Για την ποιητική συλλογή της Χλόης Κουτσουμπέλη Οι ομοτράπεζοι της άλλης γης (εκδ. Γαβριηλίδη).
Του Μάριου Μιχαηλίδη
Όσοι τυχαίνει να παρακολουθούν την πορεία της Χλόης Κουτσουμπέλη εύκολα αναγνωρίζουν ότι η ποιήτρια βρίσκεται ήδη στο μεταίχμιο μιας επίμοχθης και πεισματικής προσπάθειας που άρχισε πολύ νωρίς να αφήνει ολοκάθαρες αποτυπώσεις ποιητικής σοβαρότητας και ευθύνης. Το πρόσφατο ποιητικό έργο της Οι ομοτράπεζοι της άλλης γης επιβεβαιώνει την ορατή πλέον σε πολλούς ανοδική πορεία που ακολουθεί. Πρόκειται για ώριμους και ολοκληρωμένους ποιητικούς καρπούς.
Κάποτε, το βασανιστικό κενό των παρόντων-απόντων προσλαμβάνει τη μορφή μιας βασάνου που τροφοδοτείται από το βάρος ενός διαρκώς διογκούμενου πένθους. Όμως, ο ποιητικός λόγος δεν αφήνεται να εκπέσει.
Το έργο Οι ομοτράπεζοι της άλλης γης διεκδικεί πολλά εύσημα. Και τα δύο μέρη που το συνιστούν -Τα γυάλινα σπίτια και το Ποιος έκλεψε τον μικρό Χανς;- συνθέτουν δύο ευδιάκριτες, εν μέρει και εν συνόλω, ποιητικές αφηγήσεις που μεταξύ τους συνδέονται οργανικά. Στην πρώτη, κεντρικός άξονας είναι η μνήμη. Η πικρή και αδυσώπητη μνήμη που δεν ησυχάζει, καθώς ανακαλεί διαρκώς την παρουσία-απουσία προσφιλών κυρίως ατόμων που πέρασαν στην αντίπερα όχθη, αλλά και ατόμων που επέλεξαν να αλλαξοδρομήσουν και να υπερβούν τα όρια του κοινού, μεταξύ αυτών και της φθεγγόμενης φωνής, συναισθηματικού χώρου. Κάποτε, το βασανιστικό κενό των παρόντων-απόντων προσλαμβάνει τη μορφή μιας βασάνου που τροφοδοτείται από το βάρος ενός διαρκώς διογκούμενου πένθους. Όμως, ο ποιητικός λόγος δεν αφήνεται να εκπέσει. Αυτοελέγχεται με τη συνέργεια μιας μεστής γλώσσας, με συνέπεια να παραμένει στις παρυφές του μαύρου και της καταχνιάς, χωρίς όμως ποτέ να αφήνεται σε σπαρακτικές επικλήσεις και άλλα μέσα που υπονομεύουν και συνθλίβουν ακόμη και τις πιο αγνές ποιητικές προθέσεις. Αντίθετα, κι αυτό πιστώνεται στις αρετές της ποιήτριας, μεταβάλλεται σε μια χαμηλόφωνη πένθιμη ποιητική που εκφέρεται με ένα σύνολο υπέροχων εικόνων: Πού και πού χτυπάει την πόρτα ένα κοριτσάκι./Έχει ένα καλαθάκι φράουλες/δεν είναι η Κοκκινοσκουφίτσα./Φάε, μου λέει, είναι ματωμένες/και πασαλείβεται με αίμα. (ΙV, σ. 14). Μην έρχεστε σε μένα φωνάζω./Διαβάστε την πινακίδα,/είμαι από τη γενιά του ιδιωτικού οράματος/που ομφαλοσκοπεί./Μα συνέχεια έρχονται κι άλλοι/χώνονται στους στίχους/μπλέκονται στο αμπάρι/πλημμυρίζουν το κατάστρωμα. (ΙV, σ. 14/15)
Γιατί, ποιος είναι εκείνος που, ενώ ξέρει την αλήθεια για τη μοίρα που δυναστεύει τα ανθρώπινα, δεν αποδιώχνει την ιδέα του θανάτου ακόμη και την ώρα που αυτός κουρταλεί την εξώθυρα του δικού του σπιτιού;
Εκείνο όμως που κυριαρχεί στις παρουσίες-απουσίες είναι η απώλεια των οικείων και κυρίως του πατέρα. Ένα βίωμα που αναπόφευκτα στιγματίζει τη ζωή ευαίσθητων ατόμων. Οι δεσμοί αίματος, κάτω από φυσιολογικές συνθήκες, ισοδυναμούν με σωσίβια γι' αυτούς που μένουν και που «απρόσμενα» καλούνται να υπομένουν. Γιατί, ποιος είναι εκείνος που, ενώ ξέρει την αλήθεια για τη μοίρα που δυναστεύει τα ανθρώπινα, δεν αποδιώχνει την ιδέα του θανάτου ακόμη και την ώρα που αυτός κουρταλεί την εξώθυρα του δικού του σπιτιού; Τότε είναι που η ποίηση, σαν αντίστιξη του έσω κόσμου, ντύνεται κατάσαρκα το χρώμα του πένθους. Τότε είναι, που με τη χάρη της ποίησης, το ιδιωτικό μεταβάλλεται σε κοινό δώρημα, καθώς η ομιλούσα φωνή δεν ανασύρει μόνο το δικό της