Για την ποιητική συλλογή της Νάνας Παπαδάκη Encore - Γυναίκες της Οδύσσειας (εκδ. Μελάνι).
Της Μαρίας Γιαγιάννου
2017, Αθήνα. Ας πούμε ότι μια παράσταση-μαραθώνιος, η Οδύσσεια, έχει μόλις ολοκληρωθεί, 24 ραψωδίες αποδόθηκαν με απόλυτη επιτυχία, ο Όμηρος έτοιμος να σηκωθεί από τη γαλαρία, οι ραψωδοί-περφόρμερς αποχωρούν, ο στίχος 12.110 έχει ακουστεί. Όμως ο κόσμος δεν έχει χορτάσει νόστο. Encore, φωνάζει, αλλά αυτή τη φορά στη σκηνή επανέρχονται όχι ο Οδυσσέας και ο Τηλέμαχος, όχι οι μνηστήρες, όχι ο Κύκλωπας, όχι οι βασιλιάδες ούτε οι θεοί. Οι άνδρες κάθιδροι ντεμακιγιάρονται στα καμαρίνια. Στη σκηνή τώρα επανέρχονται μόνο οι γυναίκες.
Από σώματος
Σε μια φασματική σεάνς, όπου σώματα-σκιές επισκέπτονται τον τολμηρό που τις καλεί για να λάβει τη μεταθανάτια σοφία τους, συμβαίνει μια μετατόπιση που λειτουργεί επανορθωτικά. Οι γυναίκες της Οδύσσειας άδουν συμπληρώνοντας την ανδρική γραμμή της ιστορίας.
Ο ήχος δίνει το διττό σήμα του: Encore, που σημαίνει «κι άλλο», αλλά επίσης σημαίνει en corps «στο σώμα». Από σώματος θα μιλήσουν οι γυναίκες της Οδύσσειας, στη μεταμοντέρνα συνθήκη που καλεί πάντα τα δευτερεύοντα πρόσωπα να επανεμφανιστούν. Σε μια φασματική σεάνς, όπου σώματα-σκιές επισκέπτονται τον τολμηρό που τις καλεί για να λάβει τη μεταθανάτια σοφία τους, συμβαίνει μια μετατόπιση που λειτουργεί επανορθωτικά. Οι γυναίκες της Οδύσσειας άδουν συμπληρώνοντας την ανδρική γραμμή της ιστορίας. Δηλαδή του μύθου. Δηλαδή της ιστορίας. Δηλαδή του ιστορικότερου μύθου όλων των εποχών.
Δείτε λοιπόν εδώ: Το σφιχτοντυμένο σώμα μιας αναγεννησιακής γυναίκας, που ποζάρει για κάποιον μετρ, μας αναστατώνει. Το κεφάλι είναι μια εκπληκτική χρωματική μάζα, που σβήνει την αναμενόμενη ανθρώπινη έκφραση και αντιπροτείνει μια έκρηξη ελεγχόμενη, εξπρεσιονιστική κι όμως απρόσωπη. Με ένα εξώφυλλο έντονα μετασυμβολικό της Romina Ressia εμφανίζεται ήδη πειραγμένο το κλασικό σώμα: το corpus της γυναίκας και το corpus του κειμένου. Η Νάνα Παπαδάκη δεν μας κλείνει το μάτι, μας κλείνει εξαρχής ολόκληρο το πρόσωπο, καταργώντας τον αρχικό, προσδιορισμένο, εαυτό – ξεκινώντας μια αναζήτηση του εαυτού που μπορεί να κρύβεται πίσω από/ ή να είναι αυτή η χρωματική μάζα.
