Για τα ποιητικά βιβλία του Fernando Pessoa Τα ποιήματα του Αλμπέρτο Καέιρο και Τα ποιήματα του Άλβαρο ντε Κάμπος (Gutenberg).
Του Νίκου Ξένιου
«Οι μυστικιστές ποιητές είναι άρρωστοι φιλόσοφοι,
και οι φιλόσοφοι είναι άνθρωποι τρελοί» F. Pessoa
Το 1912, κι ενώ ο Φερνάντο Πεσσόα (1888–1935) επιχειρούσε να γράψει κάποια ποιήματα παγανιστικού περιεχομένου, γεννήθηκε ένα από τα πιο σημαντικά του ετερώνυμα[1]: Ο Αλμπέρτο Καέιρο, το όνομα του οποίου είναι παραφθορά του ονόματος του πορτογάλου ποιητή Σα-Καρνέιρο, με μιαν εικονική ζωή τοποθετημένη ανάμεσα στο 1889 (Λισαβώνα) και το 1915. Τον Μάρτιο του 1912, λοιπόν, ο Πορτογάλος ποιητής έγραψε τον Φύλακα των Κοπαδιών, αποδίδοντάς τoν στην πέννα του Αλμπέρτο Καέιρο και ανασύροντας, έτσι, ποιμενικές μνήμες από τις δέκα Εκλογές (Βουκολικά) του Βιργίλιου. Τα ποιήματα του Αλμπέρτο Καέιρο –μέρος αυτών πρωτομεταφράστηκε στην Ελλάδα από τον Φίλιππο Δρακονταειδή, το 1982– τώρα, σε μια συνολική παρουσίασή τους από τη Μαρία Παπαδήμα στις εκδόσεις Gutenberg, δίνουν την ευκαιρία στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό να απολαύσει μιαν ισορροπημένη, ομαλή μετάφραση με ποιητικές αξιώσεις, μαζί με δύο κατατοπιστικά κείμενα εισαγωγής, ένα της μεταφράστριας και ένα του ίδιου του Πεσσόα, υπό το προσωπείο του Ρικάρντο Ρέις.
Ακολουθεί τη φωνή της συνείδησής του για τον κόσμο και υπακούει στην προοδευτική ανάδυση των αισθήσεων, που θα εδραιώσουν μιαν ιδιόμορφη, σχεδόν θρησκευτική, εικόνα της φύσης
Poesia pastorale: μια πολυπλοκότητα εν εξελίξει
Αντι-διανοούμενος, αντι-ρομαντικός, αντι-ϋποκειμενιστής, αντι-μεταφυσικός, ο Καέιρο δεν είναι πια αυτός που ήταν ο Πεσσόα, είναι ένας άλλος: αυτός ο «Άλλος» είναι, στην προκειμένη περίπτωση, οιονεί βοσκός, φέρει όλα τα γνωρίσματα αθωότητας που έχει κάθε βοσκός, ακολουθεί τη φωνή της συνείδησής του για τον κόσμο και υπακούει στην προοδευτική ανάδυση των αισθήσεων, που θα εδραιώσουν μιαν ιδιόμορφη, σχεδόν θρησκευτική, εικόνα της φύσης και της ανθρώπινης παρουσίας μέσα σ’αυτήν:
«να με ξετυλίξω και να είμαι εγώ, όχι ο Αλμπέρτο Καέιρο, αλλά ένα ανθρώπινο ζώο που γέννησε η φύση».
Η ανάμνηση της αρχαίας ποιμενικής ποίησης ως αυτοβιογραφικής αλληγορίας έφτασε μέχρι την αναγεννησιακή Ισπανία (Σαντιλιάνα, Μποσκάν, Γκαρθιλάσο ντε λα Βέγκα) και στην Ιταλία του 16ου αιώνα (Αμίντα (1573), του Τορκουάτο Τάσο, Πιστός βοσκός (Pastor fides) του Γκουαρίνι). Την Αρκαδία του Σανατσάρο μιμήθηκαν, ένα αιώνα μετά, οι Ισπανοί συγγραφείς (Μοντεμαγιόρ, Λόπε ντε Βέγκα). Αυτά τα έργα παρήγαγαν ιδεοτύπους όπως εκείνοι των αμερικανών Ουίτμαν και Θόροου, στα τέλη του 19ου αιώνα: εδώ ο Πορτογάλος ποιητής, μόνος στο δάσος, αφουγκράζεται τους ήχους του ποταμού και των πουλιών, αποξενώνεται από την κοινωνική ζωή κι αναγνωρίζει τη ματαιότητα κάθε φιλοσοφίας. Ο ποιητής απαρνείται την ορθολογική σκέψη και στρέφεται στα ορμέμφυτά του:
«Θέλω να πω τι αισθάνομαι χωρίς να σκέφτομαι αυτό που αισθάνομαι».
