Για την ποιητική συλλογή του Δημήτρη Χαρίτου, Οι άφαντοι (εκδ. Κίχλη).
Της Ευτυχίας-Αλεξάνδρας Λουκίδου
Υπάρχουν άνθρωποι που την Τέχνη της Ποίησης την πλησιάζουν με πόδια γυμνά, περπατώντας ανάλαφρα, λες και πατούν επάνω σε λέξεις εύθραυστες, με σεβασμό ξεχωριστό στην ιερότητα του σκοπού, αρνούμενοι να στριμωχθούν στη χορεία των πολλών που φωνασκούν και συναλλάσσονται. Ο Δημήτρης Χαρίτος, ποιητής της Β΄ Μεταπολεμικής γενιάς, εμφανίστηκε στα γράμματα το 1955 με την Ιστορία του Απρίλη, μία σύνθεση ερωτική. Στη συνέχεια το 1961 γράφει τη συλλογή Περιπέτειες με τον ήλιο, τη θάλασσα και τον έρωτα, το 1980 κυκλοφορούν οι Μανδραγόρες, ποιητική σύνθεση με εμβόλιμα στοιχεία Λαογραφίας και 29 χρόνια μετά, το 2009, δημοσιεύει τη συλλογή Μυθεύματα κι Αυτοβιόγραφα, μια συλλογή αυτή τη φορά αυτοτελών ποιημάτων. Από το Γενάρη του 2014 κρατούμε στα χέρια μας την πέμπτη ποιητική του σύνθεση.
Η μνήμη διανθισμένη με στοιχεία παράδοσης και μυθολογίας, λειτουργεί ως σώμα που πλέει μες στον χρόνο ανοίγοντας διακειμενικό διάλογο με τον Ελύτη, τον Σολωμό, τον Herman Melville, τον Σεφέρη, τον James Joyce και τον Σαχτούρη.
Οι άφαντοι, διαρθρωμένοι σε 8 επιμέρους ενότητες «Λωτοφάγοι», «Προανάκρουσμα», «Γέεννα», «Νηπενθές», «Νεκρόδειπνο», «Δοξαστικό», «Cantabile» και «Νέκυια», είναι μία κατάθεση που αναφέρεται στην ιστορική μνήμη. Η μνήμη αυτή διανθισμένη με στοιχεία παράδοσης και μυθολογίας, λειτουργεί ως σώμα που πλέει μες στον χρόνο ανοίγοντας διακειμενικό διάλογο με τον Ελύτη, τον Σολωμό, τον Herman Melville, τον Σεφέρη, τον James Joyce και τον Σαχτούρη σε ένα πλαίσιο αποσπασματικών νύξεων που αφορμίζονται από το νόημα και κατευθύνουν την έμπνευση σε πεδία υψηλού λυρισμού και κυματιστής άρθρωσης.
Το νησί της Σαντορίνης και οι αρχαίοι κάτοικοί του είναι δεμένοι με ένα μυστικό, αυτό της ανεξήγητης εξαφάνισής τους από προσώπου γης, όταν το 1500 π.Χ. κατά την έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας υλικά τέφρας και μύδρων εκτοξεύτηκαν και κάλυψαν το νησί με πάχος πάνω από 30 μέτρα. Η ολοσχερής καταστροφή ενός ιδιαίτερα μεγάλου τμήματος του νοτιοδυτικού άκρου του είχε ως αποτέλεσμα την καταβύθιση της πόλης του Ακρωτηρίου και μαζί φυσικά τον μυστηριώδη, θα λέγαμε, αφανισμό των κατοίκων του. Ενώ δηλαδή θα περίμενε κανείς η λαίλαπα τούτη να αφήσει πίσω της θύματα ανάλογα με αυτά της Πομπηίας, εντούτοις κανένα ίχνος ζωής, σκελετών ή μουμιοποιημένων πτωμάτων δεν αναβρέθηκε.