Η ποιήτρια προσφέρει πύλες εισροής και εκροής στις γυναίκες της. Τους δίνει σώμα, σαρκώνοντας τον μύθο. Τους δίνει χέρια, μάτια, στόμα, δόντια, στέρνο, καρπούς, πετσί – τα ονομάζει όλα αυτά τα μέλη κι έτσι φωτίζει τόπους-τόπους τις γυναίκες της σκιάς. Γράφει σ’ ένα σημείο για μια σύναξη αγαλμάτων: «Όσα κομμάτια παρέμειναν ατόφια συγκρατούν με κόπο αυτό που κάποτε υπήρξαν» - μας προκαλεί να αξιοποιήσουμε τον συντελεσμένο διαμελισμό δύο τόπων: του σώματος της Ελλάδας και του σώματος της γυναίκας. Κι αν είναι κομματιασμένα τα σώματα, συγκροτούν ωστόσο έναν τόπο προέλευσης, εκτιμήστε τον κόπο τους – σαν να μας λέει.
Γυναίκες της όρασης και της καταγωγής
Μετά τη συλλογή Ποιήματα + 1 και Τα δώρα της αγρύπνιας, στην τρίτη ποιητική της συλλογή Encore, Οι γυναίκες της Οδύσσειας το έσω μάτι της ποιήτριας παραμένει άγρυπνο. Στη νέα συλλογή ποιημάτων, ένα στην ουσία πολυπρισματικό ποίημα (που κυκλοφορεί από τις πάντα φροντισμένες εκδόσεις Μελάνι), η Νάνα Παπαδάκη τοποθετεί 15 γυναίκες μπροστά από το τελάρο της και παρατηρεί τις ενορατικές παρατηρήσεις τους. Σκηνοθετεί τη μερική επαναφορά του ομηρικού έπους αρθρώνοντάς την σε τέσσερα μέρη-άσματα. Κάθε τέτοιο άσμα είναι πολυφωνικό, κι ωστόσο το κινεί μία και μόνο φωνή – η φωνή της ποιήτριας. 23 μοναχικά πορτραίτα τραγουδούν: κάποια από αυτά εμφανίζονται σε δύο και τρεις και τέσσερις εκδοχές που έρχονται ως μεταλόγοι να φωτίσουν και τις άλλες πλευρές του προσώπου: 2 πορτραίτα της Κίρκης / 2 της Ινώς / 2 της Ναυσικάς / 3 της Καλυψώς / 3 της Αθηνάς / 4 της Πηνελόπης / 1 της Σειρήνας / 1 της Σκύλλας και της Χάρυβδης / 1 της Ευρύκλειας / 1 της Ελένης. Κι έπειτα εκείνες οι μορφές οι βυθισμένες στη σκιά: η Μελανθώ (μια ξεχασμένη θεραπαινίδα, ερωμένη ενός από τους μνηστήρες), η Κασσιφόνη (νόθα κόρη του Οδυσσέα και της Κίρκης), η Αντίκλεια (η μάνα του Οδυσσέα), η Αρήτη (η βασίλισσα των Φαιάκων).
Εικοσιτρία ποιήματα τραγουδούν τον πόνο της καταγωγής, την εμπειρία της περιπλάνησης. Εκείνων που μένουν σταθερές. Κι αν έχει πηγαινέλα το ταξίδι πάνω στον αργαλειό – κι αν είναι μια άφθαστη Ιθάκη αυτό το αλερετούρ με το στημόνι και το υφάδι! Η Παπαδάκη νιώθει. Και τραγουδά μια οδύσσεια επιστροφής στον τόπο όπου κανείς δεν μπορεί να επιστρέψει, αφού ποτέ δεν έφυγε από εκεί: στα ρευστά και πολυκύμαντα ύδατα του εαυτού. Όμως, συγγνώμη, όχι «οδύσσεια», αλλά παράλληλη αυτής «πηνελοπιάδα» ή «καλυψιάδα» ή «κιρκιάδα». Δεν πρόκειται ωστόσο για κάποια έμπυρη φεμινιστική εκδοχή του έπους. Τα λόγια των γυναικών της Παπαδάκη είναι λόγια σκέτων ανθρώπων, ακόμα κι όταν είναι θεές από-θεώνονται, από-μυθοποιούνται. Οι γυναίκες που μιλούν είναι κυρίως πλάσματα της όρασης, μιας στωικής όρασης, και πλάσματα της καταγωγής. Ποια σπουδαίας καταγωγής; Μα, είναι από μάνα φτιαγμένες. Και αυτή είναι όλη κι όλη τους η σπουδαία καταγωγή. Δεν πραγματοποιούν υπεράνθρωπα άλματα. Τις βρίσκεις εκεί όπου τις άφησε ο Όμηρος, εκεί όπου τις βρήκε ο Οδυσσέας. Να κοιτούν μια θάλασσα, να κάθονται στην πέτρα, στο περιβάλλον όπου γεννήθηκαν / στον τόπο του νου παραμένουν - κι από εκεί τραγουδούν τον στοχασμό τους και στο-χαμό-τους.
