Για την ποιητική συλλογή της Στέλλας Γεωργιάδου Αμφίβια εγώ (εκδ. Γαβριηλίδη).
Του Παναγιώτη Γούτα
Η Στέλλα Γεωργιάδου, γεννημένη στη Χαλκιδική και με σπουδές στην Αρχιτεκτονική στο ΑΠΘ, ζει και εργάζεται στη Θεσσαλονίκη. Από το αυτί του ποιητικού της βιβλίου πληροφορούμαστε πως ασχολείται συστηματικά με τη συγγραφή ποιημάτων από το 2006, δηλαδή εδώ και μία δεκαετία. Της συλλογής Αμφίβια εγώ προηγήθηκε η πρώτη ποιητική της συλλογή Μάσκα οξυγόνου, που κυκλοφόρησε πριν από μια πενταετία, το 2011, πάλι από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης.
Η πρώτη εκείνη δουλειά της Γεωργιάδου με έκανε να την προσέξω ως πρωτοεμφανιζόμενη ποιήτρια και να τη συμπεριλάβω σε μια μικρή μελέτη μου για 12 νέες ποιητικές φωνές της Θεσσαλονίκης, που δημοσιεύτηκε το περασμένο καλοκαίρι στο περιοδικό Poetix, και στην οποία σημείωνα τηλεγραφικά για την ποίησή της πως τη διακρίνει «θεματική ποικιλία, εσωτερικότητα, λεπταίσθητη ειρωνεία και μία τάση να γράφει ποιήματα για την τέχνη της ποιήσεως». Επισήμανα ακόμα πως «το εγώ εναλλάσσεται στους στίχους της με το εσύ σε μια προσπάθεια προσέγγισης του άλλου, ενώ συχνά οι ποιητικές αντιθέσεις δίνουν χρώμα και υπόσταση σε πρόσωπα και καταστάσεις» Τέλος, κατέληξα συμπερασματικά πως «παρότι στην ποίησή της υπάρχει περιττός φλοιός που θα ήθελε βαθύτερο πελέκημα και μεγαλύτερη πύκνωση λόγου, το τελικό αποτέλεσμα κρίνεται ικανοποιητικό». Θυμίζω ένα μικρό, αντιπροσωπευτικό της γραφής της, ποίημα, από την πρώτη συλλογή της: Τα λουλούδια του καλοκαιριού / είναι της αυταπάρνησης δώρα / θυσιάζουν την πολύχρωμη εκρηκτικότητά τους / και σεμνά χαμηλώνουν τα μάτια / Μονοετές το όνειρό τους.
Η γραφή της, δίχως να απολέσει το χαμηλόφωνο, ειλικρινές, σεμνό και ψιθυριστό της τόνο, γίνεται πιο ευθύβολη και ευκρινής, τα νοήματα και οι έννοιες πυκνώνουν.
Με τη δεύτερη συλλογή της με τον υπαινικτικό και αμφίσημο τίτλο Αμφίβια εγώ, η Γεωργιάδου δείχνει να κάνει βήματα μπροστά, αναφορικά με την τέχνη της ποιήσεως αλλά και την τεχνική της. Η γραφή της, δίχως να απολέσει το χαμηλόφωνο, ειλικρινές, σεμνό και ψιθυριστό της τόνο, γίνεται πιο ευθύβολη και ευκρινής, το συναίσθημά της δείχνει να μεστώνει, τα νοήματα και οι έννοιες πυκνώνουν, τα μακροσκελή και κάπως φορτωμένα με υπερβολικό συναίσθημα ποιήματα λιγοστεύουν σε αριθμό κατά πολύ, γενικώς δείχνει πιο κατασταλαγμένη και ώριμη ως ποιήτρια, σε σχέση με το κάπως αμήχανο, προ πενταετίας, ξεκίνημά της.
