Για τη συλλογή Ναυαγοῦ τάφος εἰμί: Επιτύμβια επιγράμματα από την Παλατινή Ανθολογία, προλεγόμενα-μετάφραση-σημειώσεις Τασούλα Καραγεωργίου (εκδ. Γαβριηλίδης)
Του Κώστα Κουτσουρέλη
Συχνά, πολύ συχνά, όταν μιλάμε για μεταφράσεις από την αρχαία λογοτεχνία, ελληνική και ρωμαϊκή, από τα δύο σκέλη του όρου το πρώτο –την αρχαιότητα του κειμένου– το τονίζουμε υπέρμετρα, ενώ το δεύτερο –τη λογοτεχνικότητά του– το φέρνουμε στο προσκήνιο στην καλύτερη περίπτωση υποφωτισμένο. Ως αποτέλεσμα, η φιλολογική σκευή του μεταφράζοντος (η επαγγελματική επάρκεια, ή προϋπηρεσία ή "αρμοδιότητά" του) συνήθως υπερτονίζεται, ενώ οι λογοτεχνικές του επιδόσεις τίθενται κατά μέρος ή περιβάλλεται με μια ευμενή σκιά. Θα μπορούσα να φέρω πρόσφατα, τρανταχτά παραδείγματα. Δεν θα το κάνω.
Aν η φιλολογική κατάρτιση ήταν προσόν επαρκές για τον μεταφραστή, η επαφή με την αρχαιόγλωσση γραμματεία μας θα ήταν ίσως αμεσότερη, λιγότερο προβληματική.
Στην περίπτωση της Τασούλας Καραγεωργίου και των θαλασσινών επιτυμβίων της ΠαλατινήςΑνθολογίας, κάτι τέτοιο περιττεύει. Όχι επειδή η μεταφράστρια τυχαίνει να διαθέτει διπλή ιδιότητα, της άξιας φιλολόγου και της άξιας ποιήτριας – και άλλοι μεταφραστές μας κατά καιρούς είχαν να επιδείξουν τέτοιους δίδυμους τίτλους. Ούτε επειδή αυτές οι δύο ιδιότητες ισορροπούν και αλληλοσυμπληρώνονται, πράγμα που δεν ξέρω καν πώς μπορούμε να το επιβεβαιώσουμε, αφού τα κριτήρια του φιλολόγου δεν είναι διόλου βέβαιο ότι συμπίπτουν με εκείνα του ποιητή. Αλλά επειδή ετούτη η δεύτερη ιδιότητα στην τελική ζυγαριά βαραίνει εντέλει περισσότερο. Κακά τα ψέματα, αν η φιλολογική κατάρτιση ήταν προσόν επαρκές για τον μεταφραστή, η επαφή με την αρχαιόγλωσση γραμματεία μας θα ήταν ίσως αμεσότερη, λιγότερο προβληματική. Όμως ο μεταφραστής της ποίησης βασίζεται πρωτίστως σε κάτι άλλο, στην ποιητική του ενσυναίσθηση, κι αυτή σπανίζει, είναι δε ζήτημα αν μπορεί να αποκτηθεί στα διδασκαλεία και τα πανεπιστημιακά αμφιθέατρα.
Η Καραγεωργίου μεταφράζοντας θέτει ουσιώδη ερωτήματα, ερωτήματα που αφορούν όχι τη μακρινή και λησμονημένη αρχαιότητα (άλλωστε, από τους ποιητές των 51 επιγραμμάτων που αποδίδει στο βιβλίο ελάχιστοι είναι εκείνοι που και ως όνομα καν λένε κάτι σήμερα στον ενημερωμένο αναγνώστη), αλλά τη σημερινή ποιητική πράξη. Το πρώτο έχει να κάνει με το ζήτημα της μορφής. Μολονότι το είδος του επιγράμματος δεν είναι βεβαίως άγνωστο στη νεώτερη ευρωπαϊκή γραμματεία, ο σημερινός τρόπος του ποιητικώς λακωνίζειν και του ποιητικώς πενθείν είναι άλλος. Η εξοικείωση με το είδος που χαρακτήριζε τους ποιητές της εποχής του Μίλτον (του οποίου έχουμε και ένα επίγραμμα γραμμένο απευθείας στα αρχαία ελληνικά) ή του Γκαίτε (που από κοινού με τον Σίλλερ έγραψε μια ολόκληρη συλλογή σατιρικών επιγραμμάτων, τα περίφημα Ξένια), με τον ρομαντισμό υποχώρησε ραγδαία. Ο δημόσιος, άμεσος, αντικειμενικός λόγος του επιγράμματος από πολλές πλευρές δεν ταιριάζει με τον υποκειμενικό, στρυφνό, συχνά εσωστρεφή τόνο του νεώτερου λυρισμού.
