Για την ποιητική συλλογή της Ευαγγελίας Ανδριτσάνου Η δηλητηριώδης (εκδ. Άγρα), που παρουσιάζεται σήμερα το βράδυ στο Jazzpoint (Ακαδημίας 18).
Του Θάνου Κάππα
Διδάσκοντας ποίηση σε παιδιά του Γυμνασίου ή του Λυκείου, αισθάνεσαι πολύ συχνά πως η λεγόμενη κατανόηση, η περίφημη εξομάλυνση του κειμένου λειτουργεί περισσότερο σαν ένα καθησυχαστικό σχήμα, μια έμμεση υπόταξη αυτού του θαύματος από λέξεις που είναι πάντα το ποίημα, στο «νόημά» του. Ενώ η ποίηση αφορά ακριβώς τον σπινθήρα που παράγει η νέα συνάφεια, η νέα συγκατοίκηση των λέξεων, εμείς επιμένουμε να παραπέμπουμε σε εκείνο το φθαρμένο παλιό νόημα, στη γλώσσα πριν το θαύμα, σαν να πρέπει να μεταφραστεί αυτή η εκτροπή σε μια κανονικότητα, να επαναρυθμιστεί η παροδική απορρύθμιση που δημιούργησε ο ποιητικός λόγος. Ξεκινάω έτσι κάπως ανορθόδοξα, με ένα απόσπασμα του βιβλίου που σχετίζεται, νομίζω, με αυτό που λέω: Να θερμάνω τις λέξεις, πρέπει να θερμάνω τις λέξεις. Ίσως να φύγουν τα σημεία στίξης, ίσως οι τόνοι, ίσως η ορθογραφία τι να μείνει τι
Είναι η στιγμή που η γυναίκα ετοιμάζεται να υποδεχτεί το πάθος, οπότε αντιλαμβάνεται τις λέξεις, τη γλώσσα σαν μηχανισμό περίτεχνα φροντισμένο ή και περιοριστικό, κατασταλτικό, ανασχετικό της ορμής για ζωή. Κι ο ποιητής άλλωστε βρίσκεται σε αμφίθυμη σχέση με το υλικό του (που τον δεσμεύει και τον λυτρώνει) – πάντα ο δημιουργός, νομίζω, αισθάνεται δέσμιος αυτής της εμμεσότητας που χαρακτηρίζει τη ζωή του, η αίσθηση της απόστασης από το ζην.
Η δεύτερη λοιπόν ποιητική συλλογή της Ευαγγελίας Ανδριτσάνου έρχεται πέντε χρόνια μετά τις Καλές γυναίκες, κακές γυναίκες, και όπως και η πρώτη είναι ιδιαίτερα καλαίσθητη, με ένα απόσπασμα-πίνακα του Χόκνευ στο εξώφυλλο (με τίτλο Three snakes). Η συλλογή, διαθέτει ενιαία θεματική και αρθρώνεται σε τέσσερις ενότητες.
Η ποίηση της Ανδριτσάνου είναι μια ποίηση λιτή, ανυπόκριτη και κατά κάποιο τρόπο γυμνή από διάκοσμο – απ’ ό,τι συνηθίζουμε πρόχειρα να θεωρούμε χαρακτηριστικά μιας ποιητικής ή ποιητικίζουσας γραφής.
Η ποίηση της Ανδριτσάνου είναι μια ποίηση λιτή, ανυπόκριτη και κατά κάποιο τρόπο γυμνή από διάκοσμο – απ’ ό,τι συνηθίζουμε πρόχειρα να θεωρούμε χαρακτηριστικά μιας ποιητικής ή ποιητικίζουσας γραφής. Προσωπικά δεν εντόπισα καμιά λέξη που να μην έρχεται από το καθημερινό λεξιλόγιο, διασώζονται μάλιστα κάποια στοιχεία προφορικότητας αν και όχι στην έκταση που γίνεται στο προηγούμενο βιβλίο της. Αυτή η γυμνότητα, η έλλειψη δηλαδή καταφυγίου στη σκηνοθεσία των λέξεων, μου δημιούργησε την αίσθηση της γυμνότητας και των προσώπων· καθώς η γυναίκα κινείται προς τον άντρα, η ποιητική εικόνα ανακαλεί κάτι αρχετυπικό, καταγωγικό του είδους – μια Εύα κι ένας Αδάμ, χωρίς τη φόρτιση της θρησκευτικής αφήγησης φυσικά.