Κλασικιστικός μεταμοντερνισμός
Ο τόπος όπου βρίσκει ο αναγνώστης τις γυναίκες του Encore της Οδύσσειας έχει ενδιαφέρον να χαρτογραφηθεί. Αγαπημένη πρακτική της μεταμοντέρνας λογοτεχνίας είναι η διακειμενικότητα και η επιστροφή σε κλασικά κείμενα, με σκοπό μια λοξή επαναδιαπραγμάτευση, την ετεροχρονισμένη διάσωση κάποιων στοιχείων που ξεκουράζονταν στα περιθώρια και τη μεταφορά τους στο εδώ και τώρα. Η Νάνα Παπαδάκη δεν ξεφορτώνει τις γυναίκες της στο σήμερα, πηγαίνει η ίδια να τις βρει – ως θαυμάσια ηθοποιός συναισθάνεται – δεν επιλέγει να μετατρέψει τις (δικές της πλέον) ηρωίδες σε φερέφωνα του ποιητικού εγώ (πράγμα που θα ήταν απολύτως ευπρόσδεκτο). Ωστόσο, έχει ενδιαφέρον ο εκλεπτυσμένος, κλασικιστικός θα λέγαμε μεταμοντερνισμός της – δεν βάζει τις γυναίκες να συναισθανθούν την ίδια, αλλά σπεύδει εκείνη να τις συναισθανθεί, κάνει η ίδια τον δρόμο. Μέχρι το παγκάκι που κάθεται ως Αθηνά με την περικεφαλαία στα γόνατά της. Μέχρι τον Δούρειο Ίππο που αγγίζει με το δεξί της χέρι ως Ελένη. Μέχρι τη σφιχτή θηλιά όπου κρεμιέται η μνηστή του μνηστήρα, η Μελανθώ. Ο τόπος δεν δηλώνεται μέσω μεταφορών. (Εντάξει, το μάτι του αναγνώστη, διαβάζει πάντα μια αλληγορία. Ωστόσο) ο Δούρειος Ίππος είναι Δούρειος Ίππος, το κρασί κρασί, ο θάνατος θάνατος. Είμαστε λοιπόν στην οδύσσεια τροχιά. Μόνο που τώρα οι στάσεις είναι άλλες. Στο νησί των Φαιάκων μεν, αλλά με τη Ναυσικά όχι ν’ ακούει, αλλά να μιλά. Στις ερωτοτρόπους σφαίρες του Οδυσσέα, αλλά με το μάτι της Καλυψώς, με το στόμα της Κίρκης, με το αίμα της αφανούς κόρης του Οδυσσέα Κασσιφόνης.
