Για την «ποιητική στρογγυλότητα» του Δημήτρη Δασκαλόπουλου, στη συλλογή Με δίχτυ τον άνεμο (εκδ. Κίχλη)
Του Νικήτα Παρίση
Η ποίηση θέλει αβρό άγγιγμα. Μιαν απαλή και βελούδινη αφή. Αλλιώς, δε τη διαβάζεις. Τη σκοτώνεις. Πιο πολύ το ελαφρύ, το αγαπητικό άγγιγμα, το χρειάζεται ο λόγος για την ποίηση. Εννοούμε τον μετα-αναγνωστικό λόγο, αυτόν που πάει να κρίνει, να ζυγιάσει στίχους και να πει τα δικά του ρήματα. Ρήματα για την ποίηση. Δεν αρθρώνονται εύκολα.
Αυτές οι σκέψεις γύριζαν στο μυαλό. Και γύριζαν έμμονα και επίμονα την ώρα που διάβαζα την ποιητική συλλογή Με δίχτυ τον άνεμο, φροντισμένη με την τυποτεχνική ευαισθησία των εκδόσεων «Κίχλη».
Είναι η δέκατη ποιητική πράξη του Δημήτρη Δασκαλόπουλου. Η στρογγυλότητα του αριθμού συμπορεύεται με την ουσία. Να το πω και διαφορετικά, προδηλώνοντας τη γνώμη μου γι’ αυτή τη συλλογή σχεδόν προοιμιακά: ο Δασκαλόπουλος γράφει αυτή την αριθμητική ποιητική στρογγυλότητα, χρώμενος στρογγύλω στόματι. Θέλω να πω ότι τώρα – έτσι το νιώθω – άγγιξε, στο μέγιστο, την ολόκληρη ποιητική ωριμότητα.
Άμα πεις λόγο θετικά βαρύ για ποιητικό κείμενο, πρέπει και να τον στηρίξεις. Αλλιώς, μένει λόγος μετέωρος και η τάχα βαρύτητα αλλάζει. Γίνεται κριτική ελαφρότητα. Καμιά φορά και παίζουσα θρασύτητα κούφιου λόγου.
Ο ποιητικός λόγος του Δημήτρη Δασκαλόπουλου δεν έχει, βέβαια, την ανάγκη της δικής μου υποστήριξης. Τα ποιητικά του εύσημα είναι έκτυπα και έκδηλα. Χρειάζεται μόνο να τα πλησιάσεις με ευαίσθητη και ασκημένη όραση. Με όραση που σου δίνει το «δικαίωμα» να ζυγιάσεις τους ποιητικούς τρόπους, επειδή περιέχει μέσα της πληθωρική τη λογοτεχνική παιδεία και άφθονη την κειμενογνωσία.. Σε διαφορετική περίπτωση, χάνεται η χάρη του ποιητικού λόγου. Δε νιώθεις, δεν μπορείς να νιώσεις, το άρωμα που διαχέουν στην αναγνωστική σου ανάσα οι χορεύουσες ποιητικά λέξεις. Είναι πλέον οριστικά χαμένο αυτό το λάμπον σπινθήρισμα, που παράγουν δύο ευαίσθητες λέξεις, όταν ενωθούν σε φωτεινή εκφραστική διδυμία.
Φυσικά, το ερώτημα εκρέει εύλογα: ποια είναι τα ποιητικά εύσημα, η ποιητική ρυθμική, αρμονικά συζευγμένη με το νοηματικό βάθος; Απόπειρα απάντησης: όλα τα ποιήματα έχουν έναν βαρύνοντα και ταυτόχρονα εκφραστικά «γλυκό» ρυθμό. Δεν είναι παίζουσα και ανάλαφρη η ποιητική τροπικότητα. Λόγος συγκρατημένος, με άμεσα ορατή την πειθαρχημένη κίνηση των λέξεων, την τονική χρωματικότητα και τη βελούδινη ευγένεια του ύφους.
