Για την ποιητική συλλογή του Βάκη Λοϊζίδη, Γέτεμποργκ, (εκδ. Oppenheim, Landvetter 2014, Σουηδία).
Του Μάριου Μιχαηλίδη
Θα μπορούσα να αποκαλέσω την ποίηση του Βάκη Λοϊζίδη ως μια θαρραλέα ρωγμή στα ποιητικά πεπραγμένα που, κατά κανόνα, τα τελευταία χρόνια επαναλαμβάνονται σαν μόνιμη επωδός με ελαφρές παραλλαγές. Ασφαλώς, δε λείπουν οι θαυμαστές εξαιρέσεις που διασώζουν την τιμή της ποίησης.
Ο ποιητής ανήκει στη νέα γενιά των Ελλήνων ποιητών που κατάγονται από την Κύπρο και ζουν μόνιμα στη Μεγαλόνησο. Χαρακτηριστικό γνώρισμα της ποίησής του, η ενσυνείδητη άρνηση -ή το τόλμημά- του να εγκλωβιστεί και να περιπλακεί στην αρτάνη της εντοπιότητας, που ως κανόνας ακολουθεί εδώ και χρόνια τη λογική της εθνικής και ειδολογικής κατηγοριοποίησης των ποιητών.
Στο θέμα αυτό μπορεί ο καθένας να έχει τις δικές του απόψεις, χωρίς ασφαλώς να αρνείται τη χρησιμότητα ή και την αναγκαιότητα του όρου “εντοπιότητα” για γραμματολογικούς κυρίως λόγους. Δεν μπορεί, όμως, σήμερα να εξακολουθεί ο ίδιος όρος να αποτελεί το μέτρο της ποιητικής αυθεντικότητας. Ο κοσμοπολιτισμός εδώ και χρόνια είναι η ταυτότητα πολλών ποιητών, που ποτέ και κανείς δεν τους αρνήθηκε την γνησιότητα της γραφής τους.
Ο Βάκης Λοϊζίδης είναι ένας ποιητής με έκδηλη την τάση του κοσμοπολιτισμού και με ιδιάζουσα ποιητική ιδιοσυγκρασία.
Ο Βάκης Λοϊζίδης είναι ένας ποιητής με έκδηλη την τάση του κοσμοπολιτισμού και με ιδιάζουσα ποιητική ιδιοσυγκρασία. Ο τίτλος της νέας του δίγλωσσης συλλογής Γέτεμποργκ, είναι η φερώνυμη πόλη-λιμάνι που ως ένα μεγάλο βαθμό καθόρισε τη ζωή του (Άνοιξη στο Γέτεμποργκ, σελ. 15):
Έτσι την λεν την πόλη-λιμάνι στο βορρά οι ντόπιοι/Έτσι θέλω κι εγώ να την γνωρίζω/με το αληθινό της όνομα/ κι όχι αγγλιστί/ όπως οι ολιγοήμεροι επισκέπτες/ με τις προσχεδιασμένες μνήμες/Γιατί γυναίκα μεγαλωμένη στην πόλη αυτή αγάπησα (…).
Τα ποιήματα της συλλογής χαρακτηρίζονται από ωριμότητα που την αποκαλύπτουν η εκφραστική άνεση, η ρέουσα γλώσσα και ιδίως η ανεπιτήδευτη χρήση της μεταφοράς (Φρούτα από φυσητό γυαλί, σελ. 37): Ο υαλουργός γίνεται δέντρο/καθώς φυσάει το γυαλί/Γίνεται πουλί/Ραμφίζει τα φρούτα (…).
Το ίδιο, με μεγαλύτερη, ωστόσο συγκρατημένη ένταση, παρατηρείται στο ποίημα Για τον Φέλιξ Λίντπεργκ (σελ.19), όπου ο ποιητής βλέπει τον ευεργέτη που περπατά μετά θάνατον/ στο κέντρο της πόλης/αντίκρυ στον Έρικσον/Οι γλάροι ξαποσταίνουν/ στο ψηλό του καπέλο/Οι περιηγητές εκπλήττονται/με το μικρό του ανάστημα/Η πόλη βάζει στην καθημερινότητά της τον μεταθανάτιο περίπατό του/κι οι φοιτητές του πολυτεχνείου (…)/Του βάζουν ένα τεράστιο λουλούδι στο πέτο (…).
