
Του Μάριου Μιχαηλίδη
Με αφορμή τον τίτλο της συλλογής, Το Επιδόρπιο, που ομολογουμένως ξαφνιάζει, θα μπορούσε να μιλήσει κανείς για επινόηση μηχανισμών αντίστασης, απέναντι στην τρομοκρατία που ασκεί ο χρόνος, ιδίως από εκείνους που έχουν πολλά να πουν πέρα από τα όσα «ρητά» αρθρώνει η φαντασία τους με τη συνέργεια του λόγου. Εννοώ τους ποιητές. Και η Ευτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου είναι μια επιτυχώς δοκιμασμένη ποιήτρια.
Το «επιδόρπιο», με κριτήριο τον χρόνο, κείται πέραν του «κεντρικού γεύματος» και μεταφορικώς, ως ενέργεια, υποσκελίζει την «γευστική» διαδικασία της ζωής. Και ενώ η ποιήτρια βρίσκεται στο βιολογικό κέντρο της ζωής και ποιητικά διανύει την πρώτη ώριμη κλίμακα της δημιουργίας, κοιτά τον χρόνο με ατίθαση ματιά και μας προσφέρει τον «Επιδόρπιο» λόγο της. Δηλαδή, επιχειρεί ένα άλμα που διασπά την λογική ροή της χρονικότητας. Να είναι άραγε αυτό, εγρήγορση που προκύπτει από εσωτερική αγωνία σεφερικού τύπου («μη μας προλάβει ο καιρός») ή μήπως η Λουκίδου αποπειράται να καταπολεμήσει την αλαζονεία του χρόνου με τα δικά του όπλα, αδιαφορώντας αν αυτός, ο δαμαστής των πάντων, της καταλογίσει το κακούργημα της ύβρεως. Η ποίηση, όμως, ως ελευθέρια στάση και πράξη ζωής, δεν υπόκειται σε δεσμεύσεις και καταναγκασμούς, γιατί, ενώ αντλεί από το υπαρκτό, κινείται στο επέκεινα του βίου, το οποίο και υποστασιοποιεί. Επομένως, το «Επιδόρπιο» κινείται στην αντίπερα όχθη της πικρής εμπειρίας και διεκδικεί να γλυκάνει τη στυφή γεύση, που συχνά αφήνουν τα πράγματα, ακόμη και στους πλέον επιδέξιους γευσιγνώστες της ζωής.
Πέραν τούτων, το ίδιο ξαφνιάζει και η ποίηση της Ευτυχίας-Αλεξάνδρας Λουκίδου. Συγκεκριμένα, ο λόγος της, ειδικά σ’ αυτή την πρόσφατη συλλογή, ακροβατεί μεταξύ ενός υπέροχου –εννοώ ποιητικά συλληπτού– κόσμου, που κινείται στη σφαίρα της ματαίωσης, της ημιτελούς απόπειρας, του άδοξου τέλους και ενός τελματωμένου παρόντος. Θα τολμούσα μάλιστα να πω ότι στο νοηματικό υπόστρωμα πολλών στίχων υποκρύπτεται ο φόβος του θανάτου, αν όχι ο ίδιος ο θάνατος. Κι αυτό, όχι σαν γεγονός επιδιωκόμενο ή μοιρολατρικά προσδοκώμενο. Αντίθετα, η ποίηση της Λουκίδου μοιάζει πιο πολύ σαν απόπειρα στοχασμού μπροστά στο αναπόδραστο. Όμως, στο «Επιδόρπιο» το ποιητικό της σύμπαν αποτυπώνεται χωρίς άσκοπες και άκαιρες μεμψιμοιρίες. Αυτό αποτρέπει ακόμη και από την στιγμιαία, έστω, καταβύθιση σ’ εκείνη την αυτοβασανιστική ιδιωτεία μέσα στην οποία αρέσκονται να χάνονται ηδονικά πολλοί σύγχρονοι ποιητές.
Η μελαγχολία της Λουκίδου είναι ελεγχόμενη, καθώς η ποιήτρια διαχειρίζεται με ξεχωριστή ικανότητα αυτά που ήδη έχουν εκπέσει και αφορούν είτε σε ατομικά είτε σε συλλογικά συμβάντα. Πρόκειται για μια ποίηση ώριμη, που αντιστέκεται στη σαγήνη ενός παράταιρου για το ξεχωριστό της ύφος καρυωτακισμού, ο οποίος, εξακολουθητικώς «βολεύει» και τον ποιητή και το ποίημα, όταν τα συστατικά αυτής της μαστορικής, η ποιητική φαντασία και ο λόγος, στομώνουν και, ασθμαίνοντας, καταπίνουν ρόγχους επιθανάτιους. Σ’ αυτά τα δύο θέλω να σταθώ και να σημειώσω ότι η ποιητική τονικότητα και το ύφος του «Επιδορπίου», ξέχωρα από τις προηγούμενες επιδόσεις της Λουκίδου, αποτελούν έκφραση του μέτρου και της ωριμότητας, με τα οποία η ίδια χειρίζεται τα ποιητικά πράγματα.
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΗΣ ΕΥΤΥΧΙΑΣ-ΑΛΕΞΑΝΔΡΑΣ ΛΟΥΚΙΔΟΥ