Σε τούτη τη σπονδυλωτή αφήγηση ο ποιητής αναλαμβάνει ρόλο σωτήρα και αναστηλωτή. Και φυσικά η αναστήλωση είναι διττή. Από τη μια αντιδικεί, όπως λέει, με τη λήθη αναζητώντας σημάδια των αφάντων μέσα σε μιαν ατμόσφαιρα ηφαιστειακής ερήμωσης αλλά και ερεβώδους Νέκυιας, κάτι σαν χρέος στον τόπο που υπήρξε και τώρα πλέον όχι. Ή σαν ελάχιστη απότιση φόρου τιμής στη ζωή που, αν και πέρασε, εντούτοις κανένα ίχνος της δεν το επιβεβαιώνει. Εξ’ ονόματος θαρρείς των μακρινών συγγενών των αφάντων αναλαμβάνοντας την εύρεση έστω και των ελάχιστων στοιχείων που να μαρτυρούν κάτι από τη φυγή τους, εντέλει μετατρέπεται και ο ίδιος σε συγγενή πρώτου βαθμού, που τους αναζητά. Από την άλλη, μια πιο προσεκτική ματιά ίσως να φανερώσει σε ορισμένους ότι εκείνο που εντέλει αναζητά δεν είναι τόσο εκείνοι όσο έναν τρόπο, ώστε -όπως αυτοί- να μην αφήσει κάποιος ίχνη πίσω του, τώρα ειδικά που τόσο επιτακτική προβάλλει η ανάγκη της φυγής. Και φυσικά μιλώ για φυγή από εύτακτους βίους και ζωές ήδη από καιρό αγνοημένες. Εκκινώντας λοιπόν από το νησί και τους άφαντους κατοίκους του, ο ποιητής εμπλέκεται σε ένα παιχνίδι αλλεπάλληλων διερωτήσεων οι οποίες, με το νησί σε πρώτο πλάνο, ουσιαστικά φωτίζουν έμμεσα -μα όχι αμυδρά- την ατομική περίπτωση.
Ένας άπατρις και σύγχρονος άνθρωπος που ανάμεσα στο αρχέγονο και στο υπερβατικό αναζητά να ορίσει επακριβώς τον τόπο, για να εγκαταστήσει σε αυτόν τη μνήμη.
Αναλαμβάνει λοιπόν να ερμηνεύσει, να διασώσει και να δικαιώσει όχι την αδαπάνητη ομορφιά του νησιού αλλά την αδαπάνητη μνήμη, μετατρέποντας τη λέξη-στίχο του σε σήμα-τάφο του νοήματος. Και φυσικά εδώ προκύπτει το ερώτημα: και ποιο είναι το νόημα ή, αν θέλετε, πού ανακύπτει ο συσχετισμός; Το νόημα που προβάλλει ανάγλυφο μέσα απ’ τη σύνθεση αυτή είναι πως η παντελής απουσία στοιχείων ανθρώπινης ταυτότητας που χαρακτήρισε το νησί από την ηφαιστειακή έκρηξη και πέρα, είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την απώλεια και του παραμικρού ίχνους που να παραπέμπει σ’ εκείνο που η κάθε ατομική περίπτωση είχε οραματιστεί για τον εαυτό της με τον ερχομό της σε τούτη τη ζωή. Ένας άπατρις και σύγχρονος άνθρωπος που ανάμεσα στο αρχέγονο και στο υπερβατικό αναζητά να ορίσει επακριβώς τον τόπο, για να εγκαταστήσει σε αυτόν τη μνήμη. Τη δική του μνήμη, αυτήν που προηγείται της καταστροφής και αναζητά μέσα από τους κατοίκους αυτού του νησιού την ανασύνθεση και την επανασύνδεση με την αρχή του που ίσως να είναι και το τέλος του.
Και οι ζωές σας έστω κι απόμακρες / Ομφάλιος λώρος της δικής μου.