πένθος, αλλά, ανασκαλεύοντας την ψυχή αυτών που γεύονται το δικό της πάθος, ενεργοποιεί, με την τεχνική του ποιητικού αυτοματισμού, τη δική τους ανενεργό ή και υπνώττουσα μνήμη. Και μοιάζει σαν ενορχηστρωτής που στέκεται απέναντί τους και τους καλεί στο όνομα της μνημοσύνης: τους νεκρούς… αυτούς μην τους ξεχνάτε… Θα με προστατεύεις τώρα που πέθανε ο μπαμπάς;/(…)και η σιωπή είναι βάραθρο/με κροκόδειλους λέξεις που δεν ειπώθηκαν ποτέ/και μας κατασπαράζουν/(…) Μετά το τρισάγιο φεύγουν όλοι μαζί/με ένα μαύρο τρένο που χάνεται στην ομίχλη./Από πίσω τους ακούω ψαλμωδίες από μελλοντικές κηδείες./Τελικά/θάβει κανείς πολλά περισσότερα από έναν πατέρα. (Οι συγγενείς, σ. 26-27)
Η Χλόη Κουτσουμπέλη
|
Από αυτή την αίσθηση του πένθους και της πληγωμένης μνήμης, δεν απουσιάζει ο προδομένος έρωτας, μια μορφή «απώλειας» που συνδαυλίζεται με τη «χάρη» ενός ηδονικού αναστοχασμού και που αιώνες τώρα μεταποιεί τον πόνο σε ευφάνταστο άκουσμα. Θα τρέχω επτά μέρες και επτά νύχτες/ώσπου κάθε μικρή θάλασσα/να νεκρώσει απ’ τ’ αλάτι της/απ’ την Σαχάρα ως την Ιορδανία,/απ’ την Κόκκινη Έρημο ως την Τακλαμακάν/(…) θα τρέχω (…) μέχρι αύριο/που γέροι/σε ριγέ πολυθρόνες/θα βουλιάζουμε/σε κάποια Βενετία/(…) μέχρι που να μην πονάω πια για σένα. (Μαραθώνιος, σ. 16)
Μετά τα Γυάλινα σπίτια, ακολουθεί το δεύτερο μέρος του ποιητικού βιβλίου της Χλόης Κουτσουμπέλη με τον τίτλο Ποιος έκλεψε τον μικρό Χανς; Όπως στο πρώτο μέρος η ζωή αποδείχτηκε πολύ εύθραυστη, γεγονός που έλαβε την έκτυπη μορφή ενός πόνου απερίγραπτου, έτσι και εδώ τα πάντα τρεκλίζουν, υπονομεύονται και καταρρέουν. Η Χλόη Κουτσουμπέλη ακολουθεί την ίδια τεχνική, αυτήν της πρωτότυπης ποιητικής αφήγησης. Μόνο που εδώ μετατοπίζει το λεκτικό και αφηγηματικό βάρος σε μια ιδιότυπη σύνθεση ονομάτων και ελλειπτικών μύθων που μεταξύ τους ανταγωνίζονται σε θεατρική επινοητικότητα. Κοινός τόπος όλων αυτών η απώλεια που συνέχει και προωθεί τα επιμέρους.
Η απόπειρα επιστροφής στην παιδική ηλικία της αθωότητας δεν μπορεί να γίνει ανέξοδα.
Εξαρχής δηλώνεται, μέσω της ακουόμενης φωνής, ότι η απόπειρα επιστροφής στην παιδική ηλικία της αθωότητας δεν μπορεί να γίνει ανέξοδα. Πίσω από τις προθέσεις που ωραιοποιούν το χθες, καιροφυλακτεί η γόνιμη αμφιβολία: Είχαμε παγιδευτεί σ’ εκείνο το παλιό καράβι που όλο έπλεε προς τα πίσω και όταν τελικά φθάσαμε στην καινούργια γη, (…) τι είναι εδώ ρώτησε η Αδελαΐδα, χωρίς μνήμη φουρφούρισε η Ελισάβετ, μήπως χρειάζεστε μία ομπρέλα, ψιθύρισε η Μαίρη Σμιθ και ύστερα όλα τελείωσαν, γιατί κάποιος έκλεψε τον μικρό Χανς, ξέρετε αυτόν που ο φούρναρης έπλασε από ζυμάρι κι όλοι ξέρουμε πως ήταν η αθωότητά μας,(…) κι ένας άλλος είπε όχι, μπαίνουμε σε άλλο αιώνα. (Το παλιό καράβι του καινούργιου κόσμου, σ. 39)
Η αμφιβολία δεν αργεί να μεταβληθεί σε παράφορο σαρκασμό μπροστά στην απάτη και την προσποίηση που κάνει αισθητή την παρουσία της με τα φτιασίδια της ταξικής υπεροχής: Κυκλοφορεί πάντοτε με φράκο/κι ένα παράσημο στο πέτο/μ’ έναν σκαντζόχοιρο που σκούζει./Εναντιώνεται στο κυνήγι της φώκιας/ και είναι υπέρ των δικαιωμάτων/ που έχουν οι ποντικοί στις φάκες(…) (Ο αξιοσέβαστος κύριος Όουεν, σ. 40)
Είναι ολοφάνερη η πρόθεση της Χλόης Κουτσουμπέλη να προκαλέσει τον αναγνώστη να σκεφτεί μήπως η περίοδος της αθωότητας είναι μύθος και αυταπάτη, αφού πολύ νωρίς διεμβόλιζεται από το τραγικό που καραδοκεί και λεηλατεί τη ζωή πολλών ανθρώπων.
