Του Γιώργου Χ. Θεοχάρη
Αντέχουμε να έρθουμε αντιμέτωποι με το είδωλό μας;
Μέσα από ένα πολυπρισματικό πλαίσιο επιχειρεί –και κατορθώνει πειστικά– να προβάλει η Χλόη Κουτσουμπέλη, με τη συλλογή ποιημάτων της «Η αλεπού και ο κόκκινος χορός» (Γαβριηλίδης, 2009), την αρχετυπική συνάντηση, σύγκρουση και σύζευξη των δύο φύλων, καθώς με εκλάμψεις διαττόντων κατακρημνίζονται στο μαύρο βάραθρο της ανυπαρξίας.
Η συλλογή είναι γραμμένη με τη συναισθηματική οπτική της γυναίκας που ταυτίζεται με τη βιωμένη πραγματικότητα της πατριαρχικής κυριαρχίας.
Με γραφή ελλειπτική, αντιστροφές και μεταμορφώσεις, με σχήματα υπερβατά και διαρκείς αναφορές σε γυναικεία πρόσωπα και σε έργα της λογοτεχνίας, η ποιήτρια κατεργάζεται τις πρισματικές επιφάνειες και τοποθετεί απέναντι στον αναγνώστη ποιήματα-καθρέπτες, εξωθώντας τον στο παιχνίδι των αντικατοπτρισμών, προτείνοντάς του να εντοπίσει το είδωλό του και να αντέξει στην αποκάλυψη της ασημαντότητάς του.
Ποιήματα-καθρέπτες: Για το παιχνίδι της κατάκτησης και για τη γοητεία της εθελούσιας ήττας. Για την πάντα παρούσα αθωότητα της παιδικής ηλικίας με τον τρόμο, τον φόβο, την αφέλεια και τις βεβαιότητες. Για τη δοτικότητά μας στο καινούργιο που εισβάλλει ορμητικά στη ζωή μας, κι εμείς –ζυγίζοντας την απειλή και την προσδοκία– αποφασίζουμε να το δεχτούμε προσδοκώντας. Για την «πανούκλα» της συμβατικότητας, από την οποία αδυνατούμε να ξεφύγουμε, και για τον φόβο μας να ανοιχτούμε στον Άλλον, αγαπώντας τον. Για τα ψυχικά κοιτάσματα του ανθρώπου που δεν αναβλύζουν αν δεν κατέχει την τέχνη της ανασκαφής ο σύντροφός μας. Για την ερωτική συνεύρεση που εκπίπτει σε μια τυπική διαδικασία υποχρέωσης, με τον εραστή ψυχικά απόντα και τη γυναίκα –κυριευμένη από στιλπνό σκοτάδι– να πηδά στο κενό. Για την απελπισία από την ερημωμένη ζωή της γυναίκας-υποκειμένου των ηθικών θεσμοθετήσεων, η οποία καταλήγει μια Αντιγόνη που κουβαλά μαζί της τον Κρέοντα, τον οποίο αναζητά στους άντρες που αγαπά. Για τη φθορά του σώματος και της μορφής όταν «τα κυνηγόσκυλα του χρόνου / τρέχουν πιο γρήγορα από μας». Για το μοναχικό και μαύρο τρένο της αγάπης που καίει ελπίδες για να κινηθεί. Για την αξία της απουσίας, αφού πολλές φορές «ό,τι λείπει είναι αυτό που μένει», αλλά και για την αξία της ποίησης, για τη λυτρωτική της λειτουργία, ακόμα και όταν μοιάζει τυραννική.
Ως δείγμα γραφής προτείνω το ποίημα «Εύα», διά του οποίου η Χλόη Κουτσουμπέλη μιλά για τη δική της πεποίθηση ως προς τον μύθο της πτώσης από τον Κήπο της Εδέμ: «Με παρέσυρε. / Πυκνά φυλλώματα, υγρά. / Δεν φορούσε πρόσωπο. / Άγγιξα τότε ένα φίδι, την καρδιά του. / Κι ευθύς κατρακύλησα στο χώμα. / Ούτε θεός ούτε διάβολος. / Στον Κήπο τον αποκαλούσαν “άντρα”. / Στο στόμα άφηνε γεύση μήλου σε αποσύνθεση».
Γιώργος Χ. Θεοχάρης