Οι ενότητες: Φύλακας των Κοπαδιών (Guardador de Rebanhos), Ερωτευμένος Βοσκός (Pastor Amoroso) και Ασύνδετα Ποιήματα (Poemas Inconjuntos) έχουν χαλαρή νοηματική σύνδεση, ωστόσο διατηρούν στιλιστική συγγένεια. Eνώ τα διέπει η αντίληψη του Πεσσόα περί καταγραφής της πραγματικότητας καθεαυτήν, στην ουσία χαρακτηρίζονται από απόλυτο υποκειμενισμό:
Η απλότητα του ύφους δεν αντικρούει την ανάγκη για ενδοσκόπηση, αντιθέτως προϋποθέτει τον μυστικισμό ενός «ποιητή της φυσικότητας», που ανατρέχει στις γενεσιουργές αλήθειες του σύμπαντος και «παγώνει» τον χρόνο ύπαρξης των φυσικών στοιχείων σε ένα διηνεκές παρόν. Η στάση του πνεύματός του θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «αντιμεταφυσική», γιατί αποποιείται τη συνείδηση των ίδιων του των σκέψεων και απολαμβάνει την αντιλυρική του διάθεση, προσηλώνεται σ’ ένα κόσμο αιώνιας νεότητας και δίνει την πρωτοκαθεδρία στα οπτικά και ακουστικά ερεθίσματα:
Ένας «νατουραλιστικός πανθεϊσμός» σε απλό, καθημερινό ύφος, που κατακρίνει την παθογένεια του πολιτισμού με όργανά του τη στιχουργική ελευθερία, την απουσία ομοιοκαταληξίας, κάποιες καινοτομίες στην εναλλαγή των στροφών, με την κατάργηση των μεταφορών και με την υιοθέτηση ενός συνεχούς Ενεστώτα χρόνου. Ο Αλμπέρτο Καέιρο έζησε όλη του σχεδόν τη ζωή στην εξοχή ως βοσκός. Πρόκειται για την κατάργηση και ταυτόχρονα τη μυθοποίηση του ίδιου του υποκειμένου, την αποποίηση ή την απώλεια και ταυτόχρονα τον πολλαπλασιασμό του Εγώ.
Ο Fernando Pessoa
|
Στο απόγειο της ετερωνυμίας
Στις 13 Ιανουαρίου του 1935 ο Πεσσόα έγραψε μια μεγάλη επιστολή στον συγγραφέα και λογοτεχνικό κριτικό Αντόλφο Καζάις Μοντέιρο, χρησιμοποιώντας τα ετερώνυμα του Αλμπέρτο Καέιρο και του Άλβαρο ντε Κάμπος, και διαβεβαιώνοντάς τον ότι η περσόνα του Κάμπος προέκυψε «από την επείγουσα ανάγκη του να γράψει». Στο ποίημα "Opiário", που δημοσιεύθηκε στο εναρκτήριο τεύχος του πορτογαλικού φιλολογικού περιοδικού «Orpheu» τον Μάρτιο του 1914, το ετερώνυμο αυτό μιλά για τον εαυτό του, ενώ ταξιδεύει. Τα Ποιήματα του Άλβαρο ντε Κάμπος είναι ένα ακόμη αξιόλογο μεταφραστικό πόνημα της Μαρίας Παπαδήμα, που ανθολογεί και προλογίζει η ίδια. Ο Κάμπος είναι από τα πιο συνεκτικά ετερώνυμα του Πεσσόα μετά τον Αλεξάντερ Σερτς. Υποτίθεται πως έχει σπουδάσει Μηχανικός και Ναυπηγός κι έχει επιχειρήσει ένα μεγάλο ταξίδι στην Ανατολή, πως έχει βαθειά γνώση της Πορτογαλικής. Είναι το αποκύημα μιας παρόρμησης, ενός συγγραφικού δισταγμού και η προσωπικότητά του διαγράφεται σε τρεις φάσεις της νοητικής και αισθητικής του εξέλιξης: στην αρχή ο Κάμπος εμφανίζεται ως «παρακμιακός», επηρεασμένος από το κίνημα του Συμβολισμού, στην ουσία όμως φέρει εν σπέρματι τα γνωρίσματα μιας φουτουριστικής ποίησης. Στη δεύτερη φάση, ο αισθησιακός (ή αισθησιοκράτης) Κάμπος παραπέμπει στο Song of Myself του Ουώλτ Ουίτμαν, καθώς ο απελευθερωμένος στίχος, ο ευφορικός λόγος και η αφθονία της ονοματοποιίας συνθέτουν έναν ύμνο στον σύγχρονο, τεχνολογικό κόσμο:
