Του Γιώργου Λαμπράκου
«Και ας ξέρω ότι η λήθη εξαφανίζει / Όποιον εναντιώνεται στην εποχή του…» Τζ. Λ.«Ο άνθρωπος, όπως και τα άλλα ζώα, δεν γεννιέται για να χαίρεται τη ζωή, αλλά μόνο για να τη διαιωνίσει, για να τη μεταδώσει σε αυτούς που θα τον διαδεχθούν, για να διατηρήσει τη ζωή. Ούτε αυτός, ούτε η ζωή, ούτε κανένα αντικείμενο του κόσμου υπάρχουν ειδικά για αυτόν. Αντίθετα, αυτός είναι που υπάρχει για τη ζωή. Μία τρομερή επιβεβαίωση, αλλά αληθινή, που αποτελεί το συμπέρασμα κάθε μεταφυσικής».
Αυτές τις προτάσεις διάλεξε ο καθηγητής γενετικής και ακαδημαϊκός Κώστας Κριμπάς ως μότο για ένα παλαιότερο βιβλίο του με θέμα τον νεοδαρβινισμό. Ανήκουν στον κορυφαίο Ιταλό ποιητή Τζιάκομο Λεοπάρντι (1798-1837), που τις είχε καταγράψει στο περίφημο χειρόγραφο 4.526 σελίδων με σκέψεις και σημειώσεις που κρατούσε μεταξύ 1817-32, το λεγόμενο Zibaldone. Τρεις δεκαετίες προτού ο Δαρβίνος θεμελιώσει την παραπάνω ενόραση του Λεοπάρντι στην Καταγωγή των ειδών (1859), ο ποιητής και στοχαστής διείδε μια σκληρή αλήθεια για τον άνθρωπο και τη θέση του στον κόσμο: κέντρο του κόσμου δεν είναι ο άνθρωπος, αλλά η ζωή, και αυτήν υπηρετεί θέλοντας και μη ο άνθρωπος, ακόμα κι όταν νομίζει ότι αυτή τον υπηρετεί.
Μόνο που ο Λεοπάρντι έκανε ένα λάθος που δεν χρειαζόταν να κάνει, αφού άλλωστε δεν τον συνέφερε: το παραπάνω συμπέρασμα δεν είναι «το συμπέρασμα κάθε μεταφυσικής», αλλά μόνο το συμπέρασμα της δικής του μεταφυσικής θεωρίας, η οποία διαφέρει αρκετά από άλλες μεταφυσικές θεωρίες. Ο Λεοπάρντι ήταν ένας φυσιοκράτης φιλόσοφος που ασκούσε δριμεία κριτική στον ανθρωποκεντρισμό: έβλεπε τον άνθρωπο ως αναπόσπαστο μέρος της φύσης και θεωρούσε ότι η ανθρώπινη ευτυχία επιτυγχάνεται όταν ο άνθρωπος βρίσκεται κοντά στη φύση, ιδίως κοντά στη ζωική του φύση.
Ποιητής-στοχαστής
Γιατί όμως μιλάμε για φιλοσοφία και επιστήμη σε μια κριτική παρουσίαση ενός ποιητικού βιβλίου; Διότι κάθε μεγάλος ποιητής είναι πάντα ένας ποιητής-στοχαστής, ένας ποιητής που διυλίζει κάθε εμπειρία και κάθε αίσθημά του μέσα από την προσωπική, στοχαστική του κοσμοθεώρηση. Ο Λεοπάρντι δεν αποτελεί εξαίρεση σε αυτόν τον κανόνα, όπως δείχνει η πρόσφατη, η πρώτη συστηματική ανθολογία ποιημάτων του στα ελληνικά, με τον γενικό τίτλο Η νύχτα απομένει (μτφρ. Λένα Καλλέργη, εκδ. Γαβριηλίδης, 2013), ιδίως αν διαβαστεί σε συνδυασμό με τα θεωρητικά του κείμενα, π.χ. τις Σκέψεις, τη Θεωρία της ηδονής –αμφότερες συλλογές από το Zibaldone–, καθώς και τα δυστυχώς αμετάφραστα Operette morali.
