Για την ποιητική συλλογή της Γλυκερίας Μπασδέκη «Η Θεόδωρος Κολοκοτρώνης» (εκδ. Bibliotheque)
Του Ιγνάτη Χουβαρδά
Η καινούρια ποιητική συλλογή της Γλυκερίας Μπασδέκη έχει τον τίτλο Η Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Ο τίτλος έχει το χαρακτήρα της πρόκλησης, της πρόθεσης να δημιουργηθεί ένα επιπόλαιο σκάνδαλο. Είναι η ανάμειξη των δύο φύλων στο ίδιο σώμα, με τρόπο επιδεικτικό. Θυμίζει ανάλογες προβοκατόρικες ενέργειες στην ιστορία της λογοτεχνίας, όπως ας πούμε «Η φαλακρή τραγουδίστρια» του Ευγένιου Ιονέσκο ή το κλίμα υπέρβασης και ειρωνείας στο «Βασιλιά Υμπύ» του Αλφρέντ Ζαρρύ. Υπάρχει λοιπόν εδώ η διάθεση της ανατροπής, της φάρσας, της σκανδαλιάς.
Στα ποιήματά της απουσιάζει η τελεία γιατί υπάρχει πάντα η τάση ανύψωσης από το έδαφος, τα ποιήματα δεν είναι δέντρα με ρίζες και κλαδιά, είναι αίολη ενέργεια που παροδικά αποκρυσταλλώνεται και ξαναγίνεται σύννεφο και χάνεται.
Είναι προφανές ότι η Μπασδέκη αντιπαθεί τη σοβαροφάνεια και λατρεύει την έλλειψη βαρύτητας, λατρεύει τα μπαλόνια και τα αερόστατα, γράφει ποιήματα σαν να κάνει σκανδαλιές, με τη μάνα να τρέχει να μαζέψει το παιδί κι εκείνο ολοένα να ξεφεύγει. Στα ποιήματά της απουσιάζει η τελεία γιατί υπάρχει πάντα η τάση ανύψωσης από το έδαφος, τα ποιήματα δεν είναι δέντρα με ρίζες και κλαδιά, είναι αίολη ενέργεια που παροδικά αποκρυσταλλώνεται και ξαναγίνεται σύννεφο και χάνεται, είναι πυροτεχνήματα και υγρό μεθυστικό, δεν είναι χώμα, είναι μια άυλη ενέργεια που κυκλοφορεί και ξαφνικά αποτυπώνεται και ξαναχάνεται, είναι ποιήματα-εγγραφές ενός πνεύματος που αιωρείται κι αλλάζει.
Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι η Μπασδέκη λέει εξυπνάδες για να κάνει εντύπωση. Πολύ περισσότερο όταν αναδεικνύει ως σημεία νοηματοδότησης πρόσωπα και ιστορίες μιας ευτελούς δημόσιας ζωής και μιας κιτς ελαφρότητας από τον χώρο της τέχνης, του αθλητισμού και της δημόσιας ζωής. Η Μπασδέκη θέλει να προκαλέσει όχι για να αποδείξει την υψηλή της νοημοσύνη αλλά για να αποκαταστήσει την ηθική του καθαρού βλέμματος, πέρα από προκαταλήψεις και σχηματικές διακρίσεις ανάμεσα στο δήθεν ποιοτικό και στο δήθεν εμπορικό και φτηνιάρικο. Το βλέμμα είναι διαπεραστικό και αναδεικνύει αυτό που κρύβεται, αυτό που εκτρέπεται από το κανονικό και με τον τρόπο του υποδεικνύει την ποιητική οντότητα του κόσμου. Κι όλα αυτά με τη διαβρωτική δύναμη του χιούμορ, μια έννοια παρεξηγημένη, καθώς ανέκαθεν έχουμε την άποψη ότι το νόημα κρύβεται μόνο στη σοβαρότητα κι είναι σίγουρο πως και τώρα, ακόμα και σήμερα, η πρώτη ποιητική συλλογή του Εγγονόπουλου θα ξαναέβρισκε μπροστά της τη λοιδορία του κόσμου.
Η ευαισθησία που κυκλοφορεί υποδόρια σε όλα τα ποιήματα έχει κατά μεγάλο μέρος τις όχθες της σε αυτό το δικέφαλο ψυχισμό, παιδί και γυναίκα μαζί, μια γυναίκα που ερωτεύεται με τρόπο σκανδαλιάρικο και παιδικό κι έπειτα καλείται να αναλάβει τα καθήκοντα της μητέρας.
