Για την ποιητική συλλογή της Διώνης Δημητριάδου Λέξεις απόκρημνες / Precipitous words (δίγλωσση έκδοση, μτφρ. Ρόμπερτ Κριστ-Δέσποινα Λάλα Κριστ, Μικρές εκδόσεις)
Της Κυριακής Αν. Λυμπέρη Φωτογραφία: Χριστίνα Καραντώνη«Σκληρός ο λόγος» είναι ο τίτλος του δεύτερου ποιήματος της συλλογής. Ο ποιητικός λόγος δεν βρίσκεται ούτε στους ουρανούς, ούτε στους βυθούς. Η ποιήτρια -στη δυναμική της αυτή εμφάνιση, μεταφρασμένη μάλιστα στα αγγλικά από το ζεύγος Ρόμπερτ και Δέσποινα Λάλα Κριστ- τον θέλει να φοράει το χώμα: Ύδάτινα κι αέρινα θαρρείς πως ντύνεται ο λόγος; / Χωμάτινα φορεί και λερωμένα κι η όψη του στεγνή. Είναι ο λόγος της γης, ο ρεαλιστικός λόγος, τόσο πιο τραχύς όσο ο τόπος στον οποίο γεννιέται. Ωστόσο, στον ποιητικό δρόμο του βιβλίου δεν θα συναντήσουμε εικόνες, ρεαλιστικές ή μη, παρά ελάχιστες. Πρόκειται για μια ποίηση που στοχεύει αποκλειστικά στον στοχασμό.
Η λήθη, ναι, φροντίζει να καταργήσει αυτά που πονούν. Και οι λέξεις συχνά σε βαστούν απ' τους γκρεμούς, μπορούν να καθησυχάσουν και να ημερέψουν την καρδιά που υποφέρει.
Δηλώνει επίσης τη διεκδικητική της στάση, ποιητική ή και ζωής: σε τούτο το παιχνίδι όσο θυμάμαι πάντα τα μαύρα ήθελα / μαχητικά πιόνια εκ φύσεως διεκδικητικά. Όμως αισθάνεται πως όσο προχωρεί ο βίος και επέρχεται η ωριμότητα, αφήνοντας κατά μέρος το απόλυτο, επιβάλλεται μια συμφιλίωση με τον εαυτό πρωτίστως, αλλά και με τον απέναντι. Δύσκολο, γιατί οι άλλοι του περίγυρου συνήθως: Για το στραβό σου πάτημα δρομολογούν προγράμματα / και ξεσκονίζουν τεχνικές / να σε γυρίσουνε στο δρόμο τον ευθύ. Η απόκλιση από τις κοινωνικές νόρμες είναι γνωστό ότι έχει συχνά οδυνηρές συνέπειες για κάποιον που ψάχνει έδαφος προσωπικό. Κάποτε οι άλλοι είναι λύκοι, πιο λύκοι από τους πραγματικούς εκείνους της υπαίθρου. Αλλά υπάρχουν σταθερές; Όπως ακόμα και τα βουνά τα λιώνει ο ήλιος (ο κατ' αρχήν ευεργετικός δηλαδή), έτσι φθείρονται όλα τα ανθρώπινα και τότε ο ποιητικός λόγος και η γραφή αποτελούν για το ευαίσθητο ποιητικό υποκείμενο τα μόνα σταθερά σημεία από τα οποία μπορεί να κρατηθεί. Αύριο πρωί θα σβήσω από τη μνήμη / ό,τι πονάει απ' τα παλιά / και μου στερεί το βήμα το δικό μου. / Κρατάω μονάχα γλώσσα και γραφή / γιατί κυλούν οι λέξεις ατίθασο φορτίο. Η λήθη, ναι, φροντίζει να καταργήσει αυτά που πονούν. Και οι λέξεις συχνά σε βαστούν απ' τους γκρεμούς, μπορούν να καθησυχάσουν και να ημερέψουν την καρδιά που υποφέρει (η παραμυθητική λειτουργία της Ποίησης). Δίνει σαν παράδειγμα η ποιήτρια την καθησυχαστική λέξη «πάντοτε». Πόσοι από εμάς δεν ζητήσαμε τη θαλπωρή της σκιάς αυτής της λέξης; Στη φιλία, στον έρωτα, στην οικογένεια, στις πεποιθήσεις μας; Αλλά υπάρχουν και λέξεις που σε αναγκάζουν να κοιτάξεις τα βάθη και τους κινδύνους, του εαυτού σου και των περιστάσεων, που σε βγάζουν από το βόλεμα. Το «ίσως» δεν είναι μία από αυτές; Λέξεις γεμάτες κίνδυνο και αοριστία. Λέξεις που οδηγούν σε άγνωστα μονοπάτια και πλόες, όμως ακριβώς γι αυτό -για μερικούς γενναίους- ενδιαφέροντα.