Επηρεασμένος από τον Μαρινέττι, ο «τεχνολογικά παθών» Κάμπος αποκαλύπτει εδώ το υπαρξιακό αδιέξοδο, την απογοήτευση και τη βαθειά θλίψη, ορμώμενος από μιαν αρχετυπική παιδική ηλικία πλήρους, παραδείσιας ευτυχίας για να παραγάγει την έντονη αντίθεση προς το θλιβερό εκβιομηχανισμένο τοπίο του παρόντος. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η πρώτη φάση του Κάμπος αντιστοιχεί στο «fin du siècle», η δεύτερη στη μοντέρνα εποχή[2] και η τρίτη, η πιο «ριζοσπαστική» και απαισιόδοξη, στον αρνητισμό και το υπαρξιακό άγχος της μεταβιομηχανικής εποχής. Η «Θριαμβική Ωδή» είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα ολικής συμμετοχής των αισθήσεων στη σύνθεση της παραληρηματικής αυτής ποίησης: ναυτία, νευρασθένεια, καταστολή των αισθήσεων που εκφράζει τον κόσμο της μηχανής, σε αντίθεση με την έξαρση των ήχων, των γεύσεων, των αρωμάτων και του υποκειμενισμού:
Η εκφραστικότητα του ιδιολέκτου του Πεσσόα σε φωνητικό επίπεδο εντοπίζεται τόσο στα εκτεταμένα όσο και στα σύντομα ποιήματα, τόσο στους έμμετρους όσο και στους πιο πεζολογικούς στίχους, στην υπερβολική ονοματοποιϊα, στον εναλλασσόμενο ρυθμό «κρεσέντο» και «ντεσκρεσέντο» (αργός) στα απαισιόδοξα ποιήματά του, όπως το «Κατάστημα Ψιλικών»:
Σε μορφοσυντακτικό επίπεδο εντοπίζονται υπερβολικές απαριθμήσεις, επιφωνήματα, σπάνιες μορφές του ρήματος δύσκολα συντασσόμενες στην πρόταση, ποικιλία γλωσσικών επιπέδων που παράγει συναίσθημα αποξένωσης, νεολογισμοί, συντακτικά λάθη στα εξωστρεφή: αυτά, δηλαδή, τα ποιήματά του που θα τα χαρακτηρίζαμε αισιόδοξα:
Τέλος, οι αποστροφές, ο διαρκώς αναφορικός λόγος, όπως και οι προσωποποιήσεις, οι υπερβολές, τα οξύμωρα, οι μεταφορές και τα πολυσύνδετα σχήματα είναι κύρια γνωρίσματα της στιχουργικής του. Με όλη αυτήν τη στιχουργική σκευή, ο Πεσσόα δημιούργησε ένα προσωπικό συγγραφικό ύφος, μια αναγνωρίσιμη γραφή κατάλληλη στο να ανακλά μια συνεκτική κοσμοθεωρία, αφήνοντας κείμενα 126 ετερώνυμων φωνών, σημαντικότερες από τις οποίες είναι ο Ρικάρντο Ρέις, ο Αλβάρο ντε Κάμπος, ο Αλμπέρτο Καέιρο και, φυσικά, ο ίδιος, με το ορθώνυμο Φερνάντο Πεσσόα.
Ένα αμιγώς πορτογαλικό συναίσθημα
Oι απαρχές της πορτογαλικής ποίησης ανάγονται στον πρώιμο 12ο μ.Χ. αιώνα, όταν, στο βόρειο τμήμα της Ιβηρικής χερσονήσου, η Πορτογαλία αποσχίσθηκε από το βασίλειο της Γαλικίας. Οι τροβαδούροι της περιοχής ύμνησαν τον έρωτα προς τη γυναίκα, έκλαψαν και θύμωσαν για τον προδομένο έρωτα, στα cantigas de amigo (τραγούδια του φίλου), όπου το ποιητικό υποκείμενο είναι μια γυναίκα, μια αφηγηματική περσόνα πίσω από την οποία κρύβεται ο άντρας ποιητής, και η οποία με τον φίλο της συζητά τη μοναξιά που νιώθει και νοσταλγεί τη μυστική συνάντηση με τον αγαπημένο της σε κάποιο αθέατο σημείο, συχνά δε απευθύνεται στη μητέρα της ή σε κάποια φυσικά στοιχεία, αξιοποιώντας τη μεγάλη ανιμιστική παράδοση της ιβηρικής χερσονήσου. Κάποια cantigas de amigo έγραψε και ο βασιλιάς Ντενίς δε Πορτουγκάλ.