Ο Λεοπάρντι υπήρξε γόνος αριστοκρατικής οικογένειας. Από νωρίς φάνηκε η μεγάλη πνευματική του δύναμη, όπως και η μεγάλη σωματική του αδυναμία. Λίγο μετά τα δέκα του χρόνια, ο Λεοπάρντι σταμάτησε να κάνει μαθήματα με τον ιερέα δάσκαλό του, που δεν είχε τίποτε άλλο να διδάξει στη νεαρή ιδιοφυία, σε βαθμό που κινδύνευαν να αντιστραφούν οι ρόλοι... Έτσι, άρχισε να αυτοδιδάσκεται με τη βοήθεια της πλούσιας οικογενειακής βιβλιοθήκης, ενώ παράλληλα άρχισε να γράφει ποιήματα, δοκίμια και θεατρικά έργα. Όμως η σοβαρή κύφωση από την οποία προσβλήθηκε εξαιτίας της μανιώδους φιλομάθειάς του τον έκανε να αποφεύγει στην ενήλικη ζωή του τις πολλές κοινωνικές δραστηριότητες, και κυρίως να αποτυγχάνει στις σχέσεις του με το άλλο φύλο. Πέθανε από χολέρα, λίγο πριν κλείσει τα 40 του χρόνια. Από πολλούς θεωρείται ο σημαντικότερος Ιταλός ποιητής μετά τον Δάντη.
Στο κομψό αυτό βιβλιαράκι, Η νύχτα απομένει, περιλαμβάνονται ποιήματα κυρίως από το κατεξοχήν ποιητικό έργο του Λεοπάρντι, τα Canti. Με διάθεση λυρική και με γλώσσα απλή και ακριβή, που (τουλάχιστον στα ανά χείρας ποιήματα) αποφεύγει το συχνά υψιπετές και μελοδραματικό ύφος των Ρομαντικών, ο ποιητής εξακτινώνει την απαισιόδοξη φιλοσοφία του σε ό,τι βιώνει. Η ζωή του ανθρώπου είναι δύσκολη, σχεδόν αβίωτη, για τον Λεοπάρντι, ο οποίος εδώ επαναλαμβάνει κάποια μαθήματα που πήρε από τους αγαπημένους του αρχαίους Έλληνες (πολλούς εκ των οποίων μετέφρασε). Ακολουθώντας, μεταξύ άλλων, τον Όμηρο («Πιο δύστυχο απ’ τον άνθρωπο πλάσμα δεν είναι άλλο/ απ’ όλα όσα σέρνονται στη γη και αναπνέουν», Ιλιάδα, Ρ 446-7, μτφρ. Θ. Μαυρόπουλου), ο Λεοπάρντι γράφει στη «Γαλήνη μετά την καταιγίδα»:
Αγαπημένη των θεών! Ευτυχισμένη
Αν ανασάνεις λίγο μες στους πόνους, και μακάρια
Ο θάνατος αν σε γιατρέψει απ’ τα δεινά».
Κι όμως, η απαισιοδοξία του ποιητή δεν είναι αυτοκτονική, αφού ακόμα και στις πιο δύσκολες ψυχοσωματικές συνθήκες, ο Λεοπάρντι βρίσκει το κουράγιο (αλλά και το επιχείρημα, θα προσθέταμε, αφού αυτός ο ποιητής είναι κατ’ ουσίαν στοχαστής) να βρει και να αναδείξει μια φωτεινότερη όψη της ζωής. Υμνώντας τα νιάτα, ακόμα κι αν είναι βυθισμένα στη θλίψη, ο Λεοπάρντι γράφει στο όμορφο ποίημα «Σελήνη»:
Την εποχή της δυστυχίας μου. Πόσο γλυκό,
Όταν είσαι νέος, κι η ελπίδα έχει μεγάλο δρόμο
Ενώ η μνήμη σύντομη πορεία,
Να θυμάσαι τα περασμένα
Κι ας ήταν λύπες, κι ας κρατάει ο πόνος».
