Του Γιώργου Βέη
«Μακαρισμένοι εκείνοι που πλανά το νου τους, μέσα σε άσωστους θανάτους, μια Βενετία που δεν υπάρχει πουθενά, παρά μονάχα μέσα στα όνειρά τους». Λέων Κουκούλας, «Βενετία»Οι εισαγωγικές δηλώσεις είναι ενδεικτικές του τι θα επακολουθήσει στη συνέχεια ενός ταξιδιού, προφανώς ατέρμονος. Η «δημοκρατία του βλέμματος», η «δημοκρατία της γραφής» και η «δημοκρατία του φαίνεσθαι», για να περιοριστώ στις πλέον εμφανείς δείξεις, συναποτελούν τις ειδολογικές συντεταγμένες των αναφορών και των ποικίλων αυτοαναφορών. (Βλ. σσ. 66, 74 και 92, αντιστοίχως).
Τα όρια των καταγραφών βεβαίως είναι ήδη γνωστά, ο κόπος όμως δεν θα πάει χαμένος. Αυτό τουλάχιστον αντιλαμβάνομαι από τη δεύτερη ανάγνωση του παρόντος έργου. Όσο κι αν «συντάσσουμε καταλόγους ταξινομώντας ματαιωμένες προσδοκίες, παίρνοντας παράταση για μια ακόμη βεβαιωμένη διάψευση», θα υπάρχει πάντα ανοικτή η πόρτα των μεταβάσεων σ΄ ένα δεύτερο βαθμό πρόσβασης του αντικειμένου, η δυνατότητα, για να το διατυπώσω διαφορετικά, της επαναμάγευσης του τοπίου. (Βλ. σελ. 57). Όθεν και η προοπτική της λύτρωσης της ύπαρξης από τον μεγαλύτερο ίσως εχθρό της, την ανία, για να θυμηθούμε και πάλι τον μονήρη της Δρέσδης και της Φραγκφούρτης, τον Άρτουρ Σοπενχάουερ.
Βαδίζοντας στο νερό
Η ετοιμότητα του συγγραφέα είναι χαρακτηριστική: σπεύδει να δει από πολλές οπτικές γωνίες τα όποια ινδάλματα του χώρου, καταφεύγοντας συχνά πυκνά σε διάφορους μηχανισμούς ενδελεχούς αποκρυπτογράφησης της συγκεκριμένης χωροταξίας
Ο επισκέπτης ανήκει αυτή τη φορά στους ευαίσθητους εκείνους πομποδέκτες, οι οποίοι αφήνουν το προσφιλές τοπίο να τους προσεγγίσει με την πρώτη κατάλληλη ευκαιρία, να τους κατακτήσει σε μεγάλο βαθμό, αλλά και να τους κατοικήσει στη συνέχεια. Και μάλιστα χωρίς ενδοιασμούς. Η ετοιμότητα του συγγραφέα είναι χαρακτηριστική: όχι μόνον δεν αφήνει τίποτε σχεδόν να πέσει κάτω, στο έδαφος της λησμονιάς, αλλά σπεύδει να δει από πολλές οπτικές γωνίες τα όποια ινδάλματα του χώρου, καταφεύγοντας συχνά πυκνά σε διάφορους μηχανισμούς ενδελεχούς αποκρυπτογράφησης της συγκεκριμένης χωροταξίας. Ό, τι τον συνδράμει στο έργο του αυτό, ό,τι του καθίσταται στο τέλος των αναζητήσεων κλειδί γεωγνωσίας θεωρείται αυτομάτως μέγα δώρο της περιηγητικής μοίρας. Το πολιτισμικό κεκτημένο αναλύεται και διερμηνεύεται εν μέρει μέσα από τα χρώματα του ταξιδιωτικού χρόνου. Παραθέτω για τις ανάγκες της εποπτικής στιγμής τα εξής ενδεικτικά: «Λίγες είναι οι φορές που σου δίνεται η χάρη να βαδίσεις επί των υδάτων. Όχι επάνω στη βεβαιότητα ενός πλεούμενου ή με τη βοήθεια ενός άλλου πλωτού μέσου, αλλά απλά με τα πόδια σου να κρατούν σταθερό τον ρυθμό του βαδίσματος επάνω στο νερό. Κάτι πρωτόγνωρο έχει αφαιρέσει όλο σου το βάρος, καταργώντας τους νόμους της βαρύτητας, και σε έχει κάνει ανάλαφρο με το κέντρο σου να επιπλέει στο διάστημα μεταξύ νερού και αέρα. Δε συμβαίνει τακτικά, σπάνια θα ‘λεγα, και σε μερικούς καθόλου. Χρειάζεται πολλές ζωές να σ’ εκπαιδεύσουν, οξύνοντας τις αισθήσεις σου ώστε να αντιλαμβάνεσαι το πώς και το πότε συμβαίνει το θαύμα» (Βλ. σελ. 9).
