Για την ποιητική συλλογή της Γεωργίας Τριανταφυλλίδου Δανεικά αγύριστα (εκδ. Κίχλη).
Του Παναγιώτη Λογγινίδη
Διαβάζοντας κανείς τα Δανεικά αγύριστα, αντιλαμβάνεται αμέσως ότι η Γεωργία Τριανταφυλλίδου βρίσκεται ποιητικά στην πιο ώριμή της στιγμή. Με τέτοια μαεστρία χειρίζεται την ίδια την ποίηση και κατόπιν τις λέξεις όπως αυτός που πιάνει το μήλο με τέτοιο ντελικάτο τρόπο, ώστε τρώγοντάς το με μία κυκλική κίνηση να μη μείνει αφάγωτο ίχνος σάρκας. Η «πίτα και ο σκύλος», αποτελεί ας πούμε ένα τέτοιο δείγμα καθαρής ποιητικής τέχνης˙μέσα σε επτά στίχους καταφέρνει να προκαλέσει τέτοια αμηχανία στον αναγνώστη, τέτοια αναστάτωση, όπως όταν ξυπνάς βίαια και παρά τη θέλησή σου από έναν εκκωφαντικό θόρυβο ή ένα δυσάρεστο όνειρο και εκεί, ακόμα στο μεσοδιάστημα της αντίληψης του ρέοντα χρόνου, αντιλαμβάνεσαι ότι τελικά δεν κινδυνεύεις. Μας αναστατώνει λοιπόν η ποιήτρια με τις απότομες συστοιχίες της, τις κατακόρυφες σκέψεις της, στους οψιγενείς κινδύνους στους οποίους επιμένει ρεαλιστικά να μας εκθέτει.
Μέσα σε επτά στίχους καταφέρνει να προκαλέσει τέτοια αμηχανία στον αναγνώστη, τέτοια αναστάτωση, όπως όταν ξυπνάς βίαια και παρά τη θέλησή σου από έναν εκκωφαντικό θόρυβο ή ένα δυσάρεστο όνειρο και εκεί, ακόμα στο μεσοδιάστημα της αντίληψης του ρέοντα χρόνου, αντιλαμβάνεσαι ότι τελικά δεν κινδυνεύεις.
Αν μπορούσαμε να συγκεντρώσουμε τα χαρακτηριστικά της τρίτης ποιητικής συλλογής της Γεωργίας Τριανταφυλλίδου σε δύο κυρίαρχα, αυτά θα ήταν αφενός η αποφυγή της υπερβολικής έκθεσης του γυναικείου ψυχισμού και το άνοιγμα της ποίησης σε άλλες προβληματικές πέραν της συνεχούς ενασχόλησης με τον συναισθηματικό κόσμο του ποιητή – τάσεις που φαίνεται να κυριαρχούν στη σύγχρονη ποίηση, αλλά η Τριανταφυλλίδου φαίνεται να ξεφεύγει από αυτές.
Για παράδειγμα, η Γεωργία Τριανταφυλλίδου δίνει το πρώτο ποίημα του βιβλίου, συνήθως ένα από τα αρτιότερα του έργου κατά πως συνηθίζουν οι ποιητές, με μια ακαριαία κίνηση, με γραφή διπλωματική και αμφίσημη, σαν να υπόσχεται ότι η ερμηνεία του ακολουθεί σαν ουρά στα υπόλοιπα ποιήματα. Αν κάποιος καταγίνει με την ανάγνωση ποιητικών συλλογών τελευταίων ετών και μάλιστα γυναικών ποιητριών, εύκολα μπορεί να διακρίνει την κυριαρχία στην πλειοψηφία αυτών του πληθωρικού γυναικείου ψυχισμού σε βάρος των άλλων θεματικών, τον υποκειμενισμό στις λέξεις και τις εκφράσεις, την πάλη των ποιητριών με τον εαυτό τους. Η Τριανταφυλλίδου αντιθέτως, αφού έχει ήδη αποκτήσει εύρος και ποικιλία κοινωνικών και προσωπικών βιωμάτων, και αφού μάλλον έχει απορρίψει την εμμονή στη γυναικεία ερμηνεία των πραγμάτων, καταφέρνει να μιλήσει επί το πλείστον για το «εμείς», την πόλη, τον θάνατο, τη μουσική, τον χρόνο και ό,τι άλλο μπορεί να αποτελέσει προέκταση όχι μόνο της ψυχής της αλλά της κάθε ψυχής.
Από την άλλη, η ποιήτρια καταφέρνει να μην πνίξει τις λέξεις της στο αστικό μπετόν αλλά να ταξιδέψει την ποίηση εκεί που και η ίδια η Τριανταφυλλίδου έχει ταξιδέψει: στις Σέρρες, σε ιστορικά φαντασιακά τοπία (Τίβερης), σε μια αιώνια στιγμή στο Πήλιο, στο χιόνι. Η ποίησή της ξεπερνάει τα συναισθηματικά πεδία και απλώνεται σε υπερβατικές σκέψεις, σε θεματολογία πολυσημαντική, σε νοήματα ευρυγώνια: «Είναι μια στιγμή που / το κρύο κρυώνει. / Το σπίτι υψώνεται άστεγο. / Η βροχή βρέχεται. / Το βουνό γερνάει», «Μόνο / ένα κεφάλι αναμμένο από τριαντάχρονες σκέψεις / για το καλό, για το κακό, τη ματαίωση / την επιθυμία ως τον ουρανό / και την επιθυμία να μην έχει επιθυμίες», «Υπάρχουν πρόσωπα εμπνευστικά / Υπερβολικά εμπνευστικά για να μην μπουν στο ποίημα».
