληλία –με τους νεώτερους τουλάχιστον εξ αυτών– με τις ποιητικές του προτιμήσεις, όπως επίσης ζωγράφοι (Θεοτοκόπουλος, Μπουζιάνης, Τσαρούχης) και γλύπτες (Γιαννούλης Χαλεπάς), φιλόσοφοι (Πλάτων, Αριστοτέλης), αλλά και γνωστά πολιτικά ινδάλματα (Βελουχιώτης, Πλουμπίδης) και εν τέλει οι απλοί άνθρωποι συγκεντρωτικά στο πρόσωπο της μητέρας του Στυλιανού Ράμπελα. Δεν ξεχνάει όμως στο πλαίσιο αυτό να προσθέσει και σημαντικά πρόσωπα της παγκόσμιας σκηνής (Φρίντα Κάλο, Ντεγκά, Μποτσόνι, Βαν Γκογκ, Τζάκσον Πόλοκ, Φράνσις Μπέικον, Άντι Γουόρχολ, Σίλερ, Μπωντλαίρ, Μπάιρον, Μπρετόν, Φρόιντ), αφενός για να αναδείξει το πλούσιο γνωσιολογικό του υπόβαθρο και αφετέρου για να εξάρει με αυτή των ελληνικών, αλλά και των αλλοδαπών ονομάτων επίσκεψη –περιβεβλημένων από τους κατάλληλους στίχους– τις νοηματικές αντιστοιχίες στις οποίες τα ονόματα αυτά παραπέμπουν. Μυκήνες, Ερέχθειο, Θερμοπύλες, Μακεδονία, Αμφίπολη, Παλμύρα, Αντιόχεια, Βασιλεύουσα, Ελλήσποντος, Μεσολόγγι, τα οποία αναφέρονται στο βιβλίο, αποτελούν κορυφώσεις του ιστορικού μας γίγνεσθαι και πεδία μνήμης και φρονηματισμού για κάθε επόμενη γενιά. Κάθε σπιθαμή άλλωστε της χώρας αυτής είναι κοιτίδα ομορφιάς και δόξας, αλλά και ποτισμένη με δάκρυ και αίμα.
Με αυτόν τον τρόπο ενώνεται το χθες, το σήμερα και το αύριο, πρόγονοι, γεννήτορες, συγγενείς και επίγονοι οδοιπορούν στη χώρα του πελάγους, των νησιών, των ανέμων, των αμπελώνων και της ελιάς, με τις αρετές, τα πάθη και τα παθήματά τους. Δεν παραλείπει να αναφερθεί σε «αδελφοκτόνες ιαχές», «βασιλικούς τοξότες» και «σταλινικούς υάκινθους». Τελικά οι λέξεις του Α. Σκιαθά αποτελούν ηχώ εκείνων του Οδυσσέα Ανδρούτσου (αερικού συμβόλου που στο τελευταίο ποίημα της συλλογής ανεμίζει το σπαθί του προς χάριν της ελευθερίας στην αιωνιότητα), όταν παρουσιάζεται, σε άλλο σημείο, να λέει: «Όσο υπάρχει Ιόνιο, Αιγαίο και Άθως, δεν πρόκειται να χαθούμε». Αλλά και του ηγούμενου που φωνάζει: «Το γένος να σωθεί αδέλφια / το γένος », προφανώς διαπιστώνοντας και ο ίδιος ο ποιητής, σε αναλογία με τα παρελθόντα, κινδύνους παντοειδείς, εξωτερικούς και νοοτροπίες που εγκαθίστανται στο παρόν. Ανάμεσα στις ποιητικές γραμμές περνούν δραματικά επεισόδια για τη χώρα μας (και κυρίως αυτά των πρόσφατων χρόνων), εμπρησμοί, φωτιές, ναυάγια και πνιγμένοι, ξενιτιές, προσφυγιές του νυν, που ανακαλούν και τις παλαιές (Τσεσμές, Αλεξάνδρεια) κι από την άλλη, ευδαιμονικές καταναλωτικές διαθέσεις του σήμερα.
Η ποιητική του λοιπόν είναι κυρίως μια ποιητική του εμείς και της συλλογικότητας –σε συμπόρευση μάλιστα στο νου του με άλλους εργάτες της Τέχνης– διακοπτόμενη κάποτε και από τις προσωπικές του εμπλοκές στο πεδίο του βίου.
Για τον ποιητή είναι «η Ελλάδα που πιστέψαμε / στην τάβλα καρφωμένη». Και «η σύγκλητος» (ή μήπως πρέπει αλλιώς να πούμε «βουλή»;) «πολιτικολογεί για το αύριο / καταστρέφοντας το σήμερα». «Όμως» καταλήγει αλλού «εμείς ας υπηρετήσουμε το σήμερα». Πολιτική με την ευρεία έννοια η στάση του, βρίσκεται όμως κάτω από τον πλήρη έλεγχο της ποίησης. Οι ποιητές, κατά τον Α. Σκιαθά, μέσα σε οδυνηρά περιβάλλοντα, έχουν έναν ρόλο που τους αναλογεί: χρησμοδοτούν τη μοίρα του λαού τους. Και όπως ο μυθικός Μελάμποδας μπορούσε να μαντεύει το μέλλον με τη βοήθεια των πλασμάτων της φύσης, στα νεώτερα χρόνια ο Κάλβος ή ο Σολωμός, ο «ελεεινός ποιητής», υπομνημάτισαν εύηχα τα βάσανα του λαού μας σε δύσκολες ώρες, αποτελώντας με τον δικό τους τρόπο τη συνείδησή του των χρόνων αυτών. Γιατί οι ποιητές «τρέφονται απ' τις θυσίες του φωτός», οι σκέψεις τους είναι «δισέγγονα της αστραπής», κάποτε η «μαγγανεία της ποίησης αναλαμβάνει να σώσει το έθνος», έστω κι αν οι γραφές έτσι κι αλλιώς είναι «για λίγους», όταν «στις πολιτείες των αμύητων / έχουν αξία, μόνο οι ήχοι του διαβήτη» (οι κάθε είδους δηλαδή μετρήσεις ποσοτήτων, που αντιτίθενται σε αξίες πνευματικές), έστω κι αν κάποτε αυτοκτονούν, νικημένοι από τη στέρηση της ελπίδας και τη μοναξιά. Και αν κάποιος ακόμη έχει αμφιβολία για το περιεχόμενο της συλλογής, θα μας πει προς το τέλος: «περιγράφω την / αλητεία της γλώσσας / που μου έμαθε το / Ρο της πατρίδας / να τιμώ με δάφνες». (Εδώ και αντιδιαστολή ή απλή συνήχηση με «τα ρω του έρωτα» του Οδ. Ελύτη).