Η Νάνα Παπαδάκη
|
Οι ομηρικοί ήρωες είναι ίσως οι διαχρονικότεροι ρόλοι, τα πιο πολυτραγουδισμένα μυθοπλαστικά και ιστορικά πρόσωπα όλων των εποχών. Μεταξύ των γυναικών, η Ελένη και κυρίως η Πηνελόπη είναι μακράν εκείνες που οι μεταγενέστεροι ποιητές έχουν θελήσει να ξανακοιτάξουν, να συμπονέσουν, να εμψυχώσουν με νέους τρόπους. Ο Γιάννης Ρίτσος το έκανε με το ποίημα του «Η Απόγνωση της Πηνελόπης». Η Μάργκαρετ Άτγουντ με την Πηνελοπιάδα της. Ο Τζέιμς Τζόις με την καμουφλαρισμένη ως Μόλι Πηνελόπη του. Στην ομηρική Οδύσσεια, αν και στις γυναίκες κατά τον Αριστοτέλη «η λειτουργία της σκέψης είναι παρούσα αλλά αδρανής», οι γυναίκες δυναμικά προωθούν τη δράση – είναι οι κινητήριες δυνάμεις, οι μοχλοί που σταματούν ή προκαλούν τη δράση του κεντρικού ήρωα, ισχυρές και ωραίες. Όμως ο σημερινός πολίτης του μετεπαναστατικού κόσμου, η σημερινή συγγραφέας, δεν αρκείται στην αναπαράσταση της γυναίκας ως κινητηρίου δύναμης. Οι γυναίκες της Νάνας Παπαδάκη δεν είναι αφορμές, είναι αιτίες. Είναι καθαρός στοχασμός, με μια εικονοπλασία που φτιάχνει ένα περιβάλλον για τη διερώτηση, που σχηματοποιεί τον πόνο, που συμβολοποιεί την ανθρώπινη μοίρα και την επίγνωσή της.
Η δραματική φλέβα της ποιήτριας δίνει σφυγμούς καλά μετρημένους. Ο λόγος της έχει φόρα, αλλά η στοχαστική εμπειρία και η τριβή της με τα κείμενα προικίζουν τη φόρα με παύσεις και χαρακτήρα. Ο πόνος γίνεται διαυγής σαν νερό και στακάτος σαν πέτρα. Στο πνεύμα της Παπαδάκη η γνώση της αρχαίας ελληνικής δραματουργίας συνδυάζεται με την ενσωματωμένη παιδαγωγική λειτουργία του θεάτρου, με αποτέλεσμα μια γραφή που αποκρυσταλλώνεται εναλλάξ σε καθαρά πεζόμορφες αφηγήσεις και σε ποιητικές συνόψεις της εμπειρίας. Μιας εμπειρίας εν πολλοίς πολεμικής που έρχεται ως αναβίωση μνήμης (μνήμης ενός μύθου τόσο δικού μας που γίνεται η ιστορία μας) έρχεται ο πόλεμος να γίνει στίχος.
Νέκυια από Αίμα και Θάλασσα
Αίμα και θάλασσα: τα μοτίβα που εντοπίζω στην ποίηση του Encore, σαν τα μόνα διαθέσιμα, τα πιο λιτά μέσα για την ύπαρξη. Σ’ αυτά μέσα τα υγρά, στο αλμυρό κόκκινο της καρδιάς και των δακρύων, χτίζει η Παπαδάκη τους ποιητικούς μονολόγους της. Οι σκιές-ηρωΐδες της αφηγούνται σε όλους τους χρόνους: άλλοτε στον παρατατικό («προσπαθούσε ο καθένας να ζήσει» και στον αόριστο «έσυρα το κουφάρι του») σε τόνο αποκτημένης σοφίας και με τη διάθεση να μεταφερθεί η πληροφορία -λες κι ήταν χθες που «οι θάλασσες γέμιζαν με σώματα πνιγμένων»- μα, να... που... κι όμως... ήταν όντως χθες. Κι άλλοτε σε χρόνο ενεστώτα («εγώ το στόμα τραγουδώ») που μας βάζει στο πετσί του ρόλου και σε χρόνο μέλλοντα («Και θα πηγαίνουμε μόνοι ως τις σκιές») που με μια σκοτεινή στωικότητα προβλέπει κάτι πέρα από τη θάλασσα – μια Νέκυια αναπόφευκτη μα και κάπως ωραία.
