Για την ποιητική συλλογή του Γιώργου Ανδρέου Ο απερίσκεπτος πλοηγός (εκδ. Μικρή Άρκτος)
Του Κώστα Κουτσουρέλη
Ο Νίκος Εγγονόπουλος ήταν άνθρωπος ευφυής και με χιούμορ. «Oι ποιηταί με θεωρούν ζωγράφον και οι ζωγράφοι ποιητήν...» έλεγε. Φράση χαρακτηριστική νομίζω για έναν τόπο όπου τους πολυτεχνίτες, όταν είναι καλοί, δύσκολα τους ανεχόμαστε και με το ζόρι προσπαθούμε να τους στριμώξουμε σε μία τους μόνο ιδιότητα – τη βολικότερη για μας τους ίδιους.
Ο Γιώργος Ανδρέου ανήκει σ’ αυτή την κατηγορία. Δεν του έφτασαν οι δάφνες του στα πράγματα τα μουσικά, καταγίνεται τώρα και με τη λογοτεχνία. Πρώτα με το μυθιστόρημα που εξέδωσε πριν λίγα χρόνια. Κι ύστερα με τον Απερίσκεπτο πλοηγό, μια συλλογή ποιημάτων, που κυκλοφορεί εδώ και λίγους μήνες.
Και για τους φίλους της μουσικής του ειδικά, το γεγονός μόνο ευπρόσδεκτο θα είναι, εικάζω. Σαν τον καινούργιο προβολέα που έρχεται να φωτίσει αλλιώς, από μια νέα της γωνιά, την οικεία σκηνή. Για το σινάφι το ποιητικό όμως το πράγμα δεν είναι ακριβώς έτσι. Είδαμε δα πώς υποδέχτηκαν πολλοί το Νόμπελ Λογοτεχνίας του Ντίλαν. Ή πώς ξινίζουν τα μούτρα τους κάθε φορά που ένας μας, καλή ώρα η Κική Δημουλά, βγαίνει απ’ τον ελεφάντινο πύργο όπου εγκλειστήκαμε οικειοθελώς, απ’ αυτό τον ασφυκτικό κι αγοραφοβικό περίβολο που έχει καταντήσει η σύγχρονη ποίηση, κι ανοίγεται στον καθαρό αέρα.
«Ποίηση είναι ο λόγος που πάει να γίνει τραγούδι» έλεγε ο Παλαμάς. Τον άρρηκτο δεσμό αυτών των δύο, όσο τον αγνοεί κανείς, τόσο εκείνος τον εκδικείται.
Ο Γιώργος Ανδρέου έρχεται απ’ το τραγούδι. Όλοι οι ποιητές άλλωστε απ’ το τραγούδι ερχόμαστε και στο τραγούδι πάμε. «Ποίηση είναι ο λόγος που πάει να γίνει τραγούδι» έλεγε ο Κωστής Παλαμάς. Τον άρρηκτο δεσμό αυτών των δύο, όσο τον αγνοεί κανείς, τόσο εκείνος τον εκδικείται. Η σύγχρονη ποίηση λ.χ., αν είναι ανάγνωσμα τόσο ξηρό και άτερπνο, το «χρωστάει» στην αποξένωσή της από τη ζείδωρη ωδική της ρίζα.
Και το πληρώνει σήμερα με ποικίλους τρόπους. Όταν έχεις χάσει την επαφή με τον αδόμενο λόγο, πάει να πει με τον λόγο τον κοινό, τον δημόσιο, τον πλατιά απηχούμενο (και ποιο είδος τέχνης αξιώθηκε ποτέ ακροατήριο πιο καθολικό από το τραγούδι;), πώς να αποτυπώσεις σ’ ένα ποίημα τη σημερινή κατάστασή μας, την πολιτική και την κοινωνική;
Το στρυφνό, εσωστρεφές, ναρκισσευόμενο ιδίωμα που σήμερα μονοπωλεί σχεδόν τη γραφή μας είναι εντελώς ακατάλληλο για να ανοιχτεί στον Άλλο, στους Εμείς, τους Πολλούς. Το περισσότερο που καταφέρνει είναι να αναμηρυκάζει διαρκώς το συναξάρι του Εγώ, του Εγώ, του Εγώ. Ώς και εξακόσιες συλλογές ποιητικές εκδίδονται κατ’ έτος στη χώρα. Όμως τα ποιήματα, τα βιβλία, οι ποιητές μας που τόλμησαν ν’ αναμετρηθούν με την τωρινή μας εθνική κατρακύλα, μετριούνται στα δάχτυλα.
Σκεφτείτε το ’21 χωρίς τον Σολωμό και τον Κάλβο. Το «Δυστυχώς επτωχεύσαμεν» του ’93, τη γελοιοποίηση του ’97 και τη δύσκολη ανόρθωση της χώρας από τον Βενιζέλο χωρίς τον Κωστή Παλαμά, χωρίς τα Σατιρικά Γυμνάσματα και τον Δωδεκάλογο. Το ’40, την Κατοχή και την Αντίσταση χωρίς τα Ακριτικά και το Άξιον Εστί. Την κυπριακή περιπέτεια χωρίς το Ημερολόγιο καταστρώματος Γ' ή τον Κώστα Μόντη. Την Επταετία χωρίς τον Στόχο του Μανόλη Αναγνωστάκη.