Η ποιητική του λοιπόν είναι κυρίως μια ποιητική του εμείς και της συλλογικότητας –σε συμπόρευση μάλιστα στο νου του με άλλους εργάτες της Τέχνης– διακοπτόμενη κάποτε και από τις προσωπικές του εμπλοκές στο πεδίο του βίου, με στίχους όπως: «τα εύρετρα αυτής της ήττας / που μας έκαναν άντρες / ας είναι / τα δυο κόκκινα λουστρίνια / που ξεχασμένα έμειναν / άπειρα πρωινά / κάτω απ' το κρεβάτι», τρυφερές ενθυμίσεις και παραδοχές, ή όταν μιλάει «για τα μεγάλα χρώματα του έρωτα», αφού ο έρωτας αποτελεί σημαντικό στοιχείο της ζωής μας, ή ακόμα όταν μας αποκαλύπτει τις καταβολές της κοσμοθεωρίας του: «όλους τους ορισμούς του Πλάτωνα / έχω φυλακτό στο θωρηκτό μου στήθος». Μα και η πλήρης συνείδηση ότι ο θάνατος βρίσκει σε όλους μας την τελική μας θέση, μπορεί «σ' αφύτευτο ελαιώνα». Και φυσικά θα μας μιλήσει για το βάσανο της ποίησης: «περιγράφω, λοιπόν, το βίο / των άτιμων λέξεων / που με βασάνισαν / τότε και τώρα / με χειρονομίες / σκέψεις και άυπνες μέρες», ώσπου να σχηματιστεί το σωστό ποίημα, όπως θα ήθελε ο κάθε πραγματικός ποιητής που σέβεται την τέχνη του. Και εξομολογείται ότι γράφει το ίδιο πάντα ποίημα. Πολύ φυσικό, καθώς ο ποιητής διαλέγει συνήθως τη θεματολογία του και δείχνει στην ποιητική πορεία του τις προσωπικές εμμονές του. Δύο φορές αναφέρεται επίσης ο «ανέραστος ανθολόγος» ή ο «πρόστυχος ανθολόγος» και επομένως όχι πάντα δίκαιος (αλλά προς ποιον ακριβώς όχι ολοφάνερο).
Η γραφή του ξεχωριστή και σαν θεματολογία και σαν ύφος, αφήνει να εκτυλιχτεί ένας συνειδητός ασφαλώς, εκτενής, αλλά γόνιμος διάλογος με προλαλήσαντες ποιητές.
Η γραφή του ξεχωριστή και σαν θεματολογία και σαν ύφος, αφήνει να εκτυλιχτεί ένας συνειδητός ασφαλώς, εκτενής, αλλά γόνιμος διάλογος με προλαλήσαντες ποιητές, π.χ. στο ωραίο σχόλιο-ποίημα με τίτλο «Φόρος τιμής στο εφήμερο της φιλαρμονικής» αναδεικνύεται η επίμονη τριβή του με τα γραπτά του ύστερου Οδυσσέα Ελύτη και με ορισμένες εκφράσεις, π.χ. «... μητέρας / του τελευταίου ληστή / της πόλεως του Τολέδο» ή «του γεφυροποιού Λεονάρντο» παρίσταται ο Έκτορας Κακναβάτος, ή ακόμα –λιγότερο όμως– με το «για τις φθορές των τοκετών του έαρος» ή «του έαρος τα όνειρα» ο Ν. Καρούζος, αποδεικνύοντας ότι στην τέχνη δεν υπάρχει παρθενογένεση και ότι η παράδοση οδηγεί τους μεταγενέστερους. Θα έλεγα βέβαια ότι τα τύπου χαϊκού ποιήματα σε ορισμένο σημείο της σύνθεσης (και που ακριβώς δεν βρίσκονται μέσα στο χώρο της παράδοσής μας), δεν προσδίδουν κάτι παραπάνω στο σύνολο, ωστόσο ξεχωρίζω κάποιο που δεν έχει κάτι να ζηλέψει από τα αντίστοιχα ιαπωνικά: «Αύγουστος πάλι / οι βυσσινιές στη στέρνα / βάφουν ουρανούς».
Γενικά, η ποιητική αυτή εργασία του Α. Σκιαθά αποτελεί μια ευφυή σύλληψη, το πλούσιο περιεχόμενο της οποίας υπερβαίνει θεωρώ το πλαίσιο ενός συνήθους σύντομου κριτικού σημειώματος. Πάντως είναι φανερό ότι ο Α. Σκιαθάς γνωρίζει καλά «το πώς και το γιατί» των λέξεων που χειρίζεται.
* Η ΚΥΡΙΑΚΗ ΑΝ. ΛΥΜΠΕΡΗ είναι ποιήτρια.