«θάλασσα ή κάτι που να εξηγεί το αίμα» - η θάλασσα αντί εξήγησης, αλλά και η μόνη εξήγηση της προέλευσης. Αν υφέρπει μια ερώτηση κάτω από τους στίχους: Ποιες όλες εμείς και από πού κι ως πού και γιατί; τότε η απάντηση είναι «διότι θάλασσα».
Η θάλασσα. Ναι, είναι ένα βιβλίο της θάλασσας. Κι όταν έχουμε πέτρα, πάλι θάλασσα είναι αλλά τυφλή. Η λέξη θάλασσα συναντιέται συχνά, πολύ συχνά. Η πρώτη κεφαλίδα που μας εισάγει στο πρώτο μέρος: «ούτε επιστρέφει ούτε φεύγει ποτέ αυτή η θάλασσα / τις μαύρες κόρες μας ορίζει» - η θάλασσα ορίζει τις κόρες μας, δηλαδή τις κόρες των ματιών μας, τα όσα βλέπουμε, αλλά και τις κόρες μας, τα τέκνα μας, τις γυναίκες που η θάλασσα είναι η ταυτότητά τους. Κι έπειτα η δεύτερη κεφαλίδα: «θάλασσα ή κάτι που να εξηγεί το αίμα» - η θάλασσα αντί εξήγησης, αλλά και η μόνη εξήγηση της προέλευσης. Αν υφέρπει μια ερώτηση κάτω από τους στίχους: Ποιες όλες εμείς και από πού κι ως πού και γιατί; τότε η απάντηση είναι «διότι θάλασσα».
Η τρίτη και η τέταρτη κεφαλίδα μάς εισάγουν στην Απουσία. Η τρίτη κεφαλίδα «είμαι το χώμα που λείπει» - μια παρουσία εντός του κενού, γιατί όταν λες «είμαι αυτό που λείπει» ορίζεσαι διά της απουσίας σου. Και η τέταρτη κεφαλίδα, που ηχεί σαν χρησμός «η πέτρα παλεύει να διασώσει μια αντανάκλαση / κοφτερό σαν μάνα το διψασμένο άλογο» - από πού να πρωτοπιάσει κανείς αυτούς τους δυο στίχους. Η πέτρα ψάχνει να γίνει νερό, για να καθρεφτίσει. Και το άλογο διψά. Το νερό σαν απώτατος στόχος, που κι αυτό απουσιάζει – η πέτρα δεν είναι νερό και το άλογο λιώνει στη δίψα. Κι εκεί ανάμεσα μια κοφτερή μάνα.
Το Encore της Νάνας Παπαδάκη είναι έργο οιωνοσκόπος: οσφραίνεται τα στοιχεία της φύσης και τα ερμηνεύει. Είναι έργο της οικογενειακής δυναστείας των ανθρώπων: γιοι, κόρες, μάνες, πατέρες, αδέλφια απευθύνουν ο ένας στον άλλο αγάπη και πόνο. Είναι έργο λευκών σκιών: το λευκό ξεγλιστράει και πετάγεται, «η λευκή σφαγή», «το λευκό στημόνι», «ο λευκός χρόνος», «τα λευκά δόντια», «το λευκό άνθος». Το Encore της Νάνας Παπαδάκη είναι μια λευκή Νέκυια, τραγουδισμένη από ένα πολυφωνικό σώμα, ένα ευφρόσυνο (ναι ευφρόσυνο) μοιρολόι, μια ενόραση της μοίρας που μας καθόρισε και μας τραβολογάει, μια αντανάκλαση του δικού μας στόματος, που δεν σιωπά αν δεν τραγουδήσει το παρελθόν του.
* Η ΜΑΡΙΑ ΓΙΑΓΙΑΝΝΟΥ είναι συγγραφέας και θεωρητικός τέχνης.
Encore
Νάνα Παπαδάκη
Μελάνι 2016
Σελ. 56, τιμή εκδότη €9,00