
Του Μάκη Πανώριου
Οι «συναντήσεις» στη ζωή είναι συνήθως σπάνιες, ή δεν γίνονται ποτέ. Όταν όμως γίνουν, τότε η καθημερινότητα χάνει την πεζή μονοτονία της και αποκτά υπαρξιακή διάσταση. Οι συνοδοιπόροι διαπιστώνουν ότι η ‘συνάντησή’ τους θέτει σε μυστηριώδη λειτουργία την εμφάνιση ενός μυθικού φωτός που δεν αποκαλύπτει απλώς την εφιαλτική σημασία του δρόμου που μοιραία ακολουθούν, αλλά τον κάνει τουλάχιστον λιγότερο οδυνηρό.
Είχα ήδη προσπεράσει το δαντικό «μεσοστράτι της ζωής», με ορατό τον κίνδυνο να χαθώ «σε σκοτεινά ρουμάνια», όταν συναντηθήκαμε με τον Βαγγέλη. Αυτό έγινε σε μια από κοινού ομιλία για τη φανταστική λογοτεχνία. Το θυμάσαι, Βαγγέλη; Ήταν η πρώτη μας συνάντηση – και μας αποκάλυψε. Εννοώ, μας πρόσφερε το θαυμαστό δώρο μιας πνευματικής φιλίας, που μας πλούτισε και τους δύο. Τώρα που ο Βαγγέλης τελείωσε επιβεβαιώνω για μια ακόμη φορά τη φτώχια μου και την αφόρητη μοναξιά μου. Κάθομαι ολομόναχος μέσα στο άγριο εφιαλτικό βάθος της νύχτας και η ωραία φωνή του αναδύεται από το τελευταίο του δημιούργημα, «σα μουσική τη νύχτα μακρινή που σβήνει», αποχαιρετισμός και κληρονομιά, μια κατάθεση ψυχής ενός μεγάλου ανθρώπου.
Φιλόσοφος, Δημιουργός, Ποιητής, ήταν το πρότυπο του σωστού καθημερινού αλλά και πνευματικού Ανθρώπου∙ που είχε «πάντα ανοιχτά πάντα άγρυπνα τα μάτια της ψυχής του». Εννοώ, είχε απόλυτη γνώση της ανθρώπινης περιπέτειας, κυρίως το μοιραίο κλείσιμο του κύκλου της∙ της δικής του οπωσδήποτε. Κι έτσι, «σαν έτοιμος από καιρό σα θαρραλέος», γιατί αυτό αποκάλυψε πως ήταν, και έτοιμος και θαρραλέος, με την υπαρξιακή σημασία την εκτίμησης αυτής, όταν έλαβε το μήνυμα, προετοίμασε την αναχώρησή του. Όπως μόνο ο Ήρωας της Ζωής έχει το σθένος, την τόλμη, το θάρρος και το υψηλό φρόνημα να το κάνει. Και το έκανε. Αλλά και κάτι ακόμη. Κάτι μεγαλειώδες. Κάτι που σπανίως ο κοινός άνθρωπος είναι σε θέση να κάνει, επειδή δεν είναι ίσως προικισμένος από τη φύση να το κάνει. Ο Βαγγέλης όμως ήταν: Μετουσίωσε το επικείμενο τέλος του σε Ποίηση. Σε Έργο Τέχνης. Σε Δημιουργία. Γι’ αυτό «και περισσότερη τιμή του πρέπει». Εγώ, ως φίλος του και ως άνθρωπος, υποκλίνομαι μπροστά στη μεγαλοσύνη του και τον αποχαιρετώ με τα δάκρια που θα του άρεσε να δει στα μάτια μου.