Και παρότι η ρήση από τον Εκκλησιαστή «ματαιότης ματαιοτήτων τα πάντα ματαιότης» θα ταίριαζε γάντι στον ποιητή, αυτός βρίσκει καταφύγιο από την αναπόδραστη βραχύτητα και δυστυχία του βίου στην ηδονή του τώρα. Σε αντίθεση όμως με τον Εκκλησιαστή, όπου η ματαιότητα της επίγειας ζωής ανοίγει διάπλατα την πύλη στην επουράνια μακαριότητα (φυσικά με κάποιες προϋποθέσεις, με τα απαραίτητα πιστοποιητικά χριστιανοσύνης, κ.λπ. κ.λπ.), στον Λεοπάρντι δεν υπάρχει τίποτα μετά θάνατον (η ιδέα της αθανασίας απορρίπτεται επανειλημμένα), και αυτό ακριβώς καλείται να σκεφτεί και να αντιμετωπίσει ο άθεος, ή έστω αγνωστικιστής, από την εποχή της νεωτερικότητας και μετά.
Έτσι ο Λεοπάρντι, υιοθετώντας τα γραφόμενα του Σιμωνίδη μέσω απόδοσης ενός ποιήματός του, μας προτρέπει, «Στις ηδονές του σήμερα/ Αφιέρωσε τη σύντομη ζωή σου». Σε άλλο ποίημά του («Στον εαυτό του»), όπου διαπιστώνει ότι η ζωή είναι «πίκρα και πλήξη», δεν προκρίνει την αυτοχειρία, αλλά την περιφρόνηση, ίσως το τελευταίο καταφύγιο απέναντι «στην ατελείωτη ματαιότητα των πάντων».
Όπως είπαμε και στην αρχή, στα ποιήματά του ο Λεοπάρντι επαναλαμβάνει την κριτική στον ανθρωποκεντρισμό, στον ναρκισσισμό του ανθρώπου, ο οποίος τοποθετεί τον εαυτό του στο βάθρο του σύμπαντος και παίζει τον Θεό αφού πρώτα τον εξοβέλισε από τον κόσμο, δηλαδή από την ψυχή του:
Εκτίμηση ή φροντίδα περισσότερη
Απ’ ό,τι για του μυρμηγκιού».
γράφει στο καλύτερο ίσως ποίημα της ανθολογίας, το «Σπάρτο ή Λουλούδι της ερημιάς». Θεός είναι η Φύση, θα πει ο σπινοζικός Λεοπάρντι και θα (προ)καλέσει τον άνθρωπο να ανακατανοήσει τη θέση του στο σύμπαν, να διαισθανθεί την ταπεινή του θέση, όχι όμως επειδή του το ζητάνε κάποιοι θεοί (διάβαζε: οι ιερείς, οι τοποτηρητές των θεών στη Γη), αλλά για να συνειδητοποιήσει ότι η ανεξέλεγκτη άσκηση της επί Γης κυριαρχίας θα αποβεί κάποια στιγμή εις βάρος του.
Ρομαντικός όσο και κλασσικιστής
Ρομαντικά μοτίβα υπάρχουν αρκετά στην ποίηση του Λεοπάρντι: η σελήνη, η νύχτα, το δάσος, το μεμονωμένο λουλούδι, η μοναξιά, η οδύνη του κόσμου (η Weltschmerz των Γερμανών Ρομαντικών), η σιωπή, ο θάνατος. Σε αυτές τις θεματικές συμπεριλαμβάνεται ασφαλώς η μάχη που δίνει ο νεωτερικός άνθρωπος καθώς αρχίζει πλέον να βιώνει την εξατομίκευση και (νιώθει πως) έρχεται αντιμέτωπος με όλο το σύμπαν, με το οποίο ωστόσο πασχίζει παράλληλα να ενωθεί. Όπως γράφει ο ποιητής στη «Μοναχική ζωή»:
Ξεχνώ τον εαυτό μου και τον κόσμο
Δεν με κινεί ούτε πνεύμα ούτε αισθήσεις
Κι η αρχαία ηρεμία του κορμιού μου
Μπλέκεται με τις σιωπές του τόπου».
