Του Γιώργου Βέη
«Η αλαζονεία αυτής της πόλης! Ακόμη και στη χειρότερη της κακομοιριά, στην τρέλα της την αχαλίνωτη, κοιτάει να σου βγει μια βαθμίδα καλύτερη». (Από το βιβλίο, σελ. 69)Πρόκειται για διπλό βιβλίο. Ποιήματα και πεζά εναλλάσσονται, χωρίς να διακόπτεται το εννοιολογικό νήμα. Η ενότητα του χώρου εξασφαλίζει, ως εκ των πραγμάτων, τη δημιουργική, σύμμετρη ανάπτυξη του χρόνου. Ο Χρήστος Τσιάμης, γεννημένος και μεγαλωμένος στην Πάτρα, φτάνει δεκαεφτάχρονος στη Νέα Υόρκη. Εκεί ζει κι εργάζεται έκτοτε, μια ακόμη εναργής ψηφίδα του μείζονος μωσαϊκού των εκατομμυρίων μεταναστών, οι οποίοι έγιναν προοδευτικά κι αυτοί γνήσια παιδιά της.
Στο βιβλίο αυτό, πέμπτο κατά σειρά, εμπεριέχονται αμιγώς αυτοβιογραφικά στοιχεία, ποιητικές καταθέσεις, λιλιπούτεια οιονεί δοκίμια και αποσπάσματα ενός ευρύτερου χρονικού, που ίσως κάποτε δημοσιεύσει ολοκληρωμένο ο συγγραφέας. Η όλη περιγραφή διακρίνεται για την αμεσότητά της, την αποστεωμένη, κυριολεκτική της γραφή και την αποκλειστική συνάφειά της με ποικίλες αξιομνημόνευτες εμπειρίες. Τα ποιήματα σχολιάζουν κατά κανόνα τα πεζά κομμάτια και αντιστρόφως. Έστω δείγματα τα εξής: «Στην πόλη που το πρωί τρώει τα παιδιά της / και τα ξερνάει αποβραδίς στα μπαρ της / να πιούν το γάλα της σαν δυναμίτη / κι ύστερα σον κόρφο της να τα κοιμίσει [...] στην πόλη αυτή παραφυλάει στη γωνία / η έκπληξη και παρακάτω η τόλμη γυμνή [...] Σκηνικό για αόμματους. Μήπως στρίψαμε λάθος;»
Εγκόλπιο πατριδογνωσίας
Η όλη περιγραφή διακρίνεται για την αμεσότητά της, την αποστεωμένη, κυριολεκτική της γραφή και την αποκλειστική συνάφειά της με ποικίλες αξιομνημόνευτες εμπειρίες
Οι μαρτυρίες αυτές από την όλως συνειδητή εμφύτευση του ποιητή στο Νέο Κόσμο και μάλιστα στην καρδιά του, το ακοίμητο Μανχάτταν, συνιστούν, μεταξύ άλλων, εγκόλπιο πατριδογνωσίας. Παρίστανται βεβαίως και οι δύο κοιτίδες-πατρίδες. Τόσο η φυσική, μέσω της γλώσσας, όσο και η θετή, μέσω του καθημερινού βιώματος. Το Μανχάτταν καθίσταται μαγικό διότι επιτρέπει στον Χρήστο Τσιάμη να ζει νοερώς στη γενέθλια Πάτρα, καθ΄ην στιγμή συμπεριφέρεται ως καθόλα αυθεντικός αμερικανός πολίτης. Οι διαδικασίες των κατά καιρούς αναλόγων οσμώσεων ποικίλλουν σε ένταση. Διακρίνω τα εξής ενδεικτικά για τις ανάγκες της εποπτικής στιγμής: «Η δύναμη χτυπάει με βρόντο τη γροθιά της / στο μακρόστενο το νησί καταμεσής / -όγκο από σίδερο και από γρανίτη βαρείς. / Ο κύβος ερρίφθη, με το χρώμα εκείνο το γκρι / που αφομοιώνει απ’ τον δριμύ ουρανό της πόλης, / και μας φοβερίζει, έτσι με ανέκφραστη την όψη [...] η φαντασία εδώ δεν έχει μόνιμη διεύθυνση / Είτε απ’ τις επάλξεις του πλούτου σκοπεύει / είτε μες στις μεταβαλλόμενες γειτονιές χαζεύει, / αέναα υπονομεύει τους κανόνες του παιχνιδιού. / Αυτό και μόνο μου είναι αρκετό / για να τον θεωρώ δικό μου τον τόπο αυτόν εδώ».