Κι όμως, τα χρόνια αυτά που περνάμε τώρα, οι ποιητές μας τ' αφήνουν να γλιστρούν βουβά κι ανέκφραστα, ωσάν τίποτε το σημαντικό να μην υπάρχει, το άξιο ν’ αποτυπωθεί στα ποιήματά τους.
Αν ο Ανδρέου τα καταφέρνει να μιλήσει ποιητικά με τρόπο ευθύ και εύστοχο για τα δημόσια πράγματά μας, για την κρίση και την παρακμή μας, είναι ακριβώς επειδή έρχεται από το τραγούδι. Και μάλιστα απ’ το πιο παλιό τραγούδι, το πιο βαθύρριζο. Με δεκαπεντασύλλαβο σπασμένο ξεκινά το πρώτο πρώτο ποίημα του βιβλίου του:
Και οι λυρικές παρεκβάσεις στον Πλοηγό είναι συνεχείς. Άλλοτε στο μέτρο το οχτασύλλαβο:
Κι άλλοτε με την ελαφράδα μιας επωδού, τη ξαφνική λάμψη μιας ρίμας, ενθύμιο θά ’λεγες ενός λυρικού Μεσοπολέμου:
Στο ενδιάμεσο, στίχοι ελεύθεροι ή ελευθεροφανείς, ανάμεσα στο parlando, τον κουβεντιαστό τόνο του δραματικού μονολόγου:
και τα ασύνδετα σχήματα, την καταλογάδην παράταξη της μέσα κι έξω μας ερημίας:
Όπως όλοι οι ποιητές που αποπειράθηκαν να συνδέσουν το ελληνικό τραγούδι με τον μοντερνισμό, ο Ανδρέου κρατάει κι αυτός από τον Γκάτσο. Δεν μιλώ εδώ για άμεση οφειλή, που είναι δυσεξιχνίαστη, αλλά για στοίχιση σ’ έναν τρόπο ποιητικό που πρώτη φορά στον έργο του Γκάτσου τον είδαμε να παίρνει τόσο στέρεη και γόνιμη μορφή.
Μερικοί από τους καλύτερους ποιητές και στιχουργούς μας ακολούθησαν τον δρόμο που άνοιξαν τα βήματα εκείνου: ο Μάρκος Μέσκος, ο Μιχάλης Γκανάς, ο Χρήστος Μπράβος, ο Διονύσης Σαββόπουλος, ο Θοδωρής Γκόνης, ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου κι άλλοι. Άλλωστε και ο Γκάτσος βήματα άλλων ακολούθησε: του Λόρκα και του Αλμπέρτι και των Ισπανών neopopularistas της μεγάλης Γενιάς του ’1927, αντίστοιχης και εφάμιλλης της δικής μας του ’30.
Η νεοελληνική πολιτική δυστοπία που μας περιγράφει δίδεται μέσα απ’ την προσωπική ματιά. Τη ματιά όχι του παρατηρητή ή του ξεναγούμενου, αλλά του βαθιά ενεχόμενου: του συνυπαίτιου, του συνυπόλογου. Κατηγορούμενος εδώ και κατήγορος συμπίπτουν.
Στον Απερίσκεπτο πλοηγό ο Ανδρέου είναι εξίσου δημόσιος και ιδιωτικός. Ακόμη και τα ιδιωτικά ποιήματα της συλλογής εμπεριέχουν ενίοτε την ιστορική, τη συλλογική διάσταση. Και αντίστροφα, η νεοελληνική πολιτική δυστοπία που μας περιγράφει δίδεται μέσα απ’ την προσωπική ματιά. Τη ματιά όχι του παρατηρητή ή του ξεναγούμενου, αλλά του βαθιά ενεχόμενου: του συνυπαίτιου, του συνυπόλογου. Κατηγορούμενος εδώ και κατήγορος συμπίπτουν, κοινή τους ανάγκη είναι να μιλήσουν, να αναλάβουν επιτέλους το μερίδιο της ευθύνης που τους αναλογεί. Πάει έτσι ο Ανδρέου αναπόταμα στο ρεύμα εκείνο των πολλών που επιμένουν ότι οι ίδιοι δεν έφταιξαν σε τίποτα, κι ότι για όλα ευθύνονται οι άλλοι.
Ο Απερίσκεπτος πλοηγός μπορεί επομένως να διαβαστεί κι έτσι, ως ποιητική και πολιτική λογοδοσία. «Δεν θα μου συγχωρεθεί / Η σιωπή» τελειώνει ένα ποίημα. Και ένα άλλο, το τιτλώνυμο, αρχίζει: «Είμαι ασυγχώρητος». Απολογία, ομολογία, ποινή. Και, αν είναι κανείς τυχερός, μια νέα αφετηρία. Η κάθαρση περνά από την επίγνωση κι απ’ την παραδοχή.
* Ο ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗΣ είναι ποιητής και μεταφραστής.