Στους Αρχαίους, όπως στα παιδιά, τους νέους και τους πρωτόγονους, ο Λεοπάρντι βρίσκει μιαν αθωότητα και μιαν άγνοια άκρως ωφέλιμες για την πνευματική υγεία: «Τα παιδιά βρίσκουν το παν μέσα στο τίποτα, οι ενήλικες το τίποτα μέσα στα πάντα», γράφει στη Θεωρία της ηδονής (μτφρ. Η. Π. Νικολούδη). Συνάμα, στηλιτεύει τη νεωτερική εποχή, την εποχή της «επιστήμης» και της «εμπειρίας», για το ότι διαλύει μία-μία όλες τις αυταπάτες, ενώ ο ίδιος εμμένει στο ιδεώδες του κλασικισμού. Εδώ ο Λεοπάρντι, όπως όλοι οι ρομαντικά σκεπτόμενοι, και τότε και τώρα, παραβλέπει (ή, καλύτερα, απωθεί) το γεγονός ότι η αρχαία Ελλάδα δεν είναι μόνο το λίκνο της δυτικής ποίησης και φιλοσοφίας, αλλά και της δυτικής επιστήμης: αρχαία Ελλάδα δεν είναι μόνο ο Όμηρος, ο Σοφοκλής και ο Πλάτωνας, είναι επίσης ο Θαλής, ο Ιπποκράτης και ο Ευκλείδης.
Από τα ποιήματα του Λεοπάρντι δεν θα μπορούσαν να λείπουν οι ελεγείες για τον χαμένο έρωτα, καθώς αυτός ο ραχιτικός ποιητής στάθηκε απελπιστικά ανίκανος, μα και αδέξιος, στο να απολαύσει τις ηδονές της σάρκας. Συχνά η γυναίκα παίρνει μια υπαρκτή, μα φασματική μορφή, όπως στο ποίημα «Όνειρο», ενώ συνήθως είναι μια αιώνια, ιδεατή μορφή, όπως στο ποίημα «Σ’ εκείνη». Σε άλλους στίχους, σπαρακτικούς, ο ποιητής γλείφει την πληγή του εαυτού του που δεν έχει βρει ανταπόκριση στον έρωτά του και παραμένει «Μονάχος στο κατώφλι»:
Ανέμους, φύλλα, χόρτα. Όλο δάκρυα
Τα μάτια. Ήλιος σκληρός, και με τυφλώνει».
Δεν χωρά αμφιβολία ότι ο Λεοπάρντι ήταν μια απελπισμένη ιδιοφυία, καταδικασμένη να κάνει καθημερινά αυτό που απεχθανόταν περισσότερο: ο ίδιος ακριβώς άνθρωπος, που θεωρούσε ευτυχία τη ζωή μες στις αυταπάτες, ζούσε και στοχαζόταν χωρίς αυταπάτες. Ο πεσιμισμός του τον φέρνει κοντά στον άλλον κορυφαίο ομοϊδεάτη της εποχής του, τον Σοπενχάουερ (αν και ο Ιταλός δεν έχει την κυνική ειρωνεία, ούτε τη φιλοσοφική αυστηρότητα του Γερμανού). Σε στιγμές της ζωής του, μάλιστα, ο πρώιμα υπαρξιστής Λεοπάρντι περνά τα σύνορα του πεσιμισμού και φτάνει στη χώρα του μηδενισμού. Όπως γράφει σε ένα σημείο, στη Θεωρία της ηδονής: «Τρομοκρατήθηκα βλέποντας να βρίσκομαι στο μέσον του μηδενός, να είμαι μηδέν κι εγώ ο ίδιος. Αισθανόμουν σαν να πνίγομαι σκεπτόμενος και αισθανόμενος ότι τα πάντα είναι μηδέν, σκέτο μηδέν». Στο έργο του Λεοπάρντι προοιωνίζονται σκέψεις και θέσεις που θα γίνουν αργότερα πιο γνωστές μέσα από το έργο του Νίτσε και του Φρόιντ, όπως. π.χ. η γνωστή θεωρία του Νίτσε για τα ζωτικά ψεύδη, καθώς και η ψυχαναλυτική θεωρία για τη μονίμως ανεκπλήρωτη επιθυμία.
Συμφιλίωση με τον κόσμο
Ο Λεοπάρντι ξέρει καλά τι είναι όμορφο, άξιο, ωφέλιμο για τον άνθρωπο: το πρόβλημα έγκειται στη δυσκολία του ανθρώπου να βρει την ομορφιά, την αξία, την ωφελιμότητα σε τούτο τον κόσμο. Στα θεωρητικά του κείμενα ο ποιητής εξαίρει τη φαντασία στη ζωή, θαυμάζει τους ανθρώπους που έχουν κατορθώσει να ζουν «μέσα σε μιαν ευτυχία και χαρά περίπου σταθερές και μετρημένες», ενώ τονίζει τη σημασία της εύρεσης στόχων στη ζωή και της διαρκούς απασχόλησης του σώματος και του πνεύματος. Εντέλει ο Λεοπάρντι κατάφερε να συμφιλιωθεί ως έναν βαθμό με τον κόσμο, κάνοντας την αδυναμία του δύναμη, υπομένοντας στωικά τη μονήρη ζωή του και προειδοποιώντας τους ανθρώπους για αυτό που ως έναν βαθμό ήδη ξέρουν και νιώθουν, μα συχνά δεν το ομολογούν.
