Για την ποιητική συλλογή της Ελένης Ντούξη Μείον δεκάξι (εκδ. Μελάνι)
Της Βαρβάρας Ρούσσου
Η πρώτη ποιητική συλλογή της Ελένης Ντούξη υπό τον τίτλο Μείον δεκάξι παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον και θέτει ζητήματα που αφορούν όχι μόνον το δικό της βιβλίο αλλά και γενικά τη σύγχρονη ελληνική ποίηση.
Η Ντούξη ανταποκρίνεται και χειρίζεται το γλωσσικό εργαλείο με τρόπο που μαρτυρεί την επίπονη τριβή με αυτό. Η χρήση καθημερινών -συχνά ακατέργαστων- αλλά ευθύβολων λέξεων, η λιτότητα αλλά και η καίρια εναλλαγή μεταφοράς-κυριολεξίας δημιουργεί υψηλής φόρτισης νοήματα.
Η σύνδεση του βιογραφικού με τα ποιήματα της συλλογής είναι αναπόφευκτη: η Ντούξη έχει γεννηθεί στους Αγίους Σαράντα το 1979 και διαμένει στην Αθήνα από το 1993. Το πρώτο ζήτημα λοιπόν αφορά τη γλώσσα. Όποια επαφή κι αν είχε η ποιήτρια με την ελληνική γλώσσα πριν έρθει στην Ελλάδα ή και αργότερα (να σημειώσουμε ότι έχει κάνει σπουδές Θεολογίας), ο υψηλός βαθμός οικείωσης του γλωσσικού οργάνου, μέσω του οποίου κάποιος αποφασίζει να εκθέσει τον εσώτερο πυρήνα της ύπαρξής του -αυτό είναι άλλωστε και το διακύβευμα στην ποίηση- αποτελεί μια ιδιαίτερη πρόκληση. Σε αυτήν, η Ντούξη ανταποκρίνεται και χειρίζεται το γλωσσικό εργαλείο με τρόπο που μαρτυρεί την επίπονη τριβή με αυτό. Η χρήση καθημερινών -συχνά ακατέργαστων- αλλά ευθύβολων λέξεων, η λιτότητα αλλά και η καίρια εναλλαγή μεταφοράς-κυριολεξίας δημιουργεί υψηλής φόρτισης νοήματα: «Ο ήλιος δεν κρέμεται πια / στο παράθυρό μου / επειδή στον επόμενο / λογαριασμό ρεύματος / τον πέταξα φέτες / στο παγωμένο τζάκι» («Πρόωρο»). Η αγωνιώδης αναμέτρηση με τη γλώσσα, μόνιμη στον ποιητή, εδώ γίνεται κολύμπι ζωής και θανάτου: «Μετά τη βρήκαν πνιγμένη / στο μελάνι ξένης γλώσσας» («Πράσινη κάρτα»).
Επόμενο της γλωσσικής αναζήτησης είναι η μορφολογική επιλογή. Η ποιήτρια δοκιμάζεται όχι μόνον στα σύντομα, αλλά και σε πεζόμορφα ποιήματα, που της επιτρέπουν να δημιουργήσει μια σχέση έλξης-άπωσης με το λυρικό στοιχείο και να συνδέσει την πρωτογενή εικονοποιΐα αντλημένη από την πραγματικότητα με πτήσεις στο φανταστικό.
Στην ποίηση της Ντούξη τα σύνορα/όρια, ο τόπος, ο χρόνος και η μνημονική ανάκλησή τους αποκτούν ιδιαίτερη βαρύτητα. Η ποίηση αποτελεί τον τρόπο να καλυφθεί, να αποκαλυφθεί ο εαυτός και να κατανοηθεί ο κόσμος, όπως συμβαίνει σχεδόν πάντα, αλλά στο Μείον δεκάξι γίνεται επιπλέον η γέφυρα για να ενωθούν ή να διαχωριστούν δύο πατρίδες και να οικοδομηθεί ένα νέο πρόσωπο με έκδηλα τα ίχνη του παλιού. Ιδιαίτερη τέτοια μαρτυρία αποτελούν τα δύο τελευταία ποιήματα της συλλογής «Προεόρτια» και «Βιογραφία» (όπου απαντά και το ημιστίχιο-τίτλος του βιβλίου), αλλά και τα «Δελτίο αποστολής», «Πράσινη κάρτα» κ.ά. Η ποιητική φωνή δηλώνει τη δυσφορία της για τη νέα αστική πραγματικότητα μέσα στην οποίαν αισθάνεται αποξενωμένη και διαλυμένη («Ανακύκλωση», «Συναρμολόγηση»). Δεν λείπουν όμως και οι ελπιδοφόρες στιγμές της ανθρώπινης επαφής («Εγώ κι εκείνη»).
Η Ελένη Ντούξη, ο Χρήστος Αρμάντο Γκέζος, ο Ένο Αγκόλλι συναπαρτίζουν μια καινούργια κατηγορία λογοτεχνών: τους λογοτέχνες της διασποράς, εκείνους που πραγματεύονται την ετερότητα/ξενότητα, τη διαπολιτισμικότητα και την ταυτότητα.