Ο Χαρίτος αρνείται πεισματικά να συμπλεύσει με την αμνημοσύνη του καιρού που διανύουμε, αρνείται να αναθέσει στο άλλοθι του χρόνου το ξεγέλασμα και φυσικά την αποσιώπηση.
Τώρα είναι οι άλλοι καιροί που σε ξεγελάνε / Μνήμης μεταλλαγμένης φυρονεριές κι αλισβερίσια.
Η αναζήτηση του ποιητή υποκινείται στο «Προανάκρουσμα» από τα είδωλα των ίδιων των κατοίκων που φανερώνονται μπροστά του και σαν ανάγλυφα είδωλα-σκιές παραστέκουν σιωπηλοί στον αγώνα αναστήλωσής τους στον χρόνο. Το πρόσωπο μεταμορφώνεται σε εκμαγείο και το κενό του άψυχου έρχεται οικειοθελώς ο ποιητής να συμπληρώσει και να τους καθησυχάσει. Γιατί οι αμίλητοι ψαράδες που του φανερώνονται ξεμπλέκοντας από τα δίχτυα τους αστρολάβους, αναγνωρίζουν σ’ αυτόν την ύστατη ελπίδα της διάσωσής τους. Άλλωστε, το απόλυτα κοινό στοιχείο με το οποίο ενώνονται μέσα στα χρόνια εκείνοι μαζί του, δεν είναι τόσο ο τόπος, εν προκειμένω η Ελλάδα, ούτε βεβαίως η ταυτότητα, του ανθρώπου ανά τους αιώνες, αλλά κάτι άλλο βαθύτερο και πιο διαβρωτικό. Είναι η συμφορά. Εκείνη στο μεδούλι τους φωσφορίζει και λάμπει και τους καλεί σε μια αιώνια αναδίπλωση
Παρακατάθεμα αιώνων, κι από γενιά σε γενιά.
Στην ενότητα «Γέεννα», μια συγκλονιστική περιγραφή της έκρηξης και της καταστροφής παραπέμπει σε συνταρακτικές εικόνες της Αποκάλυψης, και όχι βέβαια μόνο διότι προτάσσεται το εδάφιο 16, 20 του Ιωάννη: «Και πάσα νήσος έφυγε, και τα όρη ουχ ευρέθησαν.» αλλά διότι η κόλαση που κόχλαζε κι ο χαλασμός που επακολούθησε και για το ίδιο το νησί αλλά ακόμη και για χώρες μακρινές από αυτό, είχαν ως συνέπεια τους τρεις καταληκτικούς στίχους που συγκλονίζουν:
Τούτη η παρήχηση του «χι», χάθηκαν όλα στο χαίνον χάσμα, θαρρείς και λειτουργεί σαν υπαινιγμός εικαστικός που αναλαμβάνει να αποτυπώσει τον ολοσχερή αφανισμό της ομορφιάς και των ανθρώπων, διαπερνώντας απ’ την αριστερή επάνω άκρη της εικόνας μέχρι τη δεξιά κάτω και αντιστρόφως με δυο μεγάλες τέμνουσες ευθείες, ένα υπερμέγεθες «χι» δηλαδή που διαγράφει ό,τι προϋπήρξε.
Και ενώ αναρωτιέται στον «Νεκρόδειπνο» πώς γίναν άφαντοι ακόμα κι απ’ το όνειρο όλοι αυτοί οι φυγάδες, πώς ούτε ένας τους δε γύρισε να πει τι απογίνανε,
Να μάθουμε θρήνος ή γιορτασμός η απουσία σας; επιστρέφει με τον γνωστό διασκελισμό από το προϊστορικό χτες στον προσωπικό χρόνο και ξεδιπλώνει τη βαθύτερη προβληματική του. Συσχετίζει τον αφανισμό και την οριστική απώλεια των όντων με την έλλειψη αγάπης. Πρόκειται για έναν υπαινιγμό διαμαρτυρία μα και καταγγελία ταυτόχρονα για την πραγματική αιτία του θανάτου.