Στην άκρη της νύχτας στέκομαι τώρα και τον βλέπω και τον ακούω. Ετοιμάζεται να κάνει το πρώτο μοιραίο βήμα προς την ανυπαρξία – και το ξέρει: «Σκέφτομαι. Το μόνο που μπορώ να κάνω εδώ μέσα είναι να θυμάμαι και να σκέφτομαι…/ Είμαι σ’ ένα λάκκο βαθύ…/ δεν πρόκειται να βγω από δω μέσα…/ Μια συμφορά με τριγυρίζει, ο ωκεανός με κύματα / αθόρυβα, σταχτιά και μεγάλα / γεμίζει ως πέρα τη νύχτα». Ήδη τον διεκδικεί διαμηνύοντάς του τη σημασία του Μηδενός. Το έχει πλέον συνειδητοποιήσει. Ξέρει ότι θα ενσωματωθεί σε αυτό και θα γίνει κι αυτός Μηδέν. Αυτή είναι η ‘μοίρα’ του και το γνωρίζει: «Πεθαίνοντας γίνομαι κάτι: ένα γεγονός στη ζωή των άλλων. / Ο θάνατός μου αφορά για λίγο μόνο εκείνους που θα επιζήσουν». Φυσικά ‘για λίγο’, κι αυτό το ξέρει. Η αλήθεια της ύπαρξης, η μυθολογία της του αποκαλύπτεται ολοένα. Τώρα είναι η στιγμή που απεκδύεται την ψευδαίσθηση της ‘αθάνατης’ οντότητας που νόμιζε πως ήταν: «Ο ετοιμοθάνατος είναι ένα παιδί που ντροπιασμένο / στέκεται μπροστά στη μάνα του». Αλλά δεν έχει πια τίποτε να της ζητήσει, μόνο «Εδώ, εδώ αφήστε με να βλέπω εκείνο που δε φαίνεται». Το Αόρατο, που είναι πέρα από το περιστασιακό Ορατό, γιατί όλα τα άλλα του κόσμου τα έχει δει και τα έχει πλέον εξαντλήσει. Οι ‘γήινες’ επικοινωνίες έχουν λάβει τέλος: «Οι γιατροί δεν μπορούν ν’ ακούσουν τη φωνή μου – δεν τους ενδιαφέρει. / Ακούν μόνο κι ερμηνεύουν τα ακροαστικά μου». Κι έτσι, συνομιλεί μόνο με τη Σιωπή, χρησιμοποιώντας μια ‘άλλη γλώσσα’: «Τώρα πια δεν χρειάζεται να σκεφτόμαστε λογικά, / να κάνουμε σχέδια για το μέλλον, / γιατί τώρα πια μπορούμε να πετάμε. / Έτσι είπε. Αυτά ήταν τα τελευταία του λόγια. / Και μετά έγινε μια σβησμένη γραμμή στον ορίζοντα». Το μόνο που έχει μείνει πίσω «…είναι ήχοι ρολογιών – που μετρούν το θάνατο»∙ και η απέραντη κυριαρχία του νεκροταφείου. Εκεί, σ’ αυτόν τον ύστατο χώρο, σ’ αυτό το έρημο τοπίο, που «…τα σώματα δεν μπορούν πια ν’ αφομοιώσουν το χώμα / αλλά αφομοιώνονται απ’ αυτό», εκεί όπου «…καταπραΰνουν την αϋπνία τους οι άγγελοι», εκεί που πλέον «…δεν έχει καθόλου χώρο για αγωνίες και φόβους, / γιατί κυριαρχεί / το αναπότρεπτο σε κάθε ανοιχτό και κλειστό λάκκο». Σε έναν τέτοιο λάκκο θα κατέλθει κι αυτός εντός ολίγου. Αυτή είναι η μελλοντική κατοικία του. Το χώμα∙ ήδη βυθίζεται σε αυτό, ήδη γίνεται χώμα, ήδη γίνεται τέλος. Και πια «Για να βρεις το μνήμα, χρειάζεται ο μυστικός χάρτης / που σιγά σιγά χαράζεται / τα Σάββατα στο μυαλό σου, / και να μυρίζει το χώμα του άνοιξη». Κι εκεί, μπροστά στο κοσμικό τείχος της σιωπής των τεθνεώτων, ενώπιο ενωπίω με την ανυπαρξία, κάνει πλέον τις συνειδητοποιήσεις του: Σ’ αυτό το ακατανόητο σύμπαν που στερείται νοήματος «Δεν υπάρχει ποίηση, δεν υπάρχει τέχνη, δεν υπάρχει θρησκεία. / Το μόνο που υπάρχει είναι το σώμα που σαπίζει και λιώνει μέσα στο χώμα». Η πόρτα