Είναι επίσης μια ποίηση έμφυλη, είναι δηλαδή σαφής και κυρίαρχη η οπτική του φύλου – δεν είναι τυχαίο νομίζω και το απόσπασμα της Adrienne Rich που προτάσσεται, απόσπασμα που θέτει εξαρχής τη διάκριση του βλέμματος αντρών και γυναικών πάνω στον έρωτα, την αγάπη και την εξουσία: «ν’ απαρνηθώ την εξουσία για την αγάπη/ όπως κάνουν οι γυναίκες ή να κρυφτώ/ από την εξουσία μέσα στην αγάπη της σαν άντρας».
Ο πρώτος-πρώτος στίχος, με τον δυσοίωνο χαρακτήρα του, δίνει νομίζω τον τόνο στη συλλογή, ανατρέποντας τη γνωστή περί αγάπης αντίληψη: Αγαπάς: συσσωρεύεις μέσα σου άγρια εκδίκηση.
Ένα σύνολο ματαιώσεων, διαψεύσεων ή δυσλειτουργιών της καθημερινότητας, διογκώνει τη μέσα ζωή που παίρνει διαστάσεις εκρηκτικές ώστε αυτό που ήταν πριν ανυστερόβουλη στράτευση υπέρ της ζωής των άλλων, μέσα σε ένα τοπίο που έχει αρχίσει να μειώνεται το οξυγόνο, καταλήγει σταδιακά στο ανάποδό του.
«Ένας πυρωμένος αέρας αφυδατώνει τα πάντα. Ξεριζώνει κατακαίει ό,τι με μόχθο κρατιέται ζωντανό».
Αλλά η πρώτη ενότητα περιγράφεται ανάγλυφα και από τον στίχο: Ένας πυρωμένος αέρας αφυδατώνει τα πάντα. Ξεριζώνει κατακαίει ό,τι με μόχθο κρατιέται ζωντανό. Κι αυτό που κρατιέται ζωντανό με μόχθο είναι η τακτοποιημένη ζωή, μια καθημερινότητα γεμάτη σχήματα ανενεργά, νεκρά – πράγμα φυσικά αναμενόμενο, αλλά και πράγματα ιδιαίτερα ζωντανά, παλλόμενα, η σφύζουσα ζωή (όλα σφύζουν γύρω) που επιβάλλεται κυριαρχικά, απόλυτα. Η ασφυξία δεν φαίνεται εδώ να αποτελεί προνόμιο μιας αποτυχημένης, αδιάφορης ζωής αλλά αναδύεται την ώρα της πιο μεγάλης έντασης, γεννιέται από τη σύγκρουση της ζωής που μοιάζει να διαθέτει όλα εκείνα τα στοιχεία που την ορίζουν ως επιτυχημένη και της «όντως» ζωής. Αποτύπωση αυτής της επισφαλούς ισορροπίας, της διαρκούς εκκρεμότητας για μια ζωή που μονίμως αναβάλλεται είναι η κατάθεση των αντίρροπων δυνάμεων που συγκλονίζουν το υποκείμενο: Θέλω να είμαι εδώ για σας. Δεν θέλω να πάθω κάτι. Όλοι παθαίνουν κάτι αυτή την εποχή. Δεν θέλω να πάθω τίποτα, για να είμαι εδώ για σας./ Πάντως ανά πάσα στιγμή βάζω το κεφάλι μου στο φούρνο κι ανάβω το γκάζι.