Με το More Veneto, ο ποιητής Γιώργος Γώτης εγκαινιάζει τις ατομικές δοκιμές του στο χώρο της λεγόμενης ταξιδιωτικής λογοτεχνίας. Η τακτική της γραφής ομολογεί βεβαίως εκ προοιμίου απόλυτο σεβασμό στην τακτική και στους κανόνες του απροκάλυπτου ποιητικώς οράν. Ό,τι παρουσιάζεται ως δεδομένο, ό,τι προσφέρεται στο μάτι του περαστικού ως δήθεν κοινότοπο δεν συνιστά μια ακόμη μονοδιάστατη πρόταση της πόλης ή της εξοχής, αλλά παραπέμπει σ΄ έναν κόμβο ιδεών. Το ταξίδι αναβαθμίζεται κατά συνέπεια σε μελέτη υφών. Όπως έχω ήδη επισημάνει προ καιρού (βλ. «Βιβλιοθήκη», εφημερίδα «Ελευθεροτυπία», 18 Σεπτεμβρίου 2009) «από την πρώτη του εμφάνιση στο πεδίο των απαιτητικών κειμενικών εφαρμογών έως τώρα, ο στίχος του Γιώργου Γώτη επιμένει να αποτυπώνει τις διακυμάνσεις, τις ευρύτερες ανακατατάξεις και τις συναφείς ρήξεις, οι οποίες παρατηρούνται στην εξέλιξη των σχέσεων Εγώ – Εκείνο. Δεν ενδίδει στους ισχυρούς πειρασμούς της επιφανειακής παράθεσης δεδομένων, στους οποίους υποκύπτουν οι πολλοί, επαληθεύοντας έτσι τις εκτιμήσεις όλων εκείνων, οι οποίοι διέγνωσαν εγκαίρως την ικανότητά του να αποδελτιώνει με νηφαλιότητα μοιραία πάθη και οριακές ανυψώσεις – φωτίσεις του καθημαγμένου προσώπου της καθημερινότητας». Κατά συνέπεια λοιπόν το περιηγητικό εγώ στην προκειμένη περίπτωση θα αναζητήσει στην περιβάλλουσα ατμόσφαιρα τους ικανούς και αναγκαίους εκείνους δείκτες, οι οποίοι θα το οδηγήσουν μαθηματικά όπου δει, δηλαδή στην πολυπόθητη πολυσχιδή θέαση. Το ιταλικό πολιτιστικό μόρφωμα –και μάλιστα σε διαχρονική μορφή– συνιστά σαφώς έναν από τους ιδανικότερους συγκερασμούς αισθητικών παρακαταθηκών.