Ο Καβάφης θα έλεγε: Σαν βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη / ...τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας / το θυμωμένο Ποσειδώνα μη φοβάσαι... άλλωστε αυτούς τους κουβαλάς ήδη μέσα στην ψυχή σου. Εδώ θα βρω μια αναλογία της στοχαστικής διάθεσης της ποιήτριας με εκείνης του μεγάλου μας ποιητή, αυτός βέβαια έδινε στα ποιήματά του και αφηγηματικό χαρακτήρα. Άλλωστε η Διώνη Δημητριάδου καταδείχνει τις καταβολές της, αναφέροντας και ονομαστικά την Ιθάκη: χωρίς ψευδαίσθηση καμιά / για τόπο ιθακήσιο / όλο στο κύμα ανάποδα θα πλέουμε. Στο ποίημα «Χάρτινα», τα καράβια που φτιάχνει και στέλνει στον κόσμο έχουν πάντα στα πλευρά τους γραμμένη τη λέξη γυρισμός, άρα αναφορά σε μιαν Ιθάκη πάλι, έναν ιδεατό προορισμό ή σκοπό, ασχέτως αν τελικά καταλήγει ότι δεν υπάρχουν γυρισμοί (αλλά προφανώς μόνον αποπλεύσεις και ταξίδια). Τέτοιες λέξεις λοιπόν επικίνδυνες, δύσκολες και ακραίες -«απόκρημνες» τις λέει η ποιήτρια- θα ήθελε να τη συντροφεύουν στην ποιητική της διαδρομή. Άλλωστε ο ποιητής με τη γραφή του, όπως και ο ηθοποιός που -με την αρχική σημασία της λέξης- ποιεί ήθος, μπορεί κι αυτός να ποιεί το ήθος του αναγνώστη και να του χρησιμεύει με τη σειρά του σαν στήριγμα, εκεί που η έμπνευση και οι στοχαστικές προσαρμογές της έχουν χαρίσει σε αυτόν τον ίδιο πρώτα -δια μέσου της που συλλήφθηκε επιτυχημένα ποιητικής στιγμής- την κατάλληλη διατύπωση. Η ποίηση είναι δώρο, το οποίο μπορεί -κατά τη Δημητριάδου- να κρατήσει μόνον ο ποιητής ή να χαρίσει απλόχερα και σε αυτούς που είναι «οι κουρασμένοι επαίτες της ζωής». Δεν αντιλαμβάνομαι απόλυτα -προσπαθώντας να αποκωδικοποιήσω την ποίηση της Διώνης- το σημείο αυτό. Μήπως -κατά τον Π. Νερούντα- εννοείται ότι «η ποίηση δεν ανήκει σε αυτούς που τη γράφουν, αλλά σε αυτούς που την έχουν ανάγκη»; Αλλά ο ποιητής χορηγεί, θέλοντας και μη, ο αναγνώστης απομένει να προσχωρήσει στο νόημα. Ίσως λοιπόν αναφέρεται στον επικοινωνιακό χαρακτήρα της ποίησης που δεν είναι πάντα ορατός στις μέρες μας. Διότι η ανοικείωση και η κρυπτικότητα, επεβλήθησαν μάλλον σαν αισθητική διαδικασία -καλώς λέω εγώ- αφού είχαν φθαρεί πολύ από την επανάληψη τόσων αιώνων -όχι τα θέματα που απασχολούν τον άνθρωπο και είναι πάντα τα ίδια- αλλά οι διατυπώσεις τους και οι τετριμμένοι κάποτε ρυθμοί τους. Το νόημα όμως πρέπει να ειπωθεί με τον κατάλληλο τρόπο για να είναι καλή ποίηση, αλλιώς είναι αντικείμενο απλώς φιλοσοφικού στοχασμού (αν και βέβαια η φιλοσοφία των προσωκρατικών αναπτύχθηκε και ποιητικά).
Σε μια εποπτεία του εσωτερικού εαυτού, Μια λύπη έχω χρεωθεί σχεδόν από παιδί, αναφωνεί. Η συνείδηση του πνευματικού ανθρώπου εκτελεί ένα χρέος βαρύ.