Είναι μια πολύ ισχυρή εικόνα, που ανακαλεί βεβαίως την αυτόχειρα Σύλβια Πλαθ, αλλά η ποιητική της δύναμη βασίζεται στα άκρα αντίθετα που ενσωματώνει, άκρα στα οποία κινείται καθημερινά με απίθανη ευκολία και ταχύτητα, όπου η ανυστερόβουλη στράτευση υπέρ των οικείων της τινάσσεται ανά πάσα στιγμή στον αέρα από μια άλογη δύναμη, από μια ξαφνική παράδοση σε μια εγγενή δυστυχία.
Η συνάντηση
Σ’ αυτό το εκχερσωμένο τοπίο θα γίνει η συνάντηση με τον άντρα, μια συνάντηση γεμάτη επιφυλάξεις, υπαναχωρήσεις και θαυμασμό για το ζηλευτό είδος των αληθινών γυναικών, εκείνες τις ρευστές υπάρξεις (λιώνουν σαν παγωτό μέσα στο χέρι σου) που έχουν οριστικά υπερβεί τις αντιθέσεις, έχουν δοθεί αμετάκλητα ξεπερνώντας τον πρώτο τους εκείνο φόβο, το τραύμα της βίαιης συνάντησης, αφού Ο φόβος/ δεν τις φοβίζει έχουν ήδη/ υποκύψει στο πιο φοβερό/ και το χουν κάνει δικό τους» αποσπώντας έτσι με τη σειρά τους την έμμεση υποταγή του άντρα ο οποίος τελικά ναυαγεί στη θάλασσά τους.
Το νερό είναι ένα στοιχείο απειλητικό που επανέρχεται με την πυκνότητά του, την αδιαπέραστη στιλπνότητά του, ένας υδάτινος όγκος που πνίγει το πρόσωπο μέσα στον ωκεανό των ημερών.
Αλλά και θρηνητικές εκτιμήσεις για τη μοίρα των γυναικών (όχι, η γυναίκα να μη δοθεί/ θα θρηνήσει πικρά) την ίδια στιγμή που διαπιστώνει πως είναι ήδη πολύ αργά, είναι αδύνατον να προστατευτεί, καθώς η στάθμη ανεβαίνει/ βέβαιος πνιγμός/ τα νερά κλείνουν γύρω σου.
Το νερό είναι ένα στοιχείο απειλητικό που επανέρχεται με την πυκνότητά του, την αδιαπέραστη στιλπνότητά του, ένας υδάτινος όγκος που πνίγει το πρόσωπο μέσα στον ωκεανό των ημερών. Σε μια στιγμή αναστοχασμού και απεμπλοκής από το δράμα, η γυναίκα θα αναρωτηθεί Τι φοβάσαι; μια στιγμή ήρθαμε μια στιγμή φεύγουμε, ποιο κακό μπορεί να μας βρει για να απαντήσει αμέσως να μην αγαπιέσαι, να ποιο είναι το κακό που μπορεί να μας βρει. (Μα δεν είναι ο θάνατος η αρχέγονη αντίθεση; θα ακουστεί η φωνή του αντιφωνητή. Όχι είναι το μαζί και το χωριστά, είναι το είμαστε ένα και το δεν είμαστε πια.)
Όμως η πορεία προς τον άλλον έχει τροχιοδρομηθεί και η φαντασία καλπάζει σ’ αυτή την αναμονή της συνάντησης, σ’ έναν ενθουσιασμό ερωτικής προσμονής, αλλά και συνεχών παλινδρομήσεων, αδιευκρίνιστων προθέσεων, διπλών μηνυμάτων και ιδιωτικών μεταφράσεων, ζούμε είπες, δεν ζούμε άκουσα, είμαι άνθρωπος πολύ οργανωμένος είπες, παραλύω από φόβο άκουσα, κέρδη και ζημιές στο πεδίο μιας μάχης που ποτέ δεν εξαγγέλθηκε πραγματικά.
Η ζωή σαν μια διαρκής ταλάντευση από την ευτυχία στη δυστυχία, μια επιβεβαίωση της αρχαίας προφητείας: ό,τι πιάνεις θα γίνεται κάρβουνο. Ή θα ’θελα να σε κατηγορήσω για κάτι/ αλλά για ποιο πράγμα; – μια ξαφνική συνειδητοποίηση της αδιέξοδης κοινής μοίρας, ενός πεδίου αντιπαράθεσης εξαρχής ναρκοθετημένου.
