
Για την ποιητική συλλογή του Κώστα Κουτσουρέλη Γράμμα στον Οδυσσέα Ελύτη (εκδ. Περισπωμένη).
Του Γιώργου Βέη
Θεατρογενής, ευρηματικός, σμιλεμένος κομψά λόγος. Απευθύνεται στον δεύτερο νομπελίστα μας με τον δέοντα, πηγαίο σεβασμό, επιζητώντας –τι άλλο;– ρηματική τουλάχιστον δικαιοσύνη.
Η γραφή εστιάζεται σε ό,τι θεωρεί άξιο να αναχθεί σε αντικείμενό της. Η αυστηρότητα του παρατηρητή οδηγεί στα άκρα τον γενικότερο απολογισμό.
Το τοπίο είναι απολύτως κατανοητό, γνωστό τοις πάσι από τους πραγματολογικούς του δείκτες. Τα πρόσωπα δεν φορούν τις συνήθεις μάσκες της εθιμοτυπικής ευπρέπειας, οι πράξεις και οι παραλείψεις τους μεγεθύνονται επαρκώς σημασιολογικά, οι δε αποτιμήσεις διακρίνονται για την ιδιαίτερη καυστικότητά τους. Η δυστοπία υπαγορεύει σαφώς τις συμπεριφορές αδιεξόδου. Θα μπορούσε να αφορούσε σε πλείστες εθνότητες σήμερα αυτή η ατμόσφαιρα άλγους. Εννοώ ακριβώς: «Υπάρχουμε ακόμα. /Όρθιοι οι περισσότεροι /κι άλλοι γονατιστοί, /έρποντας κάποιοι /σαν τις γουστέρες τις ξερές στον ήλιο /ή από γωνιά σ’ άλλη γωνιά τρεκλίζοντας /σαν στραβοκουρντισμένα παιχνιδάκια». Η γραφή εστιάζεται σε ό,τι θεωρεί άξιο να αναχθεί σε αντικείμενό της. Η αυστηρότητα του παρατηρητή οδηγεί στα άκρα τον γενικότερο απολογισμό. Η ηθική αποξήρανση ελέγχεται με δριμύτητα, η απώλεια ιδανικών τεκμαίρεται τετελεσμένη, η ατελεύτητη ανακεφαλαίωση των παθών μας καθίσταται εν τέλει ανιαρή.
Οι νεκροί ποιητές παρίστανται νοερώς, καυτηριάζοντας την παρατεταμένη αβελτηρία της κοινωνικής ομάδας. Παραπέμπω ενδεικτικά στα εξής χαρακτηριστικά: «Γιατί το ξέρετε / κύριε / καλά – /το ξέρετε όσο κι εγώ: / τίποτα δεν υπάρχει εδώ / άξιο να σταθεί / δίπλα σ’ ένα σας στίχο. / Δεν έχει δόντια και λαρύγγι η ομορφιά –/ δεν έχει γλώσσα καν / δική της να μιλήσει. / Πάρτε το απόφαση λοιπόν, / βγάλτε επιτέλους τον σκασμό / κι αφήστε το Μηδέν να τραγουδήσει!». Αντιλαμβάνομαι ότι εδώ υπονοούνται, μεταξύ άλλων, οι καίριες κρίσεις του Οδυσσέα Ελύτη, όπως κατατίθενται στην Ιδιωτική Οδό, ήτοι: «δυστυχώς, οι άνθρωποι αποκτούν εύκολα μεγάλη παιδεία, και σε ό,τι απαιτείται μονάχα εγκέφαλος διαπρέπουν· σε ό,τι όμως απαιτείται να μετέχουνε οι αισθήσεις, υπνώττουν» (βλ. συγκεκριμένα στο "Πρόσω ηρέμα" στη σελίδα 66).
Η αναπλαστική δύναμη του καλώς συγκερασμένου στίχου ενεργεί σύμφωνα με το πρωταρχικό κειμενικό σχέδιο. Εξ ου και η εξόφθαλμη διατήρηση της ρητορικής ορμής σε όλα τα μέρη του προκειμένου Γράμματος.
Η αναπλαστική δύναμη του καλώς συγκερασμένου στίχου ενεργεί σύμφωνα με το πρωταρχικό κειμενικό σχέδιο. Εξ ου και η εξόφθαλμη διατήρηση της ρητορικής ορμής σε όλα τα μέρη του προκειμένου Γράμματος. Συγκρατώ επίσης ότι η ετυμηγορία του ήδη πολυβραβευμένου Κώστα Κουτσουρέλη δρα ως πληθυντική κατ’ εξοχήν. Γράφει δηλαδή ως να ήταν πολλοί. Ως να ήταν εξουσιοδοτημένος από μια σιωπηλή, αλλά όχι αδιάφορη αστική ομήγυρη. Έτσι το άτομο συμπυκνώνει εντός του επιθυμίες, τρόπους, άγχη, φοβίες, εμμονές και επιδιώξεις, θεμιτές και μη, των άλλων. Εξ ου και η αυθεντικότητα της καταδήλωσης που απομονώνω για τις ανάγκες της εποπτικής στιγμής: «Δεν είναι αυτός φόβος μονός∙ /το νιώθω πλήθος μέσα μου, /μέσα μου άνθρωποι στοιβάζονται διαρκώς /-τρέχουν σκοντάφτουν σωριάζονται /ματώνουν σηκώνονται τρέχουν- /πάλι και πάλι/ μ’ άρρωστη εμμονή /πρόθυμοι όλα να τα υποστούν /φτάνει να πείσουν /να πειστούν /πως είναι ακόμη». Αυθόρμητα θα μπορούσε να παραβάλει κανείς και τη συναφή, σημαίνουσα απόφανση από τον Μικρό ναυτίλο του Οδυσσέα Ελύτη: «Είσαι νέος –το ξέρω– και δεν υπάρχει τίποτε... όμως ε ί σ α ι ». Εννοώ λοιπόν ότι δεν πρόκειται για τη διάρθρωση ενός στείρου μονολόγου. Η άλλη πλευρά, ήτοι ο παραλήπτης του Γράμματος, αποφαίνεται ή ενίοτε φαίνεται να αποφαίνεται μέσα από επιλεγμένα χωρία της ευρύτερης παρακαταθήκης του. Κοντολογίς, η ροή των εμμέσων πλην σαφών παραπομπών στο ελυτικό ποιητικό σώμα προσδίδει στο διακειμενικό αυτό εγχείρημα του Κώστα Κουτσουρέλη ιδιαίτερη αισθητική αξία.
* Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΕΗΣ είναι ποιητής.
Γράμμα στον Οδυσσέα Ελύτη
Κώστας Κουτσουρέλης
Περισπωμένη 2014
Σελ. 32, τιμή εκδότη €6,50