Η παρούσα δίγλωσση έκδοση, Η νύχτα απομένει, συμπληρώνεται από εισαγωγή της μεταφράστριας, καθώς και δεκασέλιδο χρονολόγιο με την εργοβιογραφία του ποιητή. Παρότι δεν είμαστε σε θέση να κρίνουμε την απόδοση των νοημάτων, αφού δεν γνωρίζουμε ιταλικά, μπορούμε να βεβαιώσουμε για τη μελετημένη γλώσσα της ποιήτριας και μεταφράστριας Λένας Καλλέργη, μια γλώσσα στρωτή, εύληπτη, ευαίσθητη, όπου ευτυχώς δεν χρησιμοποιούνται βαρύγδουπες και δήθεν υψηλόφρονες λέξεις. Ποίηση είναι η πιο ισχυρή γλώσσα, και η γλώσσα δεν ισχυροποιείται, όπως νομίζουν αρκετοί, ούτε με αντιμετάθεση της συντακτικής σειράς των λέξεων, ούτε με χρήση πομπώδους ύφους. Αυτό ισχύει και για το πρωτότυπο και για το μεταφρασμένο ποίημα.
Παράλληλα, προσυπογράφουμε πλήρως τις παρακάτω αράδες της μεταφράστριας από την «Εισαγωγή» της, όπου εξηγεί εύστοχα με ποιον τρόπο η απαισιόδοξη κοσμοθεώρηση του ποιητή μπορεί παρ’ όλα αυτά να γονιμοποιήσει τη ζωή μας: «Ο συνεχής στοχασμός του πάνω στο θάνατο και την εύθραυστη φύση του ανθρώπου, και η μετριοπάθεια και η σοφία που διδάσκει, κρατούν το έργο του Λεοπάρντι ζωντανό και αποτελούν οδηγίες για μια καλύτερη ζωή. Γιατί όποιος ξεχνά ότι θα φθαρεί και θα πεθάνει, οδηγείται σε δυστυχία, κι όποιος ήδη υποφέρει, βρίσκει παρηγοριά στην κοινή μοίρα των ανθρώπων».
Ακόμα κι αν καμιά παρηγοριά δεν φαίνεται συχνά να αρκεί, στον δυστυχή Λεοπάρντι έλαχε να είναι μια καλλιτεχνική και στοχαστική ιδιοφυία, της οποίας η τέχνη και η σκέψη θα μείνουν στην ιστορία. Διότι η λήθη ευτυχώς δεν εξαφανίζει «όποιον εναντιώνεται στην εποχή του», αρκεί αυτός να ξέρει τι λέει:
Που τολμά να σηκώσει τα θνητά της μάτια
Στην κοινή μοίρα, και με γλώσσα ειλικρινή
Να ομολογήσει την αλήθεια ολόκληρη…»
Ίσως η θεμελιωμένη προσδοκία του Λεοπάρντι ότι θα έμενε στην ιστορία ως ένας άνθρωπος που χάρισε ομορφιά με τα ποιήματά του και γνώση με τους στοχασμούς του να του έδινε το ελάχιστο θάρρος που θα χρειαζόταν ώστε να συνεχίσει να ζει. Όπως έγραψε και ο ίδιος: «Μία από τις μεγαλύτερες ωφέλειες που λογαριάζω ν’ αποκομίσω από τους στίχους μου είναι ότι χάρη σ’ αυτούς τα γηρατειά μου θα ζεσταίνονται στη ζεστασιά των νιάτων μου…» Αλίμονο σε εκείνους των οποίων η μεγάλη δυστυχία δεν συμβαδίζει με την αντίστοιχη ιδιοφυία.
Μτφρ: Λένα Καλλέργη
Εκδόσεις Γαβριηλίδη, 2013
Τιμή € 10,65, σελ. 140