Είναι ολοφάνερη η πρόθεση της Χλόης Κουτσουμπέλη να προκαλέσει τον αναγνώστη να σκεφτεί μήπως η περίοδος της αθωότητας είναι μύθος και αυταπάτη, αφού πολύ νωρίς διεμβόλιζεται από το τραγικό που καραδοκεί και λεηλατεί τη ζωή πολλών ανθρώπων. Ο μύθος αυτός συρρικνώνεται και ξεφτίζει από τις κινήσεις της αξιοζήλευτης δεσποινίδος Εντελβάις Φλέτσερ στο ομώνυμο ποίημα, (σ. 41): Μέσα στο δωμάτιο έβραζε καρούλια/και τύλιγε τις μπούκλες η Εντελβάις,/ έβαφε το πρόσωπο με ασβέστη/χάραζε τα χείλη που δεν είχε,/μ’ ένα πινέλο ζωγράφιζε τα δάκρυα. Ω πόσο χαρούμενη ήταν η Εντελβάις.(…) Όπως οι πεταλούδες που καίγονταν γύρω απ’ το κερί/και με τις στάχτες τους πασάλειβε το πρόσωπό της.
Οι σκηνοθετικές επινοήσεις του δεύτερου μέρους μεταβάλλουν τα ποιήματα σε ένα ξεχωριστό σύνολο νουάρ μικροαφηγήσεων, όπου το δραματικό στοιχείο συνυπάρχει με έκδηλη τη διάθεση σαρκασμού και ειρωνείας: Τακ τικ τακ/ ο μικρός Φρανκ με το ξύλινο πόδι/διασχίζει έναν χωματόδρομο/ το ξυλοπόδαρο μπήγεται στον βούρκο/ η κινητή άμμος τον καταπίνει ολόκληρο./(…) (Ο μικρός Φρανκ με το ξύλινο ποδάρι, σ.43). Ο κύριος Πόμπιους κυκλοφορεί ανάμεσα σε κρέατα/λουκάνικα κρέμονται από τον χοντρό λαιμό του(…)Τα βράδια αγοράζει με το κιλό γυναίκες/παρθένες γάλακτος κατά προτίμηση./(…)Στον πόλεμο στραγγάλιζε ανθρώπους./(…)Μετά έπνιγε στο λάδι/τους αυτόπτες μάρτυρες/απόδειξη ότι κάποια μέρα εξελέγη Δήμαρχος./(…) (Ο αξιότιμος κύριος Πόμπους, σ.45).
Κοινός εκθέτης όλων των ποιημάτων της συλλογής είναι το μοτίβο της απώλειας που, όπως εξαρχής ειπώθηκε, συνδέει οργανικά τα δύο μέρη. Εκείνο που ξαφνιάζει ευχάριστα, εκτός όλων των άλλων, είναι ο ποιητικός λόγος της Χλόης Κουτσουμπέλη. Τα ζεύγματα, κυρίως, των αναφορικών και των προσδιοριστικών λέξεων, τα σημαινόμενα και τα σημαίνοντα, χαρακτηρίζονται από ευφυέστατες και όλως απροσδόκητες συλλήψεις, που καθόλου δεν εμποδίζουν αλλά ευκολύνουν την πρόσληψη. Σ’ αυτό συνεισφέρουν το εξαίρετο μίγμα ποίησης και αφήγησης, τα πρόσωπα, τα σκηνικά και οι «ανατροπές» που προκαλούν την αίσθηση εσωτερικών λειτουργικών αναδιπλώσεων.
* Ο ΜΑΡΙΟΣ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ είναι φιλόλογος, συγγραφέας, μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων.
Οι ομοτράπεζοι της άλλης γης
Χλόη Κουτσουμπέλη
Εκδ. Γαβριηλίδης 2016
Σελ. 80, τιμή εκδότη €9,60