Oι απαρχές της πορτογαλικής ποίησης ανάγονται στον πρώιμο 12ο μ.Χ. αιώνα, όταν, στο βόρειο τμήμα της Ιβηρικής χερσονήσου, η Πορτογαλία αποσχίσθηκε από το βασίλειο της Γαλικίας.
Έχουμε, επίσης, δείγματα επικής ποίησης κατά την περίοδο αυτήν (Gesta de D. Afonso Henriques, άγνωστου συγγραφέα). Επιρροές από την ιταλική ποίηση και θεματολογία από τις μεγάλες γεωγραφικές ανακαλύψεις εμφανίζονται μετά την Αναγέννηση στην πορτογαλική ποίηση: Ο Σα ντε Μιράντα εισάγει και καθιερώνει το σονέτο, διατηρώντας την παραδοσιακή ποιητική φόρμα. Ο Μπερναρντίν Ριμπέιρο ύμνησε με μοιρολατρικό τρόπο τον έρωτα στα βουκολικού χαρακτήρα ποιήματά του. Εκπρόσωπος της αμέσως επόμενης γενιάς, ο Αντόνιο Φερέιρα έγραψε διδακτικού χαρακτήρα ποιήματα, ενώ ο σύγχρονός του Αντόνιο Μπάνταρα ακολούθησε το δόγμα του «σεβαστιανισμού» πριν ακόμη γεννηθεί ο βασιλιάς Σεβαστιανός[3]. Η εξάπλωση της Πορτογαλίας προίκισε με νέα θέματα την επική ποίηση, βασικοί εκπρόσωποι της οποίας ήταν ο Χερόνιμο Κόρτε Ρεάλ και ο μεγάλος Λουδοβίκος Καμόενς (1525?-1580), που στις Λουσιάδες του καθιέρωσε την πλατωνική ματιά, τον σκεπτικισμό του έναντι της έννοιας της Δικαιοσύνης, τον θρήνο για τον Χρόνο που παρέρχεται και για την περιπλοκότητα του έρωτα. Ποιητές της «σκοτεινής» επικής ποίησης των επόμενων χρόνων ήσαν ο Λούις Μπρανδιάο, ο Ροντρίγκες Λόμπο, ο Βάσκο Μουζίνιο δε Κεβέδο, ο Σα δε Μενέσες, ο Γκαμπριέλ δε Κάστρο, ο Αντόνιο Μαθέδο και ο Μπρας Γκαρθία ντε Μασκαρένας. Η ποίηση του δέκατου έβδομου αιώνα επηρεάστηκε από την Ιερά Εξέταση, με αποτέλεσμα να παρακμάσει, μαζί με την αντίληψη για την «πορτογαλική» εθνική ταυτότητα, που οδήγησε στην «Arcádia Lusitânia», με κύριο εκπρόσωπό της τον Μανουέλ ντι Μποκάχε, καθώς και στον Ρομαντισμό. Ο Αλμέιδα Γκάρετ (1799–1854), στο ποίημά του «Camões», υιοθετεί ρομαντική νοσταλγία της εποχής κατά την οποία η χώρα του μετείχε στον ευρωπαϊκό πολιτισμό, σύμπλεγμα κατωτερότητας που κληροδοτήθηκε και στους ρεαλιστές ποιητές του δέκατου ένατου αιώνα: ο Άντερο ντε Κουεντάλ (1842–1891), ποιητής της υπαρξιακής αγωνίας και αυτόχειρας, ο Γκουέρα Χουνκέιρο (1850–1923) και ο Χοάο ντε Δέους (1830–1896) είναι εκπρόσωποι του ποιητικού ρεαλισμού. Αργότερα, ο Συμβολισμός εκπροσωπήθηκε από τον Καμίγιο Πεζάνα (1867–1926) και ο Ιμπρεσιονισμός από τον Σεζάριο Βέρντε (1855–1886) του οποίου η absurda necessidade de sofrer («η παράλογη ανάγκη να υποφέρει) οδήγησε στον Μοντερνισμό: οι Τεξέιρα ντε Πασκοάες, Μάριο ντε Σα-Καρνειρο και Φερνάντο Πεσσόα είναι οι κύριοι εκπρόσωποί του.
* Ο ΝΙΚΟΣ ΞΕΝΙΟΣ είναι εκπαιδευτικός και συγγραφέας.
Τα ποιήματα του Αλμπέρτο Καέιρο
Fernando Pessoa
Μτφρ. Μαρία Παπαδήμα
Εκδ. Gutenberg 2014
Σελ. 248, τιμή € 13,00
Τα ποιήματα του Άλβαρο ντε Κάμπος
Fernando Pessoa
Μτφρ. Μαρία Παπαδήμα
Εκδ. Gutenberg 2014
Σελ. 376, τιμή € 16,00