Συνακόλουθα, η συλλογή θέτει ένα άλλο σημαντικό ζήτημα. Η Ελένη Ντούξη, όπως και ο Χρήστος Αρμάντο Γκέζος αλλά και ο πολύ νεώτερος Ένο Αγκόλλι (που χαρακτηρίζεται από κοσμοπολιτισμό και οι μετακινήσεις του σε πολλές χώρες δημιουργούν πολλαπλές επιστρώσεις τόπων που αφήνουν έκδηλα ίχνη στην ποίησή του) συναπαρτίζουν μια καινούργια κατηγορία λογοτεχνών: τους λογοτέχνες της διασποράς, εκείνους που πραγματεύονται την ετερότητα/ξενότητα, τη διαπολιτισμικότητα και την ταυτότητα. Διατηρούν, σε διαφορετικό βαθμό ο καθένας, στοιχεία του πολιτισμού της πρώτης πατρίδας και γράφουν στα ελληνικά υιοθετώντας και γονιμοποιώντας στοιχεία της ελληνικής κουλτούρας. Γύρω απ’ αυτή τη λογοτεχνία, τη διασπορική (diasporic), τα τελευταία χρόνια οικοδομήθηκαν θεωρίες προκειμένου να διερευνηθούν οι νέες ταυτότητες που πραγματεύεται και συγκροτεί, καθώς και οι θεματικές και οι τρόποι με τους οποίους αυτές πραγματώνονται. Ακόμη και ο όρος διασπορά νοηματοδοτείται διαφορετικά και η βιβλιογραφία γύρω από το θέμα έχει αρχίσει να διογκώνεται. Το θέμα είναι ευρύ και δεν εξαντλείται σε κείμενο που στοχεύει στην παρουσίαση μίας μόνον ποιητικής συλλογής.
Η Ελένη Ντούξη
|
Επιστρέφοντας λοιπόν στα ποιήματα της Ντούξη, και σε συνέχεια της παραπάνω παρατήρησης, αξίζει να σημειώσουμε ότι η ανάμνηση δεν αποτελεί απλώς ένα πρόσφορο πεδίο άντλησης ερεθισμάτων, αλλά τον χώρο κυριαρχίας της νοσταλγίας προς την οποίαν η ποιητική φωνή λειτουργεί αμφίθυμα ανακαλώντας και αποδιώχνοντας μνήμες σε μια αγωνιώδη προσπάθεια ένταξης στη νέα χώρα. Οι συγγένειες, οι σχέσεις, τα όρια/σύνορα ακόμη και η υλικότητα του σώματος υποβάλλονται σε δοκιμασία με αποκορύφωμα την ίδια την υπόσταση του εαυτού.
Η ανάμνηση δεν αποτελεί απλώς ένα πρόσφορο πεδίο άντλησης ερεθισμάτων, αλλά τον χώρο κυριαρχίας της νοσταλγίας προς την οποίαν η ποιητική φωνή λειτουργεί αμφίθυμα ανακαλώντας και αποδιώχνοντας μνήμες σε μια αγωνιώδη προσπάθεια ένταξης στη νέα χώρα.
Αυτή η αμφιθυμία δεν παράγει τη στεντορεία φωνή και συχνά οργίλη γραφή του Χρήστου Αρμάντο Γκέζου αλλά μια ποίηση χαμηλόφωνη, που εντούτοις προβάλλει θαρραλέα την εμπειρία της απομάκρυνσης από την πρώτη πατρίδα και την υιοθέτηση μίας νέας. Η Ντούξη, όπως γενικά οι συγγραφείς της διασποράς, μετεωρίζεται μεταξύ δύο χωρών και κινείται μεταξύ δύο ρόλων. Αναζητά την ασφάλεια και την οικειότητα μιας νέας γλώσσας (και η γλώσσα είναι πατρίδα) και κουλτούρας την οποίαν επιθυμεί και στην οποίαν εντάσσεται. Παράλληλα, δημιουργώντας ποιητικό λόγο ταυτόχρονα, και αναπόφευκτα, προβάλλει, επιζητώντας να τα ενσωματώσει στην ποίησή της, όσα εγγεγραμμένα στοιχεία της κουλτούρας από την παλαιά πατρίδα επιβιώνουν ακόμη.
Πάντως, με αφορμή την ποίηση της Ντούξη, μιας νέας ελπιδοφόρας φωνής, έχει ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε τούτο: έως πρόσφατα στην Ελλάδα μιλώντας για λογοτεχνία της διασποράς είχαμε τη βεβαιότητα ότι κάνουμε λόγο για εκείνους τους Έλληνες λογοτέχνες που δημιουργούν, έχουν εγκατασταθεί και ενταχθεί σε μία άλλη χώρα και γλώσσα για ποικίλους λόγους (π.χ. οι πεζογράφοι Βασίλης Αλεξάκης, Θοδωρής Καλλιφατίδης κ.ά). Τα τελευταία χρόνια ωστόσο, ένα ρεύμα συγγραφέων που γεννήθηκαν σε άλλη χώρα, αλλά μετανάστευσαν στην Ελλάδα, παράγει μια νέου τύπου λογοτεχνία που μας προκαλεί με τις ιδιαίτερες πτυχές που προβάλλει, τη συνάρθρωσή της με την ήδη υπάρχουσα παράδοση και τη σύγχρονη λογοτεχνική παραγωγή. Σε κάθε περίπτωση πρόκειται για μια νέα πνοή που δημιουργεί την προσδοκία για νέες γονιμοποιήσεις.
* Η ΒΑΡΒΑΡΑ ΡΟΥΣΣΟΥ είναι φιλόλογος.
Μείον δεκάξι
Ελένη Ντούξη
Μελάνι 2016
Σελ. 44, τιμή εκδότη €8,00