Οπότε πριν από το αίτημα της μεταφράσεως του περιεχομένου, τίθεται επιτακτικό, επιτακτικότερο, το αίτημα της μεταφράσεως της μορφής. Από τους τρόπους που έχουν προταθεί εδώ σε μας για την απόδοση του ελεγειακού διστίχου, του κλασσικού δακτυλικού μέτρου των επιγραμματοποιών, οι πιο συνήθεις νομίζω είναι δύο: ο δεκαπεντασύλλαβος και ο ελεύθερος στίχος. Μολονότι τώρα και στις δύο περιπτώσεις έχουμε εξαίρετα αποτελέσματα (σκέφτομαι εδώ τους δεκαπεντασυλλάβους του Μενάρδου και του Χουρμουζιάδη και την ελευθεροστιχία του Κεντρωτή και του Παπανικολόπουλου), εντύπωσή μου ότι και οι δύο αυτές λύσεις, ειδολογικά, κάπου φαλτσάρουν. Ο πρώτος παραείναι δέσμιος στην εκφραστική γλώσσα της νεώτερης έμμετρης ποίησης, παραπέμπει μάλιστα αθέλητα στον όλως διάφορο κόσμο του δημώδους τραγουδιού. Ο άλλος "όζει" μοντερνισμού, φέρνει στην επιφάνεια έναν κόσμο πολύ περισσότερο εξατομικευμένο στις αισθητικές του προτιμήσεις απ’ όσο υπήρξε ποτέ ο κόσμος ακόμη και της ύστερης αρχαιότητας.
Η λύση που επέλεξε η μεταφράστρια μου φαίνεται ισαπέχουσα από τα δύο αυτά άκρα και για τον λόγο τούτο ευτυχής.
Η λύση που επέλεξε η μεταφράστρια μου φαίνεται ισαπέχουσα από τα δύο αυτά άκρα και για τον λόγο τούτο ευτυχής. Οι ανάπαιστοι που χρησιμοποιεί μας ανασυνδέουν με το εμβληματικότερο ίσως επίγραμμα της νεώτερής μας γραμματείας, το σολωμικό επίμετρο για τα Ψαρρά, αλλά και με τον πένθιμο, ελεγειακό τόνο που χαρακτηρίζει γενικά τον αναπαιστικό στίχο στην νεοελληνική ποιητική παράδοση. Διά της ανισοσυλλαβίας τώρα, του ανισομήκους των στίχων της, η Καραγεωργίου κρατάει κάτι και από την ελευθερία, την εκφραστική ευλυγισία και ατομικότητα της μοντέρνας ποίησης.
Το δεύτερο ζήτημα που θέτει η μετάφραση της Τ.Κ. είναι εκείνο της λέξεως. Πώς εκσυγχρονίζουμε κείμενα της ελληνικής αυτής της ηλικίας χωρίς να εξαερώσουμε εντελώς την ιδιοφωνία τους και τα γνωρίσματα τα εκφραστικά της εποχής τους; Και εδώ νομίζω ότι η μεταφράστρια παίρνει την μέση και καλύτερη οδό. Ακολουθώντας επιλογές που είχαμε δει προηγουμένως σε μεταφραστές όπως ο Γιώργος Ιωάννου από την αρχαία και ο Βρασίδας Καραλής από τη βυζαντινή γραμματεία, δεν διστάζει να κρατήσει αυτούσιες λέξεις του πρωτοτύπου, που ενώ στα συμφραζόμενά τους γίνονται εύκολα κατανοητές, με τη σπανιότητά τους υποδηλώνουν την εποχή και προσδίδουν στο μετάφρασμα ύψος και φραστική ευγένεια.