Σφαιρική αναπαράσταση της ταξιδιωτικής στιγμής
Ό,τι παρουσιάζεται ως δεδομένο, ό,τι προσφέρεται στο μάτι του περαστικού ως δήθεν κοινότοπο δεν συνιστά μια ακόμη μονοδιάστατη πρόταση της πόλης ή της εξοχής, αλλά παραπέμπει σ΄ έναν κόμβο ιδεών. Το ταξίδι αναβαθμίζεται κατά συνέπεια σε μελέτη υφών
Ο τουρίστας μεταβάλλεται σε σπουδαστή. Η μεταμόρφωση είναι μάλλον ακαριαία: ο συγγραφέας φαίνεται ότι είναι έτοιμος να βιώσει με τη σειρά του ό,τι συνέχει το περιώνυμο σύνδρομο Σταντάλ. Εν ολίγοις προετοιμάζεται να παραδοθεί αμαχητί στην αίγλη των σημείων. Η ώσμωση ενδέχεται όμως να είναι κειμενικά πρόσφορη. Η γονιμότητα είναι εν τέλει υπόθεση προετοιμασίας. Η αμλετική ετυμηγορία “the readiness is all” ακούγεται στο βάθος των περισσοτέρων σελίδων του βιβλίου. Εξ ου και οι χαρακτηριστικοί αφορισμοί, τους οποίους απομονώνω: «Η Βενετία σου δίνει την δυνατότητα να βαδίσεις τουλάχιστον μία φορά στη ζωή σου επί των υδάτων, να βιώσεις το θαύμα και να το συνδέσεις με τα άλλα που συντελούνται γύρω σου. Είναι το ασυμπίεστο νερό που δίνει στους έτοιμους από καιρό ζηλωτές το χάρισμα να πετάξουν κάποια στιγμή ανάλαφροι και να περιηγηθούν την πόλη ως άγγελοι καταργώντας τη βαρύτητα, με οξυδερκή όραση να την κρατήσουν εικόνα μέσα τους, ώστε κατόπιν να γίνουν κήρυκες του συντελούμενου θαύματος στους άλλους. Το πνεύμα των νερών σε όλες τις εκδοχές του περιφέρεται ελεύθερο αλλά και φυλακισμένο στο γυαλί, αντανακλά χιλιάδες αποχρώσεις συνθέτοντας με χρώματα και καθρεφτίζοντας την ομορφιά. Είναι διαρκής και σε υπερθετικό βαθμό αυτή η ανάγκη να αναγνωρίζουμε στα πολλαπλά είδωλά μας θραύσματα του εαυτού μας. Έτσι λοιπόν ανακαλύπτεις την παλέτα με νωπά ακόμα τα χρώματα που ιστόρησαν την πόλη, καθώς επίσης το πώς αποκτούν άλλη διάσταση λίγοι κόκκοι από το μπλε της παιδικής θάλασσας που κουβαλούσες μέσα σου». (Βλ. σελ. 11). Πιθανότατα, θα επαναλάβω, η ιατρική παιδεία του Γιώργου Γώτη να έχει διαδραματίσει αποφασιστικό ρόλο στην πολύπτυχη, πάντως ακριβοδίκαιη διερμηνεία της παθογένειας του χρόνου, της αλληγορίας των γενέθλιων τόπων, της μυθολογίας των εμμονών μας, της μεταφυσικής του ονείρου και όχι μόνον. Πρόκειται για μια σφαιρική αναπαράσταση της κρίσιμης γνωσιολογικά ταξιδιωτικής στιγμής. Χωρίς να παύει να ενδιαφέρεται ενεργά για την ειδικότερη αναγνωστική πρόσληψη, διατηρεί και στο More Veneto σε υψηλά επίπεδα –μάλιστα δε κατά τρόπο προδήλως συνειδητό– όλες τις απαραίτητες ποιότητες «του παιχνιδιού του σημαίνοντος». Είμαι βέβαιος ότι ο Γιώργος Γώτης θα επανέλθει. Και μάλιστα για το ίδιο τοπίο. Όχι μόνον διότι η Βενετία είναι ως εκ των πραγμάτων πραγματολογικά μάλλον ανεξάντλητη, αλλά επειδή πήρε έναν δρόμο, τον οποίο και να θέλει δεν μπορεί να αλλάξει. Το ομολογεί άλλωστε τόσο ξεκάθαρα: «κάποιοι χώροι μαγνητίζουν εκτός από το βλέμμα και τα βήματά μας». (Βλ. σελ. 65)
More Veneto
Γιώργος Γώτης
Στιγμή 2013
Σελ. 96, τιμή € 12,78