Ο ειρωνικός λόγος λειτουργεί και πάλι εύστοχα: «Σπουδαίο νέο! Χρόνια περίμενα / κάτι να μ’ αποκόψει / από την εμμονή / της άγριας δύσης των αισθήσεων». Από το πρώτο της κιόλας ποίημα, που δάνεισε τον τίτλο του στη συλλογή, προσδιορίζει την ψυχική της κατάσταση, και «παίζοντας» με λέξεις και έννοιες πολυφορεμένες στην ποίηση, και που, ίσως, έχασαν με τις τόσες επαναλήψεις το αρχικό σημασιολογικό τους φορτίο, – κάτι που η ποιήτρια, φαίνεται, πως με κάποια πικρία αλλά και σκεπτικισμό, το έχει αντιληφθεί – έννοιες όπως «αισθήσεις», «παραισθήσεις» και «αισθήματα», γράφει: «Αποξεχνιόμαστε – προσωρινά – / ταΐζοντας μ’ αισθήματα / κάθε καινούριο μύθο / Γινόμαστε έτσι ανθεκτικοί / και στο βουνό και στο βυθό / και στα αναμεταξύ τους ρεύμα / Κι ανάλογα στρεφόμαστε / απ’ τα παθήματα στα πάθη // Ανεμοδούρες στου καιρού τη θέληση».
Αμφίβια, λοιπόν, η ποιήτρια, αμφίβιος ο λόγος της, απότομα βυθίσματα, από τον ίλιγγο του ύψους στον βυθό της ζωής, κι ένα ρεύμα αναμεταξύ τους που οδηγεί απ’ τα παθήματα στα πάθη, καθιστώντας μας διάτρητους, ευάλωτους, ανίσχυρους μπροστά στη θέληση του καιρού μας. Νομίζω ιδανικός τρόπος, ιδανικός ποιητικός υπαινιγμός για να μας προδιαθέσει για το τι θα επακολουθήσει στις σελίδες του βιβλίου της.
Θα επικεντρωθώ, σε τέσσερα μόνο σημεία, κατά τη γνώμη μου βασικά, για τον σχολιασμό της ποίησης της Γεωργιάδου. Κάνοντας κάποιες γενικές παρατηρήσεις και σχόλια με παράθεση-επιβεβαίωση των λεγομένων μου βάσει κάποιων στίχων της ή και μικρών ποιημάτων της.
Σε ολόκληρη τη συλλογή υπάρχει μια διάχυτη ελεγχόμενη μελαγχολία, που συχνά φανερώνεται ή, καλύτερα, επιτείνεται στα κλεισίματα των ποιημάτων με μεμονωμένους στίχους που θυμίζουν βέλη βουτηγμένα στην πίκρα.
Σε ολόκληρη τη συλλογή υπάρχει μια διάχυτη ελεγχόμενη μελαγχολία, που συχνά φανερώνεται ή, καλύτερα, επιτείνεται στα κλεισίματα των ποιημάτων με μεμονωμένους στίχους που θυμίζουν βέλη βουτηγμένα στην πίκρα. Μια πίκρα και μια μελαγχολία ωστόσο που η έκφρασή τους απαλύνει την ψυχή της ποιήτριας, κάποιες στιγμές, μάλιστα, η κατάθεσή τους προκαλεί ένα είδος γοητείας, απόλαυσης, ακόμη και αυταρέσκειας στην ίδια. Αντιγράφω τέτοιους στίχους και κλεισίματα ποιημάτων της: «Ανεμοδούρες στου καιρού τη θέληση», «Τα καμένα δέντρα σύμβολα του νέου τρόμου / σπατάλη, γύμνια, ανυδρία», «και τα θολά νερά επιθανάτιος ρόγχος», «ένας παράδεισος στην αγχόνη», «Ζοφερό το μέλλον κραυγάζει», «Πουλήσαμε φτηνά ό,τι κι αν πεις», «Η πίκρα του καφέ ομολογεί / πως άνοιξη δεν ήταν», «Καμιά φορά οι λέξεις / των πεπραγμένων / γίνονται το φορείο ή το φέρετρο», «Ο επόμενος σταθμός / στη γοητεία του μηδενός. / Κατεβαίνω», «Σαν να ’χει μέσα της απόλαυση, αυτή η πεπρωμένη απώλεια», «Δι’ ευχών κι απωλέσθη ο άνθρωπος», «Θάνατος ήσουν και πέρασες» κτλ.