Ένα φιλί
Όμως η ερωτική διεκδίκηση δεν περιστέλλεται από τέτοιες συνειδητοποιήσεις, καθώς αυτό που μιλάει τώρα είναι το βασικό ένστικτο, το οποίο, παραμερίζοντας τη γνώση, το κεκτημένο του πολιτισμού, αφήνει ελεύθερο το δηλητήριο να ρεύσει εντός της μέσα μου ένα κύμα ανέβαινε/ να σε σαρώσει με κάθε κόστος/ να σε ματώσει. Και είναι αυτή η φύση της δηλητηριώδους, η φύση της αγάπης, την ώρα που στρέφεται προς τον άλλον εκδικητικά, να παραλύει πρώτα η ίδια, να διαλύει, να καταστρέφει τον εαυτό της.
Γιατί, βέβαια, το φιλί του ήταν μισό φιλί. Ω, αυτά τα χείλη σου/ από τότε, τότε/ εσύ όμως βιαστικός/ να τα αποσύρεις. Μια συνειδητοποίηση που γίνεται ακόμα πιο βασανιστική στις λεπτομέρειές της: κάθε τόσο κάποιος μπαίνει στο γραφείο σου/ αποσπάσαι από μένα/ περιμένω/ επανέρχεσαι ασφαλής/ βέβαιος ότι θα σε ξαναχρειαστούν σε λίγο.
Όμως υπάρχουν και αιφνίδιες αναστροφές αυτής της πορείας, όταν ο άντρας εγκαταλείπει για λίγο τη στολή του, τα προσχήματά του, το φόβο. Και τότε:
Λίγο πριν το τέλος πάντως, όλη αυτή η οδύνη θα κατασταλλάξει σε ένα πένθος (διαχειρίσιμο, όπως λέγεται συχνά) που το τυλίγει η σιωπή. Σ’ ένα από τα πιο ωραία αποσπάσματα του βιβλίου:
Η ποίηση δεν είναι μόνο αυτό που γράφεται αλλά και αυτό που αποσιωπάται.
Κι όλο αυτό θα γίνει εν τέλει πολύτιμη πείρα (κάτι έζησε η γυναίκα, κάτι έζησε που δεν θέλει να το πει), μια νέα αντιστροφή χαμένων και κερδισμένων, μια ξαφνική μεγέθυνση ή διαστολή εκείνης που ήταν μέχρι πριν μια ελάχιστη, συρρικνωμένη μάζα, κι αρχίζει τώρα να αναπτύσσεται προς τα πάνω, σε μια ανάληψη όχι μόνο συμβολική αλλά απτή σχεδόν, χειροπιαστή, καθώς το σώμα, πεδίο όλων των μαχών, με νωπά ακόμα τα σημάδια του, γλιστρά μέσα απ’ τα χέρια του άντρα σαν μίσχος που βρίσκει χώρο να δραπετεύσει από τα όρια που επέβαλαν αιώνες πολιτισμού.
Θα ήθελα να πω κλείνοντας το εξής: καθώς διάβαζα αυτό το λιτό, σύντομο, γεμάτο λεπταίσθητες παρατηρήσεις ποιητικό βιβλίο της Ευαγγελίας Ανδριτσάνου σκεφτόμουν πως η ποίηση δεν είναι μόνο αυτό που γράφεται αλλά και αυτό που αποσιωπάται. Το ζήτημα δεν είναι μόνο τι λες αλλά και –για να χρησιμοποιήσω δικές της εκφράσεις– τι όγκους νερών, τι όγκους λέξεων έχεις προσπεράσει για να φτάσεις σ’ αυτό το ελάχιστο (γλωσσικό) κουκούτσι.
* Ο ΘΑΝΟΣ ΚΑΠΠΑΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.
Η δηλητηριώδης
Ευαγγελία Ανδριτσάνου
Άγρα 2013
Σελ. 64, τιμή εκδότη €8,00