Κι αν θάνατος ορίζεται ως το κάθετί αμετάκλητο, τότε αυτόν τον θάνατο τον αποδίδει ο ποιητής στην απουσία της αγάπης.
και συνεχίζει παρακάτω:
Μοιάζει σαν να απολογείται για όλον αυτό τον συρφετό των επιγόνων που δηλώνουν άγνοια για τους αγνοούμενους, σαν να απευθύνεται στους άφαντους και να τους λέει να μην παραπονιούνται, αφού και για τους ζωντανούς την ίδια αδιαφορία και άγνοια επιδεικνύουν.
Έτσι, αναλογιζόμενος την αφωνία των καιρών και τις άνυδρες μέρες που σήμερα βιώνουμε και προκειμένου να μη νιώθει μόνος και ξένος σε τούτη την ερημία, αναζητά τις αδελφές ψυχές που η μνήμη του αναλαμβάνει όχι μόνο να τις αναστήσει αλλά και να τις παρηγορήσει. Μοιάζει σαν να απολογείται για όλον αυτό τον συρφετό των επιγόνων που δηλώνουν άγνοια για τους αγνοούμενους, σαν να απευθύνεται στους άφαντους και να τους λέει να μην παραπονιούνται, αφού και για τους ζωντανούς την ίδια αδιαφορία και άγνοια επιδεικνύουν. Ως εκ τούτου και αφού έμμεσα τους περιγράφει και την παρούσα μοίρα των ανθρώπων, τους εξηγεί πως
μόνο κάτι λίγες λέξεις έχουν απομείνει / Για καταφυγή και βοήθεια.
Ο στίχος αυτός μου έφερε στο νου το ποίημα του Γιώργου Καφταντζή:
Άλλοτε, απ’ την πλούσια γλώσσα μας / έπαιρνα χιλιάδες λέξεις / μα πάλι δύσκολα κατόρθωνα να επικοινωνώ / με τους ανθρώπους, / ήταν και οι εποχές εκείνες δυσκατάληπτες. / Τώρα - μεγάλη δωρεά - / μου αρκούν για τους άλλους και τον εαυτό μου / λίγες μονάχα λέξεις: / αγάπη, θλίψη, φόβος, θάνατος / και όχι σπάνια, βοήθεια.
Στο «Δοξαστικό», ωστόσο, η γη αντιστέκεται στον αφανισμό και δεν αρκείται με όσα φτάνουν και περισσεύουν στους αρχαιολόγους, με ζωγραφιές δηλαδή στους τοίχους των σπιτιών που απεικονίζουν ερωτευμένα χελιδόνια. Η γη εντεταλμένη είναι αείποτε να ομορφαίνει και να ανανεώνεται, να παίρνει τη διάφανη βροχή και να την ακουμπά στις ρίζες της, για να φυτρώσουν πατητήρια και αλωνάκια, για να ανθίσουν λουίζες δυοσμαρίνια και αμαρυλλίδες. Η γη δοξολογεί τη γέννηση και απορροφά τα χρώματα της μέρας. Μιας μέρας που ο ποιητής προτείνει να μη δύει, αφού σε τούτο το νησί μονάχα φως ταιριάζει.
Και με ταλανίζει το άδικό σου, Θεέ μου. / Στον τόπο ετούτο τι χρειάζεται η νύχτα;
Στο «Cantabile», μια μελωδία ύφεσης, η συμφορά, η ίδια εκείνη συμφορά που σκόρπισε τότε το έρεβος και την ερήμωση, αποκτά σύγχρονο χαρακτήρα, μετουσιώνεται, ή μάλλον μεταμφιέζεται, σε μία συμφορά κεκαλυμμένη που επιδίδεται σε ατέλειωτα ταξίδια και ξεναγήσεις σε όλα τα μέρη του νησιού. Μια συμφορά την οποία μεταφέρουν καλά κρυμμένη στις αποσκευές τους οι αμέτρητες καραβιές των τουριστών, που επιμένουν να ξεχνιούνται μεθώντας από το πανηγύρι των αμπελιών. Και καταλήγει:
Στη «Νέκυια», σ’ αυτό το μεταφυσικό αντάμωμα ζώντων και τεθνεώτων, ο ποιητής μας δίνει όρκο μνήμης να είναι ισόβιος Κηδεμόνας στοργικός των παντός είδους αγριόχορτων, να μουρμουρίζει ανάμεσα σε σπαράγματα διάσπαρτων κούρων το απόσπασμα του συμβόλου της πίστεώς μας: «και πάλιν ερχόμενον μετά δόξης».