Ωστόσο, εάν «το ποίημα δεν γίνεται με ιδέες, αλλά με λέξεις» (Μαllarme), η Διώνη έχει να επιδείξει και ιδέες και λέξεις. Οι ιδέες αφθονούν, οι λέξεις τοποθετημένες σωστά. Σχηματίζουν μια σύνθεση η οποία έχει τον προσωπικό χαρακτήρα μιας ενατένισης των ανθρωπίνων, όπου η μοίρα είναι ο ρυθμιστής και όχι ο ίδιος ο άνθρωπος: ... η μοίρα είναι άφευκτη μας λέει ή: Άθυρμα όλα τα ανθρώπινα / παιχνίδια που τσακίζονται στα θεϊκά τα χέρια και η φθορά βεβαιότατη: τα σπίτια γερνούν / ... ο χρόνος με το σκληρό του βλέμμα / αποσαρθρώνει όλα τα υλικά, εννοώντας τα σπίτια σαν κατασκευές, είτε σαν χώρους ενοίκησης σκέψεων, ιδεών, αναμνήσεων από πρόσωπα αγαπημένα, συναισθημάτων. Μια διαπίστωση λοιπόν της ματαιότητας ή, όταν μιλάμε για το ναυτόπουλο ως εικόνα του ανθρώπου: να προνοεί θαλασσινούς κινδύνους / σ' έναν ορίζοντα / που ο ίδιος δεν ορίζει. Η ποιήτρια μέσα σε τέτοιον ορίζοντα και κόσμο δεν μπορεί να νιώθει χαρούμενη. Σε μια εποπτεία του εσωτερικού εαυτού, Μια λύπη έχω χρεωθεί σχεδόν από παιδί, αναφωνεί. Η συνείδηση του πνευματικού ανθρώπου εκτελεί ένα χρέος βαρύ. Με συνοδοιπόρους της τους -ακόμα και απωλεσθέντες- «ομοτράπεζους», ίσως δηλ. εκείνους που μοιράζονται τις ίδιες ιδέες και κατευθύνσεις (ή μήπως και τους προγενέστερους ποιητές;). Το παιδί που κουβαλάει μέσα της, σκεπασμένο από τον ώριμο εαυτό, επανέρχεται συνεχώς, ελέγχοντας με την αθωότητα αλλά και τη σκληρότητα που διακρίνουν τα παιδιά. Φρόντισε αυτό το ελάχιστο που σου αναλογεί / να το κατανοείς, θα μας πει. Επανερχόμενη και πάλι στο ρόλο της ποίησης, μόνο με λόγο μεταφορικό / μπορώ να σου μιλάω / που αντέχει πολυσήμαντους σχολιασμούς και δύναμη έχει μέσα του πολλή / για να ξορκίσει το κακό όπου το συναντήσει, θα μας επισημάνει. Έτσι μπαίνει το ανείπωτο σε λόγο... χωρίς κανόνες / παρά μόνο με τον εσώτερο ρυθμό. Τότε ψάχνει κανείς τη χαραμάδα που θα ξεκλειδώσει το ποίημα για να καταλήξει στην προσωπική του ερμηνεία. Αλλά θα έπρεπε -κατά τη Δημητριάδου- οι στίχοι να μιλούν από μόνοι τους. H ερωτική χαρά δεν έχει μερίδιο στη συλλογή αυτή, αν και το κορμί η ποιήτρια θα το ήθελε πάντοτε ελεύθερα να φλέγεται, στην τροχιά όμως ενός τέλειου κύκλου και όχι ατελών συμβιβασμών. Άλλωστε στο ομώνυμο ωραίο ποίημα «η γυναίκα του ΛΩΤ», στρέφοντας ανάποδα από τον άλλον που πορεύεται στη σωτηρία και το φως, η γυναίκα ατενίζει -στον κόσμο των σχέσεων- τη δική της νύχτα. Απώλειες, φόβους, διαψεύσεις, ελλείμματα αφής (αφού εδώ τα αγγίγματα μόνο «αλλοτινά»).
Ωστόσο, όσο βαθαίνει η απόγνωση / τόσο τα μέγιστα η ποίηση επινοεί. Μέσω αυτής, προσπαθεί η ψυχή να επιτελέσει τη δική της δημιουργία και λύτρωση. Με τον καιρό ο άνθρωπος, αντιγράφοντας τη φύση, μαθαίνει να λειαίνει τις επιθυμίες και τα πάθη του. Στο χορό της ζωής, αλληλέγγυος στο διπλανό του -και παρά τα ατομικά του κενά- επιβάλλεται να προσφέρει το μαντήλι που θα τον κρατήσει (και που κάποτε είναι και τα λόγια τα ποιητικά). Όμως τα κύματα που θα μας νικήσουν, αναπόφευκτα θα έρθουν. Τελικά -και όπως στο αρχικό ποίημα της συλλογής υπονοείται ή εγώ τουλάχιστον προτιμώ να διαβάζω- στον χορό των μαχαιριών (μια εκδοχή προφανώς του γνωστού ποντιακού χορού), εχθρός του ανθρώπου είναι το χώμα και εκεί αρμόζει το μαχαίρι να μπηχτεί.
* Η ΚΥΡΙΑΚΗ ΑΝ. ΛΥΜΠΕΡΗ είναι ποιήτρια.