Εδώ, η μεταφορά και το φαντασιακό, υποτάσσονται σε μία ποιητική θεατρικότητα με “δρώντα πρόσωπα” τον νεκρό Λίντμπεργκ που περπατά, με μια δέσμη λουλούδια/κρατημένη διακριτικά/στο πίσω μέρος του φράκου (…) τους γλάρους, τους κατάπληκτους περιηγητές και τους ευγνώμονες φοιτητές.
Κι αν το ταξίδι του θανάτου είναι τόσο μικρό, αφού η μοίρα των νεκρών είναι γρήγορα να αποξεχνιούνται, η ζωή της ποίησης είναι αιώνια.
Όμως στον ίδιο χώρο, λίγο μόνο πιο έξω από τη μαγική πόλη του Γέτεμποργκ, όπου η νύχτα τον έρωτα τον θέλει μόνο για τον εαυτό της (Θεατρικό, σελ.25), η ποιητική ματιά του Λοϊζίδη καταγράφει μιαν ισχυρή αντίθεση. Απέναντι στην ευκρασία που προκαλεί η φαντασιακή περιδιάβαση της φιλανθρωπίας του Λίντμπεργκ, παραθέτει την εικόνα της καθηλωμένης στα κρύα παγκάκια φτώχιας και εξαθλίωσης (Γειτονιές μεταναστών, σελ. 23): Ανθρώπους με χαμένες πατρίδες/και μνήμες από τόπους ζεστούς/συναντώ στα παγκάκια της Γιέλμπου/Διαβιώνουν υπό το μηδέν/Μιλούν σπαστά σουηδικά/και περιμένουν το καλοκαίρι/ Το ταξίδι για το βορρά/ ήταν το πιο μακρινό/Το πιο ακριβό/Ο μεσάζοντας δεν έκανε σκόντο (…)
Η αναμονή των μεταναστών στο κρύο καταγράφεται ωσάν σιωπηλή προσδοκία ονειρικού νόστου, μιας αποδημίας ή εκδημίας που θα συντελεστεί με τη συνέργεια της μνήμης σε χώρους θαλπωρής.
Εκτός των άλλων, στη νέα δουλειά του Λοϊζίδη, στοιχείο που ιδιαίτερα θέλγει είναι η στοχαστική αυτοαναφορικότητα. Τη στιγμή που ορισμένοι στίχοι, φαινομενικά απλοϊκοί στην εκφορά τους, ακολουθούν τη λογική της επεξηγηματικής παράθεσης, το ποίημα κορυφώνεται, χωρίς όμως να θορυβεί: (Καθώς οι μνήμες ταξιδεύουν, σελ. 17):
Από τότε που μνήμες σουηδικές/μπήκαν στο σπίτι μου/Τα παιδικά σου χρόνια στο Βίμερμπι/Το κόκκινο σπίτι στο Λόκνεβι/Η μοναξιά του Άλφ/Τα πετρώδη χωράφια της Σμώλαντ/Μια γιαγιά με κόρες κυνηγούς/κι όνομα λουλουδιού/με παίρνει συχνά περίπατο στο δάσος/Ακούω για πρώτη φορά τον στίχο του Ντάγκερμαν/ “Ο θάνατος είναι μικρό ταξίδι/απ’ το κλαδί ως το χώμα”.
Κι αν το ταξίδι του θανάτου είναι τόσο μικρό, αφού η μοίρα των νεκρών είναι γρήγορα να αποξεχνιούνται, η ζωή της ποίησης είναι αιώνια. Και καθώς διαγράφει τον ατελεύτητο κύκλο της, άλλους τους προσπερνά, σε άλλους στέκεται, τους κοιτά με απορία μέχρι που σκύβουν το κεφάλι από ντροπή, ενώ σε άλλους κλείνει το μάτι.
* Ο ΜΑΡΙΟΣ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ είναι συγγραφέας.