Στο βιβλίο αιωρείται το σκωπτικό και ανατρεπτικό πνεύμα μιας σουρεάλ εποχής, οι πολύχρωμες ανταύγειες ενός τσίρκου, ο ταχυδακτυλουργός που αναμειγνύει αταίριαστα αντικείμενα, τα δένει φτιάχνοντας κολλάζ κι έπειτα τα μεταμορφώνει σε στίχους, που μοιάζουν λιτοί αλλά είναι εμπρηστικοί στον τρόπο που συνδυάζουν τις λέξεις κι έτσι αποτυπώνουν ένα νόημα πρωτάκουστο. Εδώ εμφανίζονται ποδοσφαιριστές και προπονητές περασμένων δεκαετιών στους οποίους η ποιήτρια αφιερώνει στίχους αφοσίωσης, εμφανίζονται αλητόπαιδα από τη γειτονική αλάνα, ο κόσμος που αναδεικνύεται δεν είναι κάτι ιδιαίτερο και βαρυσήμαντο, είναι πολλές φορές το περιβάλλον ενός σούπερ μάρκετ, ενός μεγαλοκαταστήματος καλλυντικών, υπάρχει επίσης η αύρα της Κέρκυρας, άλλοτε πάλι το παιδικό βλέμμα σκαλώνει και ματώνει στα γρανάζια μιας ψυχαναγκαστικής και αναπόδραστης ενηλικίωσης, μια διαδικασία που συχνά αποτυπώνεται στην πνιγηρή και δυσβάσταχτη ατμόσφαιρα των νοσοκομείων, άλλοτε πάλι είναι η ροή του χρόνου, το παιδί που αναγκάζεται να παραδεχθεί ότι φορά τη στολή του ενήλικου. Η ευαισθησία που κυκλοφορεί υποδόρια σε όλα τα ποιήματα έχει κατά μεγάλο μέρος τις όχθες της σε αυτό το δικέφαλο ψυχισμό, παιδί και γυναίκα μαζί, μια γυναίκα που ερωτεύεται με τρόπο σκανδαλιάρικο και παιδικό κι έπειτα καλείται να αναλάβει τα καθήκοντα της μητέρας.
Η Μπασδέκη είναι επίσης το πρόσωπο που συστηματικά αποδελτιώνει τον πνεύμα της δεκαετίας του ’80 και του '90 κυρίως. Υπάρχει μια νοσταλγία και παράλληλα μια δυναμική. Οι περισσότεροι σήμερα βιάζονται να αποσαθρώσουν και να απομυθοποιήσουν αυτό που υπήρξε, βιάζονται να ενοχοποιήσουν το παρελθόν, να το ταυτίσουν με τη φούσκα μιας υπέρμετρης καταναλωτικής ευφορίας κι ενός ρηχού και ψεύτικου lifestyle, να του φορτώσουν όλες τις ευθύνες για τα οικονομικά δεινά που περνάμε σήμερα. Ενώ εδώ η ποιήτρια υπερασπίζεται με πάθος όλα τις ανταύγειες εκείνων των χρόνων, γιατί είναι τα ίδια τα νούφαρα ενός εφηβικού ονείρου που σε ελάχιστες αναλαμπές του χρόνου γίνονται απτά και χειροπιαστά. Γράφει η Μπασδέκη:
Μια μελαγχολία που μπολιάζεται με το χιούμορ, μια παιδικότητα που δυσκολεύεται να βρει τις αναλογίες με τα πράγματα της ενήλικης ζωής.
Είναι μια ποιήτρια που με το λόγο της υπερασπίζεται μια εξτρίμ στάση απέναντι στα πράγματα. Μια μελαγχολία που μπολιάζεται με το χιούμορ, μια παιδικότητα που δυσκολεύεται να βρει τις αναλογίες με τα πράγματα της ενήλικης ζωής. Κι εκείνο που αναδεικνύεται ως σήμα κατατεθέν είναι το ιδιαίτερο ύφος της Γλυκερίας Μπασδέκη, μια κατάκτηση που προσδιορίζει την ποιήτρια και την κάνει αναγνωρίσιμη.
Το αληθινό νόημα βρίσκεται στο βλέμμα του παιδιού, στην αίσθηση ότι όλα είναι εφικτά γιατί είναι όλα αντανάκλαση της αθωότητας, είναι αγαθά, χαμογελαστά και οικεία. Η κατάσταση θα λέγαμε μιας παιδικής αυτάρκειας και ανεξαρτησίας, όπου ενεδρεύει η απόλυτη ελευθερία, η ανάδειξη του ευτελούς και αστείου σε νόημα ζωτικής σημασίας, η μείξη των δύο φύλων, ο διαρκής επαμφοτερισμός ανάμεσα στο κωμικό και στο πιο κωμικό, η ντρίπλα που κάνουμε στην πραγματικότητα για να την αιφνιδιάσουμε και να την αιχμαλωτίσουμε και να τη μετατρέψουμε σε φαντασία. Την ίδια ώρα το παιδί φωλιάζει στο κορμί ενός ενήλικου, το παιδί καλείται να είναι ενήλικος κι η δυσκολία αυτή κάνει τα ποιήματα να είναι αερόστατα και παράλληλα να ματώνουν, να σκύβουν στη ροή του χρόνου, στο αναπόδραστο της φθοράς, στο αποτρόπαιο θέαμα της αρρώστιας, του θανάτου.
* Ο ΙΓΝΑΤΗΣ ΧΟΥΒΑΡΔΑΣ είναι συγγραφέας.
Η Θεόδωρος Κολοκοτρώνης
Γλυκερία Μπασδέκη
Bibliotheque 2016
Σελ. 48, τιμή εκδότη €6,36