Λέξεις πολλές στην ποίηση της Τριανταφυλλίδου, τις οποίες, η ίδια γνωρίζει πώς να τις τοποθετεί στη σειρά για να εκπληρώσουν τη νοηματική τους παρέλαση: «Κεφάλια νούφαρα, μπλέ βλέμμα, εξηγητές περιπάτων, καστόρινη διάθεση» είναι μερικά ζευγάρια λέξεων έξυπνα παντρεμένα, που περιπλέκουν το σημαινόμενο συνεχίζοντας να προκαλούν στον αναγνώστη μια μόνιμη εγρήγορση.
Κατά τα άλλα, έξυπνο εφεύρημα η υποδιαίρεση σε τρία επιμέρους ποιήματα δύο κυρίαρχων τίτλων (Ερωτική πόλη και Χειλικά) αλλά και η παραπομπή στον Ελύτη στο ποίημα «Εγώ κάνω ό,τι σου λέει». Μάλιστα, σ’ αυτό το ποίημα, παρατηρούμε μέτρο και ρυθμό στους πέντε εκ των έξι στίχων κάθε στροφής, οι οποίες τελειώνουν με τη ρήση του Ελύτη από τη Μαρία Νεφέλη «Είναι διγαμία να αγαπάς και να ονειρεύεσαι».
Με ένα φινάλε αρμονικό, όπως αυτό που προσφέρει ο θάνατος στην ανθρώπινη ματαιοδοξία της υπόνοιας αιωνιότητας, η ποιήτρια μάς εύχεται γεμάτη ζωή και βιωματική γενναιοδωρία, τόση που να δικαιολογεί την προαπόφαση για μη επιστροφή κάθε τι δανεικού.
Ωστόσο, δεν φαίνεται να διαπερνά μια νοηματική συνέχεια τα 39 ποιήματα της συλλογής, τα οποία πλέουν άτακτα στο συμπαντικό πεδίο της ποιήτριας, κάτω από τη λεζάντα «δανεικά αγύριστα». Πρέπει κάποιος να φτάσει στο τελευταίο ποίημα του βιβλίου για να δικαιολογήσει τον τίτλο, ο οποίος μόνο οικονομικός δεν είναι. Με ένα φινάλε αρμονικό, όπως αυτό που προσφέρει ο θάνατος στην ανθρώπινη ματαιοδοξία της υπόνοιας αιωνιότητας, η ποιήτρια μάς εύχεται γεμάτη ζωή και βιωματική γενναιοδωρία, τόση που να δικαιολογεί την προαπόφαση για μη επιστροφή καθετί δανεικού.
Αν και σχηματικά, σε επίπεδο έκτασης ή μορφής, ουσιαστικά, τα ποιήματα της συλλογής διαφοροποιούνται μεταξύ τους και δεν δείχνουν κάποια συσχέτιση, ωστόσο η γλώσσα τα ράβει σε μια φαντασιακή σειρά και τα κρεμάει στο παράθυρο, σαν καπνά, για να τα χτυπάει ο ήλιος όσο δεν τα διαβάζουμε. Η ποιήτρια πατάει πάνω στις λέξεις για να τις στερεοποιήσει μέσα στα ποιήματα, δείχνοντας τόσο σίγουρη για τη μη τυχαία σειρά τους. Παραθέτουμε κάποιες αρκετά επιτυχημένες συζεύξεις λέξεων: «Όταν το παράθυρο έδειξε θάλασσα», «Κλέφτες όλοι σας / της ανθισμένης βεβαιότητας», «Ικέτες χωρίς γόνατα να προσπέσουν». Πολλά τέτοια παιχνίδια εννοιών γεμίζουν τα ποιήματα της Τριανταφυλλίδου, τα οποία μαζί με κάποια οικεία θέματα με τα οποία καταγίνεται η ποιήτρια (χτίσιμο σπιτιού, οδηγός λεωφορείου, δύο Άγιοι γνωστοί στους αναγνώστες κ.λπ) προκαλούν οικειότητα στον αναγνώστη παρόλη την αδιαμφισβήτητη νοηματική δυσκολία της ίδιας της ανάγνωσης των ποιημάτων.
Συμπερασματικά, θα λέγαμε λοιπόν ότι όλο το βιβλίο της Τριαναταφυλλίδου είναι μια χειροβομβίδα που αλλάζει χέρια αλλά ποτέ δεν σκάει. Δεν είναι ο στόχος της ποιήτριας να σκοτώσει παρά να μας αναστατώσει, να μας αφυπνίσει με την καθόλου αφηρημένη και χαλαρή γραφή της. Έγνοιες και υποψίες ανησυχιών κατακλύζουν την ποιητική της γραφή, άλλοτε σε σχέση με την ολοένα και περισσότερο νοηματικά φθίνουσα εποχή μας που δεν επιδέχεται μοναδικούς ανθρώπους και σύμβολα και άλλοτε με τον χρόνο που είναι αδυσώπητος όσο κι αν φαντάζει λαμπρά απών.
* Ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΛΟΓΓΙΝΙΔΗΣ είναι ποιητής.