Τελικά, ναι, έχουμε να κάνουμε με ποιητικό λόγο περίτεχνα γυμνό, με μια εκφραστική ευρηματικότητα που δεν αρέσκεται σε αφελείς και εντυπωσιακούς ποιητικισμούς, καθώς το κυρίαρχο θέμα, άμεσα ή έμμεσα, είναι ο θάνατος. Θέμα δηλαδή που δεν επιτρέπει και αποκλείει αυτόματα την ποιητική ελαφρότητα και τον παίζοντα λόγο. Και μάλιστα ένας θάνατος που δεν προβάλλεται ως αγριότητα και ως απειλή βίαιης ανακοπής της ζωής. Πιο πολύ προβάλλεται ως προσδοκώμενη βεβαιότητα και ως άφευκτη νομοτέλεια.
Στη ζωή όλα υπάρχουν: η γελαστή αιθρία της νεότητας, η επηρμένη αλαζονεία της δημιουργικής ηλικιακής κορύφωσης, αλλά και η ωραία αίσθηση που μας χαρίζει, πολύ γλυκά, το ώριμο ποιητικό μας λυκόφως.
Αν θελήσω να μιλήσω με άλλα πιο λυρικά σχήματα, πρέπει να πω και τούτο: στη ζωή όλα υπάρχουν: η γελαστή αιθρία της νεότητας, η επηρμένη αλαζονεία της δημιουργικής ηλικιακής κορύφωσης, αλλά και η ωραία αίσθηση που μας χαρίζει, πολύ γλυκά, το ώριμο ποιητικό μας λυκόφως. Από αυτό το ώριμο ποιητικό λυκόφως εκρέει και υψώνεται η ποιητική στρογγυλότητα του Δ. Δασκάλόπουλου. Τη διαβάζεις, τη διακρίνεις και την απολαμβάνεις στις λέξεις, στις φράσεις, στους στίχους.
Στο τέλος, καθώς εξελίσσεται η αναγνωστική περιδιάβαση, μέσα στα σήματα και τα σημαίνοντα των λέξεων, συσσωματώνεσαι μ’ αυτή την ποιητική στρογγυλότητα. Γιατί, πράγματι, συμβαίνει και αυτό: η στοχαζόμενη αναγνωστική όραση χωνεύεται μέσα στο ποίημα και έτσι δημιουργείται πάντα η πιο όμορφη σύζευξη: αναγνώστης και ποίημα ενώνονται σε μια ριγώσα ευτυχισμένη συλλειτουργία.
Να σταθώ, λίγο ακόμα, και σε κάποιες άλλες, εξωτερικές και εσωτερικές, προεξοχές που μου κέρδισαν το απολαμβάνον βλέμμα: τίτλοι που παραπέμπουν στον μεγάλο Αλεξανδρινό, υπαινικτικές αναφορές στον Σεφέρη, λόγος λυρικός, διαρκώς αυτοελεγχόμενος - και αυτός ενδεχομένως σεφερογενής- , καθώς και αρκετές διασταυρώσεις με άλλα κείμενα, στοιχείο που δείχνει την κειμενική παιδεία του ποιητή.
Και όταν τελειώσει η ανάγνωση, έχεις πλέον όχι απλώς την αίσθηση αλλά την ολόκληρη βεβαιότητα για τον πλήρη ανακαινισμό των πιο κοινόχρηστων και συχνόχρηστων λέξεων. Έχουν αποβάλει τη σκουριά που φορτώνει πάνω τους η καθημερινή χρήση και τριβή, και έχουν ξαναβρεί, ανανεωμένη και καινούρια, την ποιητική τους φρεσκάδα.
Τελικά, η ωραία ποίηση γεμίζει την ψυχή μας με όμορφα αρωματισμένες και νεανικές λέξεις. Ο τέλεια απηρτισμένος ποιητικός λόγος διαχέει μέσα μας κάτι σαν μια όμορφη ερωτική ανατριχίλα. Και τότε είναι που, η ανακαινίζουσα την ψυχή μας ποίηση, μας κάνει να νιώθουμε ότι «γειτονέψαμε με τ’ άστρα».
* Ο ΝΙΚΗΤΑΣ ΠΑΡΙΣΗΣ είναι φιλόλογος κα συγγραφέας.