Γνωρίζουμε βεβαίως ότι η διασπορά προκαλεί τον μεγάλο, τον καταλυτικό διχασμό του συγγραφέα. Η λογοτεχνία αποπειράται, μάταια συνήθως, να συμφιλιώσει τις χρόνιες αντιφάσεις και εγγενείς δυσκολίες, τις οποίες συνεπάγεται η παρατεταμένη διαβίωση στο εξωτερικό, την ίδια ακριβώς χρονική στιγμή κατά την οποία ο απόδημος δημιουργός εξακολουθεί να ζει φαντασιακά στη γη των πατέρων του. Θυμάμαι τον Νικόλαο Κάλας, τον οποίο παρουσιάζει εδώ με υποδειγματική σαφήνεια ο Χρήστος Τσιάμης, να μου παραπονείται στη Νέα Υόρκη, στα μέσα της δεκαετίας του ΄80, για τις πολλές δυσκολίες που αντιμετώπιζε στην προσπάθειά του να αξιοποιήσει όσο καλύτερα μπορούσε, με τη βοήθεια ασφαλώς κάποιου δικηγόρου στην Ελλάδα, ένα διαμέρισμα, το οποίο του είχε απομείνει στο κέντρο της Αθήνας. Με το γνωστό, διφορούμενο χαμόγελό του, ήθελε να με αφήσει να καταλάβω, όσο πιο διακριτικά ήταν δυνατόν, ότι η ρητορεία των αιτιάσεών του απευθυνόταν κυρίως προς τις δυο πατρίδες, τις Μεγάλες Απούσες, οι οποίες απέφευγαν να τον διαβάσουν σωστά.
Παλιννόστηση σε ιδανικό χωρόχρονο
Η φούγκα των εξομολογήσεων, οι οποίες απαρτίζουν το Μαγικό Μανχάτταν, διαβάζεται από μένα τουλάχιστον ως φούγκα ενός ποιητή, ο οποίος περνάει από το σύμπλεγμα του φερτού στην αίγλη του δραγουμάνου
Η πραγματικότητα της λογοτεχνίας των αποδήμων, υποστηρίζει εμμέσως πλην σαφώς και ο Χρήστος Τσιάμης, βρίσκεται στον αντίποδα της συχνά ωραιοποιημένης αντίληψης, η οποία σπεύδει να κατατάξει τον συγγραφέα της αλλοδαπής στους προκεχωρημένους θεματοφύλακες της εθνικής παράδοσής του ή έστω στους φιλότιμους σκαπανείς ευγενών προθέσεων. Η αμείλικτη χοάνη του Μανχάτταν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν συγχωρεί στους αμετανόητους «εθνικούς» συγγραφείς το ότι θέλησαν και μάλιστα τόσο φανατικά να ζήσουν πολυδιάστατα. Γι΄ αυτό και η διασπορά είθισται να τροφοδοτεί την ελληνική λογοτεχνία με παράδοξα κείμενα, τα οποία συνεχώς αναζητούν τόσο την εσωτερική, όσο και την εξωτερική τους δικαίωση. Από εδώ απορρέει άλλωστε αυτό που θα ονομάζαμε γενικεύοντας άγχος της μη περιθωριοποίησης. Εξ ου και η μεταμόρφωση του Μαγικού Μανχάτταν και σε βασανιστικό τοπίο: η πρόκληση της ενσωμάτωσης, η πιθανότητα της απόρριψης, ο κίνδυνος της αφασίας είναι οι καθημερινοί εχθροί της γραφής. Ο ίδιος ο απόδημος ή ο μετανάστης συγγραφέας αποφεύγει όσο μπορεί τη ρήξη. Ομολογεί πλαγίως τις φοβίες του, αρνείται εν τέλει να ηττηθεί, υπαναχωρεί, γράφει συνωμοτικά.
Από την άποψη αυτή το κείμενο είναι το αποτέλεσμα μιας -απεγνωσμένης από ό,τι φαίνεται- προσπάθεια παλιννόστησης σ΄έναν μάλλον ιδανικό χωρόχρονο. Κοντολογίς, η φούγκα των εξομολογήσεων, οι οποίες απαρτίζουν το Μαγικό Μανχάτταν, διαβάζεται από μένα τουλάχιστον ως φούγκα ενός ποιητή, ο οποίος περνάει από το σύμπλεγμα του φερτού στην αίγλη του δραγουμάνου.
Μαγικό Μανχάτταν
Χρήστος Τσιάμης
Μελάνι 2013
Σελ. 100, τιμή € 10,00