Με οδηγό του τη λαογραφία και στοιχεία της παράδοσης σ’ αυτό το οδοιπορικό της ποιητικής ανασκαφής καταλήγει ως γνήσιος ποιητής ότι εντέλει η ομορφιά του Ελληνικού τοπίου θα είναι αυτή που θα επιζήσει του αφανισμού.
Μια επιστροφή-υπόσχεση, ένας ερχομός-επαγγελία που θα συντελέσει στην επάνοδο του θαύματος και στην ακύρωση του θανάτου. Άλλωστε, τούτη η μελέτη θανάτου του Δημήτρη Χαρίτου δεν είναι παρά μια υπενθύμιση ή καλύτερα το τρίτο κουδούνι που αναγγέλλει το σβήσιμο των φώτων και την έναρξη της παράστασης του τέλους. Με οδηγό του τη λαογραφία και στοιχεία της παράδοσης σ’ αυτό το οδοιπορικό της ποιητικής ανασκαφής καταλήγει ως γνήσιος ποιητής ότι εντέλει η ομορφιά του Ελληνικού τοπίου θα είναι αυτή που θα επιζήσει του αφανισμού. Ένας υπόγειος ντοστογεφσκικός συσχετισμός περί της ομορφιάς που θα σώσει τον κόσμο, μιας ομορφιάς όμως που ενοικεί στο φως και τη διαφάνεια όχι μόνο του ελληνικού ορίζοντα αλλά και των βλεμμάτων των ίδιων των ανθρώπων.
Όταν λοιπόν οι απόντες επανεμφανιστούν, όταν η απουσία από τελεσίδικη συμπαγής κατάσταση μετατραπεί σε επάνοδο εορταστική, τότε και η καρδιά του ποιητή θα πάψει να χτυπά μόνο μέσα στα ποιήματα. Θα ανακάμψει η ελπίδα και μέσα από την επιμονή των στίχων του θα συμπληρωθεί το κενό του χρόνου, που άδειασε από τους αγνοημένους. Κατά βάθος, τη δική του ζωή και τη συνέχειά της αποζητά να αποκαταστήσει, τη δική του επανασύνδεση με την αρχή του οραματίζεται. Ταυτίζει τη μοίρα του, και τη δική μας φυσικά, με τη δική τους. Συνδέει τον ήδη συντελεσμένο προσωπικό αφανισμό με την πορεία των αφάντων, τη μοίρα της φυλής του με τη δική τους και καλεί μέσα από τούτη τη σύνθεση άπαντες τους απόντες σε έναν φωσφορικό χορό σκιών που έρχονται να δώσουν εξηγήσεις για τον τρόπο της μυστηριακής φυγής τους. Τους ανακαλεί και τους επικαλείται με την κρυφή ελπίδα, μήπως και τώρα που διάγουμε καιρούς αδυσώπητους και πονηρούς προτείνουν και σ’ εμάς κάποιο υποτυπώδες σχέδιο διαφυγής ή έστω μήπως τεχνουργήσουν μία σχεδία για την έγκαιρη και πιο επείγουσα από ποτέ διάσωσή μας.
Η ΕΥΤΥΧΙΑ-ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΛΟΥΚΙΔΟΥ είναι ποιήτρια και δοκιμιογράφος.
Οι άφαντοι
Δημήτρης Χαρίτος
Κίχλη 2014
Σελ. 32, τιμή εκδότη €6,97