Και οι δύο αυτές λύσεις, σ’ αυτό επιμένω, είναι λύσεις ποιητικές, όχι βγαλμένες από το φιλολογικό εργαστήριο. Η αρχαία τέχνη, πιστεύει η Καραγεωργίου, μπορεί να προσεγγιστεί μόνο συσχετιζόμενη με τη σημερινή - συγκρινόμενη και αναμετρώμενη μαζί της. Μόνο τότε μπορούν να έρθουν στην επιφάνεια οι ουσιώδεις τους συγγένειες αλλά και οι βαθιές τους διαφορές. Στη συλλογή της τέτοιες μπορεί να εντοπίσει κανείς πολλές. Συγγένειες θεματικές, συμπτώσεις μοτίβων διαχρονικών, όπως λ.χ. εκείνου πάνω στο οποίο βασίζεται το τιτλώνυμο ποίημα του βιβλίου, το "Ναυαγοῦ τάφος εἰμί…" του Θεοδωρίδη: ότι ο πόνος είναι αμέριστος, ότι η φύση και οι άνθρωποι γύρω μας αδιαφορούν για τους δικούς μας ολέθρους, ότι η ζωή απλώς εξακολουθεί.
Αξίζει τον κόσμο να συγκρίνει κανείς αυτόν τον νηφάλιο τόνο με τον περίφημο πίνακα του Πήτερ Μπρέγκελ του Πρεσβύτερου "Τοπίο με την πτώση του Ικάρου" που πραγματεύεται εν ολίγοις το ίδιο θέμα. Αλλά και με τα ποιήματα που πολλοί σημαντικοί ποιητές της εποχής μας (από τον Ουίνσταν Χ. Ώντεν ώς τον Γκόττφρηντ Μπεν) αφιέρωσαν στο έργο αυτό του Φλαμανδού.
Όπως αξίζει τον κόπο και να δει κανείς πώς ένα μοτίβο σαν αυτό της "αλιείας ανθρώπων", γνωστής μας κυρίως από την αλληγορική της χρήση στα Ευαγγέλια, χρησιμοποιείται εδώ κυριολεκτικά.
Ο τρόπος με τον οποίο ξεκινά το επιτύμβιό του ο Ηγήσιππος τον 3ο π.Χ. αιώνα είναι ο ίδιος ακριβώς με τον οποίο ξεκινά ο Σέημους Χήνυ ένα δικό του ποίημα, γραμμένο 22 ή 23 αιώνες αργότερα:
Ο αρχαίος ποιητής, πιστός στην κοσμοεικόνα της εποχής του, μνημονεύει με υποδειγματική λιτότητα τις υπέρτερες δυνάμεις που οριοθετούν την contitio humana, την παράδοξη αλλά άφευκτη κυκλική τους διαδρομή (ζωή-θάνατος, στεριά-θάλασσα, κέρδος-απώλεια, ακεραιότητα-κατακερματισμός, τα ψάρια τροφή του ανθρώπου - ο άνθρωπος τροφή των ψαριών):
Ο νεώτερος ομότεχνός του, αντίθετα, καταθέτει πρώτα απ’ όλα ένα πολιτικό και κοινωνικό σχόλιο. Η απαγόρευση των εκτρώσεων στην καθολική Ιρλανδία, οι έννοιες της ενοχής και της αθωότητας, η φτώχεια και το κοινωνικό περιθώριο, η θεία και η ανθρώπινη δίκη – όλα αυτά προϋποτίθενται στο ποίημά του. Αν ο κατασπαραγμένος ναυαγός μας είναι ανώνυμος και αταύτιστος, απλλαγμένος πια ανέκκλητα από τα άχθη του ζην, το νεογνό που αλιεύθηκε στα κύματα έχει προέλευση και παρελθόν. Ως «νόθα κι εξώγαμη σπορά» είναι ένα πλάσμα του Θεού που παραμένει υπόλογο.
Στον παγανιστικό κόσμο του Ηγήσιππου, τον κόσμο της αρχαιότητας, ο θάνατος είναι το οριστικό, το ανυπέρθετο, το αυτονόητο πέρας. Κανείς στοχασμός, καμιά αναστάσιμη παραμυθία δεν τον διαπερνά. Αντιθέτως, στον κόσμο του Χήνυ, τον δικό μας χριστιανογενή κόσμο, το σκάνδαλον του θανάτου είναι μια αφετηρία – μια αφορμή για να αναλογιστούμε τη Σωτηρία ή, έστω, το εγκόσμιο υποκατάστατό της: τη Δικαιοσύνη.
* Ο ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗΣ είναι ποιητής και μεταφραστής.