Κάποια ποιήματα της Γεωργιάδου κρύβουν ή φανερώνουν καθαρά σαρκασμό και ειρωνεία, στις σωστές τους δόσεις και αναλογίες, ώστε να μην διαταραχτεί ή ακυρωθεί ο χαμηλόφωνος ρυθμός του ποιήματος. Ο σαρκασμός αυτός και η ειρωνεία εντοπίζονται συχνά σε αναρωτήσεις ή ρητορικού τύπου φράσεις της ποιήτριας, και νομίζω πως λειτουργούν σωστά μέσα στο ποίημα. Αντιγράφω: «Τι σας ενόχλησαν, κύριε / οι διάφανες μελαγχολίες μου;», «Ποιος θα σας προστατέψει τώρα / Κύριε / από τις καθημερινές ευτέλειες / και τη σκληράδα του φωτός;», «Είναι ελευθέρα η είσοδος / ή θα πληρώσουμε προκαταβολικά για τ’ όνειρο;» ή στίχους του τύπου: «Μην τεμαχίζετε αμέσως. / Περιμένετε. / Ποτέ δεν τρώγονται ζεστά / τα προϊόντα της απώλειας» Σε παρόμοιες αναρωτήσεις ή τέτοιου είδους ειρωνικούς-σαρκαστικούς στίχους νομίζω πως η Γ. έχει επηρεαστεί ή, αν θέλετε, επικοινωνεί ποιητικά με γνωστές ποιήτριες της πόλης μας όπως η Χλόη Κουτσουμπέλη ή η Ευτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου, που, πάντως, έχουν δουλέψει πιο μεστά και σε μεγαλύτερο ποιητικό βάθος πάνω στον τρίπτυχο ειρωνεία-σαρκασμός-υπαινιγμός στα ποιήματά τους.
H Γεωργιάδου βρίσκει τον αυθεντικό ποιητικό της εαυτό και η φωνή της αποκτά δύναμη, αρτιότητα και φυσικότητα, κυρίως στα μικρής έκτασης ποιήματα, όπου λείπουν τα περιττά και υπερβολικά επίθετα, όπου υπάρχει νοηματική και συναισθηματική πύκνωση.
Υπάρχει ένας αριθμός ποιημάτων όπου ο αλληγορικός λόγος και το σχήμα της μετωνυμίας λειτουργούν σωστά και δραστικά. Αυτό συμβαίνει στα ποιήματα «Τελευταία επιθυμία», «Διαφθορά», «Λόγου χάριν», «Επικίνδυνες μαγειρικές» κτλ. Επίσης τρία ποιήματα της συλλογής είναι αφιερωμένα σε «κεκοιμημένους», αγαπημένα πρόσωπα της ποιήτριας, που η αναπόλησή τους προκαλεί γνήσια νοσταλγία, συγκίνηση και σπαραγμό στην ίδια. Μιλώ για τα ποιήματα «Κοιμήσου Έλλη», «Εις μνήμην (Μόσχου Δαρβούδη)» και «Εραστής της ζωής» (στη μνήμη του παππού Μιχάλη)
Τέλος η Γεωργιάδου νομίζω πως βρίσκει τον αυθεντικό ποιητικό της εαυτό και η φωνή της αποκτά δύναμη, αρτιότητα και φυσικότητα, κυρίως στα μικρής έκτασης ποιήματα, όπου λείπουν τα περιττά και υπερβολικά επίθετα, όπου υπάρχει νοηματική και συναισθηματική πύκνωση, και η δραματικότητα του ποιήματος οφείλεται αποκλειστικά στη χρήση και στην ενέργεια του ρήματος. Τρία τέτοια ποιήματα, που τα ξεχώρισα από το σύνολο του βιβλίου, είναι τα: «Διαφθορά» (σελ. 14), «Παραγγελιά» (σελ. 26) και «Επικίνδυνες μαγειρικές» (σελ. 27).
Ολοκληρώνοντας, νομίζω πως η Στέλλα Γεωργιάδου., με τη δεύτερη ποιητική της κατάθεση Αμφίβια εγώ έχει βελτιωθεί σημαντικά σε τεχνική και ποιητικό ύφος, έχει ωριμάσει στο γράψιμό της, και δείχνει πως έχει περιθώρια περαιτέρω εξέλιξης στο μέλλον. Κυρίως, διανύοντας τα ανάλογα ποιητικά χιλιόμετρα, νομίζω πως βρίσκεται στον σωστό δρόμο, αρκετά κοντά θα τολμούσα να πω στην επίτευξη του σημαντικότερου στόχου κάθε υπό εξέλιξη ποιητή: Να αποκτήσει, κάποια στιγμή, μια πρωτότυπη, ευκρινή, ξεκάθαρη και αναγνωρίσιμη ποιητική φωνή.
* Ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΓΟΥΤΑΣ είναι συγγραφέας και εκπαιδευτικός στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση.
Αμφίβια εγώ
Στέλλα Γεωργιάδου
Γαβριηλίδης 2015
Σελ. 64, τιμή €8,48