της ζωής έκλεισε πια οριστικά, το πλοίο με τις μάταιες αναμνήσεις βούλιαξε, κι οι τελευταίες ψαλμωδίες της νεκρώσιμης ακολουθίας σβήνουν στο χάος. Κι απεκδυμένος πλέον από τις ψευδαισθήσεις βιώνει τη στιγμή της μέγιστης αποκάλυψης: Ο άλλος που ετοιμάζεται να αναχωρήσει, που ήδη βυθίζεται στο βάραθρο του θανάτου είσαι εσύ∙ στο σκοτεινό νερό του «πνίγεσαι και τελειώνεις». Και τώρα υπερίπτασαι έξω από το σπίτι, έχεις εγκαταλείψει το φριχτό κρεβάτι του γήινου μαρτυρίου σου, έχεις βγει ολόγυμνος ‘έξω’, ταξιδεύεις ακίνητος για πάντα πάνω στα ακίνητα ύδατα της Αχερουσίας, κι αποχαιρετάς το άσπλαχνο φως σαν αρχαίος τραγικός ήρωας, «Φως για στερνή φορά σε βλέπω». Γιατί τώρα πια «Η βραδιά μπαίνει στο δωμάτιο…», θα εγκατασταθεί για πάντα, εκτοπίζοντας ήλιους, φεγγάρια, όνειρα, αυγές, ηλιοβασιλέματα, αγάπες, θωπείες, δάκρια, ήδη έχει μεταμορφώσει τα θλιβερά σεντόνια σε αποκρουστικά σάβανα. Στο χρόνο που σου απομένει τον μεταμφιέζεις τώρα πια σε ρουτίνα που σου την έχει ‘διδάξει’ η καθημερινότητα, όταν η ζωή και μυθολογία της ‘υγείας’ υπόσχονταν αιωνιότητα και αθανασία. Κι έτσι, «τις δύσκολες μέρες της αρρώστιας / έγραφα κάποιο ποίημα, και τις καλύτερες μέρες, / προχωρούσα λίγο το μυθιστόρημα». Αλλά ξαφνικά ο χρόνος παγώνει, τον ‘βλέπεις’, στην κυριολεξία, «νεκρό». Είσαι εσύ ο «νεκρός χρόνος», είναι το θνητό σου σώμα, που τώρα πια το κατέχει ο θάνατος. Και είναι αυτός ο αιώνιος θάνατος που σε έχει μεταμορφώσει σε κάτι άλλο, άγνωστο, ξένο, άμορφο, απροσδιόριστο, ακατανόητο, ένα τίποτα. Κοιτάζεις το νεκρό εαυτό σου μέσα από το θάνατό σου κι αναρωτιέσαι: Ποιος είναι αυτός ο κάποτε άνθρωπος; Δεν υπάρχει απάντηση. Μόνο φευγαλέες εικόνες που σελαγίζοντας ακόμα στον έρημο ωκεανό της λησμονιάς, επιχειρούν να τον προσδιορίσουν. Πλην επί ματαίω. Η ωραιότητα του βλέμματος που τον ‘λάξευσε’ κάποτε σβήνει, σβήνει και ο ‘αλλοτινός άνθρωπος’ που ήταν μια φορά και τώρα πια δεν είναι, σα να μην υπήρξε ποτέ. Τα πάντα σβήνουν. Ούτως ή άλλως «θα… τα δώσουμε κάποτε όλα πίσω». Το επιβεβαιώνει εκείνη η τελευταία «σκιά που χάνεται γρήγορα / στη μακρινή στροφή στο τέλος του διαδρόμου». Κι αμέσως μετά πρέπει να αντιμετωπίσεις τη Στιγμή «…που όλα παύουν, / ο πόνος κι όλες οι ενοχλήσεις του σώματος». Και τότε, μέσα στην απεραντοσύνης της σιωπής, συνειδητοποιείς την ερημιά σου, και σχεδόν αποστασιοποιημένος, σαν να βλέπεις έναν άλλο να φεύγει φορώντας το δικό σου προσωπείο, διαπιστώνεις και ομολογείς το προφανές: «Εδώ μέσα προσεκτικά θα πεθάνω». Και συνειδητοποιώντας τον αναπόφευκτο θάνατό σου, συλλαμβάνεις την τραγική διάσταση του κόσμου: «Αυτός ο κόσμος ο μικρός ο μέγας», για μια απειροελάχιστη στιγμή έλαμψε σαν ένα σπαραχτικό άστρο μπροστά στα θολωμένα σου μάτια αλλά μόνο για να σβήσει την επομένη. Ο Ποιητής βιώνει έτσι την υπερούσια «μαγεία των αισθήσεων».
Πρόκειται βέβαια για την οδυνηρή κραυγή των πραγμάτων που φεύγουν, αφήνοντας πίσω τους, αλλά μόνο για λίγο, το απαρηγόρητο φως των χρωμάτων τους που ήδη εξαφανίζεται στα βάθη του Αχέροντα. Είναι η μεγάλη προαναφερθείσα στιγμή που το Αόρατο επιβεβαιώνει την παντοδυναμία του Μηδενός, την οποία συνυπογράφουν τα νεκροταφεία των πόλεων. Υπογραφή που ακυρώνει την υποτιθέμενη αθάνατη κοινωνία των αγγέλων. Η παραμυθένια οδός που οδηγεί στη μυθολογία τους δεν είναι στρωμένη με άνθη μεθυστικά, αλλά «Ένας δρόμος μικρός, αδιέξοδος. Τελειώνει σ’ ένα / ποτάμι ξερό…» Μέσα όμως απ’ αυτό το φριχτό «ξερό ποτάμι», ανθίζει η γνώση του γήινου σώματος, το αίνιγμα της ύπαρξης: Η ζωή και ο θάνατος δεν είναι παρά ένα ανεξήγητο «σύμπτωμα», μια ανερμήνευτη «κατάσταση». Και τότε ο Ποιητής, μπροστά στο Αφάνταστο, συνειδητοποιεί τη μεγαλειώδη σημασία αυτού του «κοσμικού συμβάντος»: «Ο θάνατος μες στη ζωή είναι / η πιο αυθεντική και έντονη ύπαρξη»∙ και μέσω αυτής της συνειδητοποίησης «ένιωσα να με πλημμυρίζει / μια καλοσύνη για όλους και για όλα», διαπιστώνει έκθαμβος μπροστά στην αποκάλυψη, νιώθοντας για πρώτη φορά «υπαρκτός». Και είναι αυτή η γνώση της ύπαρξης που του δίνει τη δυνατότητα να πραγματοποιήσει επιτέλους «το μόνον της ζωής του ταξίδιον», ακούγοντας «τη νυχτερινή συρρίκνωση των οστών». Γιατί τώρα πιά το γνωρίζει: Η Νύχτα είναι το Μαυσωλείο του σώματος. Τα οστά που εμπεριέχει συν τω χρόνω απογυμνώνονται, μένει μόνο η «ύπαρξη της μνήμης του σώματος». Αλλά για να χαθεί κι αυτή τέλος στον αείχρονο ωκεανό του σύμπαντος, «εκεί που δεν υπάρχει τίποτε».
Προς αυτό το Κοσμικό Τίποτε πηγαίνει τώρα ο Ποιητής με μόνη συντροφιά τη γνώση των δακρύων, το μόνο στοιχείο που τον υπογράφει ως ‘πεπερασμένο’ ον αλλά που προικίστηκε από το Άγνωστο με το δώρο της Ζωής: «Μη μου σκουπίζεται τα δάκρυα. Τα θέλω τα δάκρυά μου. Να τρέχουν ελεύθερα / στα μάγουλα, να φτάνουν αλμυρά στα χείλια». Κι όταν, την επομένη στιγμή, πρέπει να τα αποχαιρετήσει και αυτά, έχει πλέον μετουσιωθεί σε ‘κάτι’ άλλο: τώρα είναι ο Διγενής που αναμετράται στα Μαρμαρένια Αλώνια με τον Χάροντα – και βγαίνει νικητής και τροπαιοφόρος. Και σαν νικητής ακούει «ως τελευταίαν απόλαυση» το σπαραχτικό άσμα της ζωής που φεύγει∙ οι τελευταίες του λέξεις, που το υπαρξιακό τους βάθος του δίδαξε είναι Αγάπη και Πόνος. Τι άλλο είναι η ζωή; Μας τις αφήνει κληρονομιά και φεύγει. Σιγή στη Γη και στα Ουράνια. Όλα έχουν πια τελειώσει. Ή μπορεί και να αρχίζουν. Ποιος ξέρει; Μένω τελευταίος. Μένω μόνος. Και τον βλέπω να απομακρύνεται. Χαμογελάμε και οι δύο μέσα από τις υμνωδίες των δακρύων. Της Αγάπης και του Πόνου.
Βαγγέλη, φίλε αγαπημένε, αντίο!

Βαγγέλης Αθανασόπουλος
Εκδόσεις Καστανιώτη, 2012
Τιμή: € 9,59, σελ. 80
ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΒΑΓΓΕΛΗ ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΥ